Σάββατο 30 Μαρτίου 2019

Ο σφαγέας του Όρλιακου / Δημήτριος Γκόγκας




    
Ο κουρνιαχτός είχε αρχίσει να κοπάζει από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει. Τα παιδιά κρύωναν και προσπαθούσαν να προφυλαχθούν μπαίνοντας κάτω από κοφίνια και ψάθες. Είχαν μουσκέψει τα πάντα και η μετακίνηση δυσκόλευε. Το χώμα λάσπωσε και τα ζωντανά μετά βίας τραβούσαν τα κάρα. Λίγο ακόμα όμως. Μέχρι και το Σιβρί* είχε μείνει πολύ λίγος δρόμος.
     Είχανε ξεκινήσει από τα Γρεβενά. Ο τόπος εκεί, κάτω από το βουνό, τον Όρλιακα είχε γίνει επικίνδυνος. Οι Τούρκοι με συνεχή γιουρούσια, έκλεβαν, βίαζαν γυναίκες και σκότωναν όποιον τους αντιστεκόταν ακόμα και με τον λόγο. Από αυτή την κατάσταση δεν γλίτωναν ούτε τα μικρά παιδιά, που καταντούσαν γενίτσαροι του στρατού τους.
      Αφού ξημέρωσαν όπως – όπως, κίνησαν με μια τελευταία ανάσα για να φτάσουν στην κορυφή. Εκεί ψηλά, δεν θα τους ενοχλούσε κανείς. Ούτε και ο θεός ο ίδιος! Βάλανε τα δυνατά τους, έζεψαν και πάλι τα ζώα, βοήθησαν οι νέοι με όλη τους την δύναμη, οι γυναίκες στις προετοιμασίες των φαγητών, βοήθησε και ο ατάραχος ήλιος. Πήραν το μονοπάτι από την περιοχή του Πέγκου* και πριν ο ήλιος δύσει ύψωσαν τα χέρια τους προς τον μεγαλοδύναμο. Η πορεία τους προς την νέα Πατρίδα, είχε πάρει τέλος. Εδώ θα στέριωναν.
      Η κάθε μια από τις δέκα οικογένειες διάλεξε και πήρε από ένα ξέφωτο ανάμεσα στα πουρνάρια και τα μικρά δένδρα του βουνού. Ο Δημητρός μα την γυναίκα του, την Πασχαλίνα πήραν έτσι νόμιζαν το καλύτερο. Το πιο ασφαλές ναι, αλλά όχι και το καλύτερο. Μάντρωσαν τα λιγοστά πρόβατα που έφεραν μαζί τους, δυο τρεις κότες και έναν πετεινό, τις δυο τους αγελάδες και ένα άλογο. Τον πρώτο καιρό, σπίτι τους ήταν το κάρο. Σιγά – σιγά, όπως και οι υπόλοιποι άρχισαν με ότι έβρισκαν, πέτρες, ξύλα και λάσπη να χτίζουν το σπιτικό τους. Σε λιγότερο από δύο μήνες, είχανε υψώσει ένα δωμάτιο, μια υπαίθρια τουαλέτα, στάνη για τα ζωντανά και ένα μικρό κήπο για λαχανικά. Τώρα χρειάζονταν οπωσδήποτε, να βρούνε μια σταθερή πηγή για νερό, τόσο για αυτούς όσο και για τα ζώα.
        Ο κοντινότερος τόπος για νερό, ήταν το ρέμα που περνούσε από τους πρόποδες του βουνού. Μία ώρα δρόμος να πας και να έρθεις, κάθε μέρα με τις στάμνες στους ώμους. Δύσκολη ζωή και η διαδρομή άρχισε να δυσκολεύει ακόμα περισσότερο, καθώς άρχισαν να διαδίδονται φήμες ότι ακούγονταν περίεργες φωνές μέσα από τα πουρναρόγκαθα και τις απόκρημνες πλαγιές. Ο Δημητρός προσπαθούσε να μην δίνει σημασία.
   «Χάθηκε ο Βαγγέλης Δημητρό» του είπε μια μέρα η Πασχαλίνα. «Κανείς δεν ξέρει τίποτα, μην πας σήμερα για νερό. Έχουμε ακόμα λίγο. Μας φτάνει. Έχω ένα περίεργο σφίξιμο. Μην πας» Και δεν πήγε ο Δημητρός εκείνη τη μέρα. Το βράδυ μαθεύτηκε ότι εξαφανίστηκε και ο Πετράκης. Τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά. Το νερό λιγόστευε και οι άνδρες αποφάσισαν να κατέβουν σε παρέες ώστε να αντιμετωπίσουν ότι κακό συνέβαινε. Έτσι και έγινε. Την άλλη μέρα, φορτώθηκαν τις στάμνες ο Δημητρός, ο Γιάννος και ο Βενέτης. Κατηφόριζαν μαζί, με φόβο και προσοχή. Δεν θα ήθελαν επ ουδενί να έχουν την τύχη που είχαν οι συνάνθρωποί τους. Ήταν καλοί άνθρωποι και δεν έφταιγαν σίγουρα.
    Λίγα μέτρα πριν από την γούρνα με το νερό, σταμάτησαν έντρομοι μπροστά στη φρίκη που αντίκριζαν. Ο Βαγγέλης και ο Πετράκης κρεμασμένοι ανάποδα από δύο δένδρα, με μεσοκομμένους τους λαιμούς, το αίμα να πέφτει στάλα, στάλα, μύγες και μέλισσες πάνω τους. Δυο τσομπανόσκυλα να γλύφουν το χώμα και να τους κοιτούν με άγρια διάθεση. «Μην πανικοβάλλεστε» είπε ο Δημητρός. «Μην φοβάστε» Πήρε δυο πέτρες και άρχισε να τις πετά προς τα σκυλιά τρέχοντας. Εκείνα τράπηκαν σε φυγή και σταμάτησαν περίπου εκατό μέτρα πιο κάτω.
«Είσαι σκληρός» ακούστηκε μέσα από τα πουρνάρια μια φωνή και έκανε την εμφάνισή του ένα αγρίμι δασύτριχο. Ψηλός δυο μέτρα θα ήταν σίγουρα, με τουφέκι στα χέρια και στους ώμους  του τσεκούρι. Ξεχώριζε το ματωμένο μαχαίρι στο ζωνάρι. «Αυτά παθαίνουν όσοι δεν σέβονται τον τόπο μου. Το ποτάμι και το νερό είναι δικό μου» τους είπε. «Το νερό και τα ποτάμια, είναι του θεού. Υπάρχουν για όλους, όλοι μπορούμε να ζήσουμε!» απάντησε ο Δημητρός. «Κανείς δεν σας κάλεσε, να φύγετε από δω, να πάτε πίσω στο βουνό που σας γέννησε, το πολύ να μείνετε κει πάνω στο Σιβρί» «Εκεί θα μείνουμε, μα θέλουμε τώρα νερό, θα πάρουμε, να πάρουμε και τους φίλους μας και θα φύγουμε» «Οι φίλοι σας σκότωσαν δυο σκυλιά, σαν αυτά που κυνήγησες. Θα πάθετε ότι πάθανε» Και άρχισε να πυροβολά. Ο Γιάννος, έπεσε κάτω, τον βρήκε η σφαίρα στο πόδι. Ο Δημητρός, πριν προλάβει να οπλίσει ξανά, έπεσε πάνω του, έτρεξε για βοήθεια ο Βενέτης, τον ακινητοποίησαν, τον χτυπούσαν στο πρόσωπο με μανία και δύναμη, τον μάτωσαν και το στόμα γέμισε αίμα και σπασμένα δόντια. Τα σκυλιά έφυγαν τρομαγμένα. Τόση ήταν η μανία του Δημητρό.
Πριν τον αφήσουν, πήρε το τσεκούρι και του έκοψε το χέρι. Του το κάρφωσε στο κρανίο και ένα ουρλιαχτό ξεπήδησε από μέσα του. Έσκαψαν γρήγορα ένα λάκκο, τον έριξαν μέσα και τον σκέπασαν με χώματα και κλαδιά. Σταυρό δεν έκαναν. Μην τον ψάξει και κανείς. Ξεκρέμασαν τους δυο συντρόφους, τους εναπόθεσαν κάτω από τα δένδρα, θα κατέβαιναν αργότερα με άλλα δυο άλογα να τους φορτώσουν, να τους γυρίσουν στις στάνες και να τους θάψουν. Οι γυναίκες θα τους έκλαιγαν κατά πως αρμόζει. Πήραν στους ώμους τον Γιάννο, αιμορραγούσε μα δεν ήταν και τόσο σοβαρό. Γύρισαν πίσω, διηγήθηκαν τα συμβάντα και συμφώνησαν πως η ζωή και εδώ θα ήταν το ίδιο επικίνδυνη. Και μάλιστα, από το δικό τους γένος.

*Σιβρί: Βουνό του Στρυμονικού Σερρών
* Πέγκο: Δασώδη περιοχή του Στρυμονικού Σερρών


[Λυγερή γυναίκα...] Ζωγράφος: Μάρω Παπαγεωργίου, Ποιητής ο Δημήτριος Γκόγκας


121 λέξεις για έναν ποιητή (Συνάντηση της 30ης Μαρτίου 2019)



Στον Στέφανο Ζυμπουλάκη

   
   Βρήκα τον χτύπο της ποίησής του απίστευτα ισχνό. Από τα τρίσβαθα της καρδιάς έβγαινε μια βαθιά μελαγχολία και σημείωνε στον χρόνο πως η ψυχή του θα ήθελε να μείνει καθαρή. Στο βλέμμα του η αλησμόνητη πατρίδα. Πως κυριάρχησε έτσι η μοίρα επί του ανθρώπου; Από την Αμμόχωστο, στη  Λάρνακα. Τώρα χωρίς βιολί, χωρίς πέννα, χωρίς μελωδία στη ψυχή και στο σώμα. Τι να ρωτήσεις, τι να σου απαντήσει;
   Κοιταχτήκαμε στα μάτια. Εγώ αμέσως διέκρινα στίχους από τα: «Αναζητήματα», τις «Λευκές Αϋπνίες» τους «Μεταβολισμούς», από το εξαιρετικό «Ιστόρημα» παρέα με το «Χειρ Κυρίου». Στο βάθος της ίριδας τα «Ερωτικά της Εύης», αντάμα με το αφιέρωμα στη μάνα «Λούλα Γιάγκου Ρώσσου» και το γλυκόπιοτο: «Της Πίκρας Μου Βιολί». Αυτός δεν ξέρω τι είδε!

Τετάρτη 27 Μαρτίου 2019

Εξαφανίστε τις γριούλες …



Γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Εξαφανίστε τις άκακες γριούλες που κάθονται δίπλα από σκουπιδοτενεκέδες και πουλάνε πολύχρωμα τερλκίκια. Είναι άκρως επικίνδυνες για το εμπόριο των πολυκαταστημάτων, υπονομεύουν το ακμαίο οικονομικό σύστημα, πράττουν, δρουν ενάντια στις επιταγές της πολιτείας και του κράτους, φοροδιαφεύγουν.

Εξαφανίστε τες, γιατί καθίστανται ύποπτες, καθώς στο βάθος των τερλικιών, μπορεί να κρύβουν, ναρκωτικά, πυροκροτητές, βόμβες, μυστικά έγγραφα του κράτους, παράνομα πακέτα τσιγάρων, ποτά και προκηρύξεις εναντίον της κάθε κυβέρνησης.

Εξαφανίστε τες διότι φορούν τσεμπέρια, κασκόλ και κουκούλες, κρύβουν το πρόσωπό τους και δημιουργούν την αίσθηση ότι ανήκουν στην τάξη των κουκουλοφόρων. Φυσικά και δεν μπορεί να χωρέσει το μυαλό σας ότι μπορεί να ντρέπονται που αναγκάζονται  να βρίσκονται σε τούτη την κατάσταση.

Εξαφανίστε τις άκακες γριούλες. Αλυσοδέστε τες, οδηγήστε τες στα διάφορα αστυνομικά τμήματα, στα δημόσια ακροατήρια απονομής δικαιοσύνης, προσβάλετε τες, μειώστε τες, πάρτε δακτυλικά αποτυπώματα, δημιουργείστε φακέλους με τα στενόμυαλα πνεύματά σας και ύστερα διαμοιράστε το υλικό σας στις σελίδες των Κοινωνικών Δικτύων για να λάβετε ως εξουσία όλα τα μπράβο και τα «έτσι πρέπει» που σας αρμόζουν από τους όμοιούς σας. 

Εξαφανίστε τις γριούλες, γιατί μια λιγότερη σύνταξη, ένα επίδομα ή βοήθημα, ή όπως αλλιώς το ονομάζετε το πενιχρό ποσό που δίνετε, θα ενισχύσει την μικρόψυχη πολιτική σας και θα σώσει το απάνθρωπο σύστημά σας. Το σύστημα που δημιουργεί ανθρώπους σκουπίδια και ανθρώπους προσανάμματα. Την προσοχή σας όμως, διότι τα προσανάμματα βοηθούν πολύ την καύση!!!

το κείμενο δημοσιεύεται και στο ηλεκτρονικό περιοδικό: https://apopsilarnaka.blogspot.com/

Τρίτη 26 Μαρτίου 2019

Τα χελιδόνια της Άνοιξης.../ Δημήτριος Γκόγκας

Τα χελιδόνια της Άνοιξης,
είναι τα όνειρα του χειμώνα.
Τώρα που ανθίζουνε οι πασχαλιές,
λακτίζουν το ανελεύθερο
και μας τραβάνε
στα ψηλά των σύννεφων.

Παρασκευή 22 Μαρτίου 2019

Ο Ιάσωνας της Θοδώρας και το πρώτο φονικό στη Γαλάνη



Σύντομη αφήγηση της γιαγιάς Πανικάβας

«Την ημέρα που μπαίνανε οι Τούρκοι στο χωριό ο Ιάσωνας βρισκόταν στα χωράφια. Είχε ακούσει τις φήμες που κυκλοφορούσανε από δω και απ΄ κει αλλά προτιμούσε όπως και οι υπόλοιποι να μην τις δίνει σημασία. Χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια. Οι τούρκοι θα σας διώξουν από τον τόπο σας, οι Τούρκοι το ένα, οι Τούρκοι το άλλο. Μα ποτέ δεν συνέβαινε τίποτα. Με τις οικογένειες των μουσουλμάνων μια χαρά τα πηγαίνανε. Και στις χαρές και στις λύπες. Βέβαια τον τελευταίο καιρό ακούγονταν πιο έντονα τα νέα για σφαγές και λεηλασίες αλλά και πάλι… Πάντα η έρμη ελπίδα ότι το κακό δεν θα μεγάλωνε.

Είχε δει από μακριά, από το χωράφι του δίπλα από το ρέμα, το σύννεφο σκόνης να σηκώνεται από το ποδοβολητό των καβαλάρηδων και ταράχτηκε. Έπρεπε να τρέξει να προλάβει τη γυναίκα και το παιδί του. Να προλάβει να τους πάρει, να φύγουν στο βουνό, να σωθούνε. Ανέβηκε στο άλογο και δώστου να τρέχει σαν λυσσασμένος. Δεν τα κατάφερε. Στην είσοδο του χωριού, τον σταμάτησαν, τον δέσανε μαζί με άλλους φουκαράδες έλληνες και τους αφήσανε με το πρόσωπο στο χώμα, δεμένους. Από πάνω ένας με καμουτσίκι να χτυπά, όταν κάποιος κουνιόταν. Μόνο να κουνιόταν και έτρωγε μία. Και ξέρεις ε, το καμουτσίκι πονάει. Όπως το γυαλί όταν σχίζει τη σάρκα.

Σαν άκουσε ότι δεν υπήρχαν άλλοι γκιαούρηδες στο χωριό να συλλάβουν, κατάλαβε ότι η γυναίκα του γλύτωσε. Ευχότανε να είχε έρθει μαζί μας, με μένα δηλαδή και τον Πανίκο. Δεν έπεσε έξω. Μαζί μας ήρθε, μα το μωρό το άφησε στην γειτόνισσα. Την Τουρκάλα. Εκείνη της είπε πως άμα κοπάσει το κακό να περάσει να το πάρει. Θα το είχε σαν δικό της παιδί.

Τους έδεσαν τον έναν πίσω από τον άλλο, τους έβγαλαν τα παπούτσια και τους άφησαν ξυπόλυτους να ακολουθούν τα άλογα. Αν κάποιος καθυστερούσε τον χτυπούσαν αλύπητα, μέχρι που η πλάτη του να μάτωνε κι ύστερα τον τουφεκίζανε. Πέντε χάθηκαν έτσι. Από τα μισόλογα κατάλαβε ότι τους πήγαιναν στις φυλακές της Αμάσεια. Τι φυλακές δηλαδή. Ένα τεράστιο περιφραγμένο χωράφι, πέντε έξι δένδρα μέσα και δυο τρία σπίτια και κελιά. Δεν θυμόταν και πολλά όταν τον είδα για πρώτη φορά. Μια τρώγλη για εξήντα αιχμαλώτους, μια κουβέρτα ίσα- ίσα να σκεπάζονται τη νύχτα κι έκαμε φοβερό κρύο τη νύχτα, λίγο φαγητό, χυλός κάθε μέρα. Για μπάνιο μην τα συζητάς. Η τσίκνα μύριζε από μέτρα μακριά. Σιχαίνονταν τον εαυτό τους. Πληγές στο κορμί, φαγούρα, μύγες. Χάνοντας σιγά- σιγά οι αδύναμοι. Προσεύχονταν οι υπόλοιποι.

Πέρασε πάνω από τέσσερα χρόνια στην Αμάσεια, κι ύστερα τους φόρτωσαν σε κάρα αλυσοδεμένους. Τους πήγαν στο Αρνταχάν. Πέντε χρόνια; Θα σε γελάσω. Τα ίδια και χειρότερα. Άλλοι σκοτωμοί εκεί. Άλλοι χαμοί και θάνατοι. Έλεγε δεν θα αντέξει μα τα κατάφερε. Κατά την μεταφορά του στις φυλακές του Αρτβίν, μια μικρή πόλη κοντά στη Γεωργία, το κομβόι δέχτηκε επίθεση, ούτε που θυμάται από ποιους. Ακόμα και τώρα αν τον ρωτήσεις, στις φυλακές της Ξάνθης, δεν θα ξέρει να σου πει. Αυτό που μας έλεγε είναι ότι ένιωσε να του κόβουν τις αλυσίδες και να του λένε τράβα προς τα κει. Ήταν μαζί με άλλους πέντε. Μέσα από χωράφια, και βουνά έφτασαν ποδαράτοι στη Ρωσία, μπήκαν σ΄ ένα καράβι και να στην Ελλάδα. Δεν ήταν δύσκολο να βρει που πήγαν τη γυναίκα τους. Όλοι από κείνα τα μέρη ήρθαμε κατά δω.

Τη Θοδώρα την αγαπούσε. Την αγαπούσε από πολύ μικρή ηλικία. Γειτόνοι ήταν οι γονείς τους. Το καταλάβαιναν και οι δικοί τους. Ούτε φωνές ούτε κλάματα. Τους έδωκαν την ευχή τους και παντρεύτηκαν. Ήρθε και το παιδί, δέκα χρονών παιδί να βλέπει τον πατέρα του να σφάζει με τσεκούρι τη μάνα του. Α πα πα. Τι ψυχή θα παραδώσει ούτε που θέλω να σκέφτομαι.

Τη μέρα του φονικού, η Θοδώρα είχε ετοιμάσει το αγαπημένο του φαγητό. Πατάτες με κρέας στο φούρνο. Φόρεσε και τα καλά της. Ο Ιάσωνας ήρθε αργά από το χωράφι, μέσα στη βρώμα, του είχε ετοιμάσει ζεστό νερό να πλυθεί, του έστρωσε τραπέζι, ήταν εκεί και το παιδί. Οι σκιές έξω από το σπίτι. Πήγαιναν έρχονταν. Χτυπήματα από μικρές πετρούλες στο τζάμι. Ο Ιάσωνας βγήκε με το τουφέκι πυροβόλησε στον αέρα, έφυγαν οι αγαπητικοί. Μια δυο μέρες περνούσαν ήσυχα κι ύστερα πάλι τα ίδια. Μπουκιά δεν κατέβαινε. Της ζήτησε τον λόγο, όχι πως δεν καταλάβαινε. Η Θοδώρα του εξομολογήθηκε τα πάντα. Πως δεν είχε επιλογές, μια ανυπεράσπιστη γυναίκα, μ΄ ένα μικρό παιδί. Που να δουλέψει, που να αφήσει το παιδί. Του ζήτησε να την συγχωρέσει. 
Ο Ιάσωνας ένιωσε τη φλέβα να φουσκώνει, στο μέτωπο να στάζει ο ιδρώτας και το χέρι του ασυναίσθητα να πέφτει σαν καταπέλτης στο κεφάλι της. Δίπλα από το τζάκι το τσεκούρι. Δεν έχασε λεπτό. Το άρπαξε και της το κάρφωσε στο λαιμό. Φώναζε το παιδί, ούρλιαζε αυτός, μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Όλο το χωριό. Και οι αγαπητικοί. Έγινε μια καλή κηδεία. Αυτόν τον μάζεψαν οι χωροφυλάκοι, ακόμα μέσα είναι. Σάπισε από τη στεναχώρια και τον καημό του. 

Το παιδί, μη ρωτάς. Δεν μιλούσε για μήνες. Ύστερα άρχισε και πάλι. Το πήρε ένας του χωριού καλός άνθρωπος. Το φρόντισε καλά. Του έμαθε και γράμματα. Εκείνος ζήτησε συγνώμη μα τι να τι κάνεις τέτοια συγνώμη. Η Θοδώρα πάει, πάει μαζί της και αυτός κι όλη η οικογένειά τους. Να το γράψεις κι αυτό πως ο ίδιος ζήτησε συγχώρεση, μα δεν είχε τη δύναμη να συγχωρέσει. Αυτό ήταν και το λάθος του.»