Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2016

Το Περιοδικό Cadences που επιμελείται ο ∆ρ. Σταύρος Σταύρου Καραγιάννη, Αναπληρωτής Καθηγητής Τμήματος Ανθρωπιστικών Σπουδών Ευρωπαϊκού Πανεπιστημίου Κύπρου

στην τελευταία έκδοσή του κάνει αφιέρωμα στον ποιητή Γιώργο Σεφέρη. Έτσι μαζί και με άλλους σημαντικότατους ποιητές της Κύπρου, αποδεχόμενος σχετική πρόταση, συμμετείχα με δύο ποιήματά μου εμπνευσμένα από την ποίηση του μεγάλου Έλληνα βραβευμένου με Νόμπελ Λογοτεχνίας ποιητή. Τα ποιήματα που συμπεριλήφθησαν στο αφιέρωμα είναι τα παρακάτω: 

Κάποια στιγμή 

Κάποια στιγμή, 
της αγάπης μου ήταν να σβήσει 
κείνη η ρωγμή, 
που δειλά 
σ΄ ένα τοίχο είχα αφήσει. 
Mα εσύ μυστικά, 
σε χαρτί που ρωτά, 
είχες απλά ζωγραφίσει 
την ζωή. 

Ποιητή, 
του Σεφέρη μια αρχή 
«η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει»
 Λέω: η ζωή είναι δείλι, 
που στον ήλιο μας τάζει, 
-κάθε μέρα σαν ωριμάζει - 
πως θα έρθει, θα φύγει.
 Κι άμα χαράζει γίνεται φόβος, κυνήγι. 

Εμπνευσμένο από το ποίημα του Γ. Σεφέρη «Ρίμα» 
που συμπεριλαμβάνεται στην συλλογή Ποιήματα 
από τις εκδόσεις ΙΚΑΡΟΣ 

***

Με το χνώτο σβηστό 

παράγωγο έμπνευσης 
από την “Άρνηση” του Γιώργου Σεφέρη 

Με το χνώτο σβηστό, 
σε πελάγη, τρελό το καράβι μου. 
Να σαλπάρει απ΄ το χθες, 
όταν συ θα μου λες, 
στ΄ ακρογιάλι μου, 

σ΄ αγαπάω πολύ, 
μα σαν να σαι πουλί, 
τον χειμώνα, 
με αφήνεις γιατί, 
Καλοκαίρι ανθεί, 
ανεμώνα.

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή με έργα των : Σκουλίκα- Βέλλου Σοφίας, Βλαχιώτη Αλέξανδρου, Γκόγκα Δημητρίου και Δράτσελου Ευριπίδη (Απόσπασμα από τη Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα / τρία ποιήματα)

ΑΤΙΤΛΟ


Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
 
Τον ενοχλούσε
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
 
Τη ξερίζωσε.
 
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.

ΑΚΟΥΩ ΤΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ ΣΑΣ

Ακούω τους στίχους σας.

Μα πιότερο ακούω
Τις φωνές των αστέγων
 
Τις φωνές των αγνοουμένων
Τις φωνές των προσφύγων

Τι να δώσω 

Ψάχνω στην υποταγή μου
 
Ψάχνω στη σκλαβιά των στίχων μου
Ένα άρμα για σπίτι 
Ένα όνομα σε μάρμαρο
 
Μια πατρίδα, μια σημαία

Ψάχνω ένα καθρέφτη.


ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
 
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
 
Γέννησε μυριάδες.

"Φόβος" του Δημητρίου Γκόγκα : Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι; 


Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια  με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;


Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο: http://filologikesmaties.blogspot.com.cy/

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Ο λαθεμένος ποιητής


Αυτός που λειτούργησε ως ιερέας της λήθης
βγάζοντας λάβα από τα στήθη του
στήνοντας τα δένδρα πάνω στα όρη 
άτακτα χωρίς συνταγματική τάξη
Αυτός που δεν στάθηκε με αυστηρή κρίση ενώπιον του θεού πολέμου
και της άνομης ειρήνης,
μα κράτησε με αυταπάρνηση τα όπλα σκοτώνοντας αθώους
και προπηλάκισε την ειρήνη στο όνομα της.
Αυτός που καμουφλάρισε τη ζωή του
και είπε:
Έγινα Κυπαρίσσι,
μυρίζω σαν Πασχαλιά,
χτυπώ ως έχιδνα,
μα έπλεξα με στόμφο τους στίχους μου
και ξέπλυνα αργύρια σε ρυπαρούς υπαίθριους πάγκους, 
σκουπίζοντας τα δάκρυα με αρωματικά κεντήματα.
Αυτός που εκτέλεσε τις επάρατες λέξεις
λερώνοντας με αίμα τα στιβαρά του χέρια,
τα πρωινά οργώνοντας χωράφια,
χτίζοντας σπίτια για τίμιες πόρνες,
ιερουργώντας σε εκκλησίες με παγκάρια
όπου ο ήχος των χρημάτων ηχεί ως έναρξη θαυμάτων,
τέλος ως αμήν,
αυτός που δίδαξε την ημιμάθεια ως λαϊκή τέχνη
είμαι εγώ, ο άνθρωπος,
είπε ο λαθεμένος ποιητής.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Ρημαγμένα καφενεία

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
Γκόγκας Δημήτριος

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Τέσσερα θέλω ενός απλοϊκού ποιητή


Είναι στιγμές που το μυαλό θέλει να ξεκουραστεί και 
«Πλέκω στιχάκια με κάποιο χιούμορ/ μ’ αρχή και τέλος σαν τον Αίσωπο/ Νιώθω σαν κάτι γκομενούλες του σαράντα/που πλέκαν κάλτσες για το μέτωπο» που είπε και ο Πανούσης.


Από κάτι τέτοιες στιγμές προέκυψε και το παρακάτω στιχούργημα
(και όχι τερατούργημα ! ελπίζω)

Θέλει τον ήλιο μοίρα στη ζωή του
σαν ποιητής που καίει την φυγή του.
Σαν το πουλί που τρέμει στη βροχή
και τη φωλιά του ψάχνει να κρυφτεί.

Θέλει να βρει Πατρίδα ν΄ αποκάμει
στο στήθος του τον Ιούδα να ξεκάνει.
Ν΄ ανθίσει ένα λιβάδι, κει στη γη του.
Μόνο αυτός να έχει το κλειδί του.

Θέλει να είναι στίχος σε αλάνα.
Φωνήεντα όταν φωνάζει μάνα.
Να ναι το ποίημα, που δεν μπορεί
από το μίσος να ξεκλειδωθεί.

Κι αν δραπετεύσει στίχος με μαχαίρι.
Καταραμένος θα ΄ναι, πιάσε βουλοκέρι.

Θέλει εσύ να υπάρχεις, και να ελπίζεις
Κι αν στη φωτιά σε σπρώχνουν, μη λυγίζεις.
Οι στίχοι του αγγέλοι που πετούνε
του άλλου κόσμου κάποιους καρτερούνε.

Του ποιητή μας είν΄ αυτά τα θέλω
Μαστιγωτές πουτάνες σε μπορντέλο.
Με το μολύβι σβήνει τη ζωή
μα πριν πεθάνει έχει αναστηθεί.

Παρακάτω ακολουθεί η στροφή που κόπηκε από τους εγκάθετους της Κυβέρνησης. Η λογοκρισία επανήλθε. Η ανάγνωση της στροφής επιτρέπεται σε άτομα 18+

Κι οι πόρνες που συχνάζουν στα σαλόνια
Γραβάτες βάλανε και παντελόνια
Ο σάκος του λαού δεν έχει απίδια
Κι αυτούς τους αφαιρέσαν τα ,,,καρύδια