Πέμπτη 26 Σεπτεμβρίου 2024

Πέντε (5) ποιηκοτράγουδα για το Στρυμονικό Σερρών: από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 


ΠΑΕΙ ΚΙ ΑΥΤΗ Η ΠΡΩΤΟΜΑΓΙΑ

 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών.
Πέρασες και συ και έφυγες, μονάχα ο χρόνος,
έμεινε εδώ συντροφιά του είναι ο πόνος.
 
Μες στα σοκάκια του χωριού και την πλατεία,
τότε που σου ΄λεγα την ίδια ιστορία,
για τα πουλιά στις ερημιές.
Αχ  να ΄τανε πολλές οι πρωτομαγιές!
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών 
μ΄ ένα λουλούδι στα μαλλιά και ένα δάκρυ.
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
μ΄ ένα αστέρι λαμπερό στου ουρανού την άκρη.
 
Και τώρα πού σαι εδώ κοντά στην άκρη των ματιών μου
Να λαμπυρίζεις να σε βλέπω ξαστεριά
όπως θυμάμαι στου χωριού το ποταμάκι
και να σου ψιθυρίζω σ΄ αγαπάω αληθινά
 
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των Φεγγαριών
Πάει κι αυτή η Πρωτομαγιά των λουλουδιών
 
**
ΠΟΙΟ ΝΑ ΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που κάθεται στο ένα μου χέρι,
και περπατά πάνω στους ώμους
και  μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστους δρόμους.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που μ΄ οδηγεί σ΄ άγνωστο θάμπο
και από την σκοτεινή την πόλη
σ΄ ένα χωριό μέσα στο κάμπο.
 
Ποιο νάναι αυτό το Περιστέρι
που κελαηδάει στο ένα χέρι.
Και βγάζει ήχους από μια λύρα
όσα του έδωσα,τα πήρα.
 
Ποιο νάναι αυτό το περιστέρι
που λέει κλαδί το ένα μου χέρι,
κι απ΄ την Ανατολή στην Δύση
δεν λέει ποτέ του, να μ΄ αφήσει.
 
Δείχνει νοτιά, δείχνει Βοριά
δείχνει μικρούλα εκκλησιά,
και μ΄  οδηγεί μ΄ ένα καημό
στο όμορφo Στρυμονικό.
 
***

ΈΛΑ ΝΑ ΔΕΙΣ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΜΟΥ

Έλα να δεις τον τόπο μου, που είναι μεταξένιος,
μακρό φυλλες καλαμ
ποκιές, πράσινο-φρουρημένος.
Ξερολιθιές στα μέσα του,μα όταν γερνούν τα όρη,

δέκα σκιές επάνω του και βγαίνει βόλτα η κόρη.


Δεν είναι φύση αλαργινού, πουλί ξενιτεμένου,
μα η καρδιά του στεναγμού, του χιλιο
πονεμένου,

που απ΄ τα ξένα έρχεται και στο Σιβρί ανεβαίνει,
ένα σταυρό στον Αι Λια κι ύστερα κατεβαίνει.


Το 
πονάμε,σας  στο λέω, το πονάμε,
τ ΄ αγα
πάμε, να ξέρεις μάνα, τ΄ αγαπάμε.
Τραγουδάμε!

Τρέχα να δεις την μάννα μου, που στο κατώφλι κλαίει,
βροχόνερο α
π΄ τα μάτια της, την μοναξιά της καίει.
Βούρκος α
πό λασπόνερα στον Αι Χαραλάμπη,
μια Εκκλησιά μετέωρη, ολόχρονα  που λάμ
πει.

Έλα να δεις τον τό
πο μου, της ξενιτιάς Πατρίδα.
Έχει ο κόσμος  ομορφιές, πιο όμορφη δεν είδα.

Μες στης καρδιάς το χτύπημα, ένα καρφί ακόμα
κι εγώ φιλί 
που της χρωστώ στο νοτισμένο χώμα! 

****

ΣΤΙΣ ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΤΟΥ ΠΛΑΓΙΕΣ

Στις ανθισμένες του πλαγιές, πέρασα καλοκαίρια
στις χωματένιες γειτονιές, τρεχάματα στ΄ αστέρια.
Βαδίζω στην Μαγκίλα του, στου Αι Λια τα ύψη
στο 
πανηγύρι του Αντώνιου, που τόσο μου χει λείψει!

Και δίνω μια στον Ουρανό και δυο στα βήματά μου,
η τρίτη είναι μαχαιριά, που σ
πάει τα σωθικά μου.
Στρυμονικό μου όμορφο, της νιότης μου 
πετράδι.
Ας ήσουνα στην ζήση μου, το 
πιο στερνό μου χάδι.

*****

ΕΚΕΙ ΣΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΤΙΣ ΓΩΝΙΕΣ ...
 
Εκεί στου κάμπου τις γωνιές, χτυπάει ο σφυγμός μου
στις γειτονιές που αγάπησα, στο Στρυμονικό μου.
Τι κ αν ταξίδεψα στο χθες, το χθες με αποφεύγει
καλώ το σήμερα εδώ,κι αυτό απλά κωφεύει.
 
Εκεί σε χιόνι και νερό, είν΄ οι πατημασιές μου.
Στις λάσπες στ΄ αγριόχορτα, π΄ ανθούν μες στις αυλές μου.
 
Ήλιε που βγαίνεις το πρωί, ανάστα το μυαλό μου
πιάσε, το στήθος μου πονά, για το Στρυμονικό μου.
Τι κι αν αυτό με γέννησε, αλλού θαρρώ θα ζήσω
θα σπείρω στη εικόνα του, μνήμες για να μυρίσω.


https://www.openbook.gr/ena-tetradio-gia-to-strymoniko/

Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2024

Πολιτεία * του Δημητρίου Γκόγκα

 *Έλαβε Εύφημο Μνεία στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό (2024) και στην ενότητα : Ποίηση Ενηλίκων από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

* Το ποίημα γράφτηκε το έτος 1992, στη νήσο ΚΩ, κατά την υπηρέτησή μου εκεί ως στρατιωτικός, και είδε το φως της "δημοσιότητας" το έτος 2024!



 
Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία,
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο, κάτω στα αλώνια και πέρα,
που κλείνει την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες ορέξεις μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες,
στα καλλίγραμμα αυτιά της – ακόμα - κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας. 
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα
τους περαστικούς σκουρόχρωμους επισκέπτες,
της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα από ράβδους και πίνακες. 
Μα να, η νομιμόφρονα παράνοια
και εκείνων που έρχονται γονυπετείς με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και των υποταγμένων στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί στο κιτάπι, με το στερητικό πρώτο γράμμα.
 
Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ερωτικές ανάσες,
προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος,
γλυκόπικρους καρπούς αφήνει,
συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
«Να οι βηματισμοί των ανθρώπων,
να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας»
 
Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη,
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία, πιο πάνω,
ίσα με τον ουρανό.
 
Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται,
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.

Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2024

Κατεπείγον γράμμα στους ποιητές* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Στα Super Market μέσα καταναλωτή,
σου κλέβουν τα ριάλια. Και στην εντατική
σε βάζουν κάθε μέρα και σα επιλογή
σου πίνουνε το αίμα του κράτους  οι ταγοί.
 
Στις λαϊκές, ντομάτες πουλάνε μετρητοίς.
Κυκλοφορούν με μάσκες, κι ονόματα: κανείς.
Χίλιοι ανθρωποφάγοι με ξίφη και σφυριά,
που χαίρονται να καίνε αθώους σε κελιά.
 
Κι εγώ επαναστάτης, στο lapto μου μπροστά,
το παίζω αποστάτης, με σώβρακα λερά.
Ολημερίς να βλέπω, το σκουπιδαριό,
και τρέμω από φοβέρα, μη μ έβρει το κακό.
 
Τα γκλόπ των αστυνόμων, στις κεφαλές γροθιά
κι οι σφαίρες να πετάνε σαν αποδημητικά
πουλάκια, που τα πιάνουν οι αμπελουργοί
και πίνουν στην υγειά μας κρυφά σε μια γιορτή.
 
Τα φώτα χαμηλώστε, περνά ο υπουργός
«μπα, δεν φοράει μάσκα;» ρωτάει ο φτωχός.
Μα έχει ανοσία, σ΄ εργάτες λαϊκούς.
Έδωσε φακελάκι σε επίορκους γιατρούς!
 
Τα φώτα χαμηλώστε, το έργο ξεκινά.
Θα πνίξει ο πνιγμένος τον ντελιβερά,
που βόμβες μας μοιράζει και νεκρούς μετρά
κι αφήνει αγνοημένους, στου έθνους τα γραπτά.
 
Ζήστε και ψηφίστε, πατήστε το κουμπί.
Γελά η τηλεπερσόνα που δεν φορά βρακί.
Γίνηκε πρώτο θέμα και ΄γω ο θλιβερός
μαζί με τους αμάχους, το παίζω τραγικός.
 
Ησύχως κοιμηθείτε και γω στον καναπέ
μαστουρωμένο ζώο ρουφώντας ναργιλέ,
με σώου και τραγούδια με παρουσιαστές
που χαίρονται να λένε συνήθως ότι θες.
 
Αγαπημένοι φίλοι, σεμνοί μου ποιητές,
οι στίχοι έχουν όλοι, μικρούλες εκδορές
και τρέχουν ματωμένοι στις ανηφοριές,
για να γλυτώσουν ίσως από τους εμπρηστές.

*Έλαβε Έπαινο  στον Ζ' Λογοτεχνικό Διαγωνισμό και στην ενότητα : ΣΑΤΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ Παύλου Πολυχρονάκη, από τους "Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού" 

Κυριακή 22 Σεπτεμβρίου 2024

ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 



 

Διάλογος.....
 
Πατέρα
 
Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;
 
Γιέ μου
 
Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.
 
Πατέρα
 
Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.
 
Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.
 

Γιε μου
 
Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.
 
Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!
 
 
Πατέρα
 
Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!
 

Η ΖΩΗ ΜΑΣ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΜΑΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)


 

Μια βραδιά του Δεκέμβρη μαζευτήκαμε
στης πλατείας τα παγκάκια κι αφεθήκαμε
στα πικρόχολα τα λόγια κι αρρωστήσαμε
μ ΄ όλα αυτά που μας πέρασαν και τα ζήσαμε.
 
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και δακρύσαμε
κι ο καθένας πήρε δρόμους και χωρίσαμε
μα υπόσχεση και τάμα όλοι δώσαμε
και τα φίδια απ την καρδιά μας ξεριζώσαμε.
 
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουμε
κάνουμε τους δυστυχείς, να ευτυχήσουμε
σε παγκάρι την ψυχή μας και χαρήκαμε
κι απ  τον ήχο των τριάντα, ζαλιστήκαμε.
 
Δώσαμε τα χέρια πάλι, γύρω απ ΄την φωτιά.
Στου Δεκέμβρη που γιορτάζει μόνο η καρδιά.
Κουμπωθήκαμε στο κρύο, στήσαμε χορό,
ήχος γνώριμος πετιέται μέσα απ  τον χαλκό.
 
Στην υγεία μας, στην υγειά μας κι άντε στο καλό
σβήσαμε με μιας τους φόβους, κράτα τον ρυθμό
τσίπουρο γλυκό να ρέει, ύμνος στην νυχτιά
κι όλοι μας, για μια στιγμή, απέραντη αγκαλιά.
 
Κι όταν πάλι κοιταχτούμε και χωρίσουμε
κάρβουνα θαρρείς καμένα και θα σβήσουμε.
Κι όταν θα κοπάσει η φλόγα, κάμε τον σταυρό
που γεννήθηκες και λάμπεις στο Στρυμονικό.
 

ΟΤΙ ΠΟΛΥ ΤΗΝ ΠΟΝΕΣΕ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book)

 

 
 
 
Το παρακάτω ποίημα γράφηκε με αφορμή ένα γάμο, μιας συνεσταλμένης- καταπιεσμένης  γυναίκας του χωριού.  Η γυναίκα αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου για άγνωστους ακόμα λόγους εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Έκτοτε ζούσε στη μικρή παράγκα μαζί με τη γιαγιά της, στην ίδια γειτονιά με την οικογένειά μου. Αργότερα, μετά το θάνατος της γιαγιάς της, έμενε σε συγγενικά σπίτια, σε άσυλα, γηροκομεία, κτίσματα εκκλησιών, μέχρι που παρέδωσε  το πνεύμα της, κοιμήθηκε και ηρέμησε! Θεωρώ ότι η κοίμησή της ήταν το θεϊκό δώρο που περίμενε η ψυχή της για να γλυτώσει από την καταφρόνια και την περιθωριοποίηση του χρόνου και των ανθρώπων.
 
 
Καλοκαιράκι φύσηξε, χτενάκι στα μαλλιά της.
Το νυφικό μια Κυριακή, στόλιζε η γιαγιά της.
 
Πως την μεγάλωσε εκεί;Σε ένα χαμοσπίτι.
Ψίχουλα έδινε σ ΄αυτή, όμως και στο σπουργίτι.
 
Μα τράνεψε και έφτασε,ο χρόνος να την ζώσει,
μ΄ ευχές την έντυσε ζεστά, σ΄έναν γαμπρό να δώσει.
 
Ότι πολύ την πόνεσε,ανοίγει το τεφτέρι,
χάδι στο χέρι όμως ζωής, που εγγόνια θα της φέρει.
 
Ο γάμος βράδυ έγινε,η εκκλησιά γεμάτη,
κάνανε τάμα οι χωρικοί, να μην τουςπιάσει μάτι.
 
Το νυφικό κρεβάτι της, στα μαύρα τυλιγμένο.
Και η τιμή της κόρης μας, τσεμπέρι ήταν δεμένο.
 
Κάποια αστέρια φώναξαν, την κόρη να γυρίσει.
Μα η κόρη έτρεχε πολύ, ποιος να την σταματήσει.
 
Κράτησε μέσα την τιμή, στο σώμα όμως θαμμένη
με το σεντόνι φάνηκε, στο βάθος τυλιγμένη.
 
Τα χάδια απ΄ της γειτονιάς  το χέρι, αγκαθάκια.
Αφήνανε τα δάκρυα,υγρά περιστεράκια.
 
Χώθηκε μες στα κλάματα, στην μαύρη αγκαλιά της,
κι έζησε στην παράγκα της, μαζί με τ΄ όνειρά της.
 
Φανούλα κάποιοι είπανεπως ήταν τ΄ όνομά της
μα τώρα φως στον ουρανό, μαζί με τη γιαγιά της.