Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Δημήτριος Γκόγκας: Όταν έσβησε ο πατέρας / Σχόλιο του κ. Κώστα Τσιαχρή


Όταν έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.
................................................
Υπάρχουν τα ποιήματα που τα διαβάζεις και νιώθεις ότι δεν έχουν στάλα αίμα μέσα τους. Ωχρά και πλαστικά. Όσο και να τους δίνεις το φιλί της ζωής παραμένουν ακίνητα. Και σα να τα χωρίζουν συρματοπλέγματα από τον δημιουργό τους. Λες κι είναι από άλλο γενετικό υλικό καμωμένα. Δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν . Φαίνεται η προσποίησή τους.
Αλλά είναι κι άλλα ποιήματα που μετά την ανάγνωση μυρίζεις το αίμα, τον ιδρώτα, την ανάσα, την πληγή, το βογγητό του ποιητή. Είτε απλά είτε περίτεχνα σε προσκαλούν να μπεις μες στα φωνήεντά τους. Να μάθεις γλώσσα απ'την αρχή ,με τους κανόνες της συγκίνησης. Να ξυπνήσεις με το άνοιγμα των δικών τους ματιών. Να κοιμηθείς με το χασμουρητό τους. Ποίηματα που καπνίζουν την αλήθεια μέσα στα πνευμόνια σου.Που δε θέλεις να τα εκπνεύσεις .
Δε χρειάζεται να πω σε ποια φυλή ανήκει το δημοσιευμένο ποίημα. Είναι βαμμένο στο μέτωπό του το σημείο αναγνωρίσεως. Ο μυστικός κώδικας που ενώνει τα αίματα όσων υπηρετούν με ήθος τη γραφή. Δε χρειάζονται πλουμίδια για να πιστοποιηθεί η ιθαγένειά του. Το πρωτόγονο ύφος του θαυμασμού απέναντι σε ό,τι κατατρώει τη θνητότητά μας

Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Χειρούργησε ένα ποίημα... / Δημήτριος Γκόγκας


Χειρούργησε ένα ποίημα, αφαίρεσε το ποιείν από τους στίχους του και θα δεις να απομένει απλώς ένα ερωτηματικό.

Η ποίηση / Δημήτριος Γκόγκας



Η ποίηση
Ραπίζεται
Κολαφίζετε
Πτύεται
Γρονθοκοπείται
Εμπαίζεται
Φραγγελώνεται
Συκοφαντείται
Σταυρώνεται
Τετέλεσται
Αποκαθηλώνεται
Ενταφιάζεται
Ανασταίνεται
Κατά τας γραφάς

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Η ματαιοδοξία των Ποιητών του Δημητρίου Γκόγκα




Δεν θα επιχειρούσα να γράψω για την ματαιοδοξία των Ποιητών, καθώς ούτε φιλόσοφος είμαι, ούτε στοχαστής ούτε έχω σπουδάσει κάποια συγγενή επιστήμη, με λίγα λόγια δεν είμαι ο ειδικός επί του θέματος. Αφορμή και συγχρόνως αιτία στάθηκε η παρατήρηση μιας ποιήτριας σχετικά με το ιστολόγιο που επιμελούμαι αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναρτώ ποιήσεις και πονήματα γνωστών και αγνώστων ποιητών και ποιητριών, αλλά και η σκέψη πως εάν καταστραφεί παντελώς η γη, τότε τι θα απομείνει. Προφανώς ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Πλάτωνας, ούτε η Ακρόπολη, ούτε και καμιά κληρονομιά Ποιητών. Προς τι λοιπόν η ματαιοδοξία μας, προς τι λοιπόν ο ανταγωνισμός προς την τελική δόξα και μάλιστα όταν δεν διαθέτουμε την αυτογνωσία, δεν μας χαρακτηρίζει η σεμνότητα αλλά ο εγωισμός.

Παραφράζοντας τη ρήση ενός Ρώσου Φιλοσόφου του Ρόζανοφ Β. θα γράψω: Τι είναι ποιητής; Μια ξεχασμένη γυναίκα, ένας εγωκεντρικός άνδρας, κάποια  πεινασμένα παιδιά στους δρόμους, ένας θάνατος, δήθεν έρωτες και αγάπες και ματαιοδοξία, ματαιοδοξία, πολύ ματαιοδοξία. Οι περισσότεροι ποιητές γράφουν αυτά που αισθάνεται η καρδιά τους, αυτά που νιώθει η ψυχή τους. Αν όμως αφαιρέσεις τη καρδιά και την ψυχή τι άραγε απομένει; Τίποτα, διότι το σώμα όπου κατοικούσαν η καρδιά και η ψυχή, έγινε στάχτη, χώμα ή βορά κάποιων σκουληκιών και σκαθαριών, φιδιών του κάτω κόσμου.

Μπορούμε να ζήσουμε όμως χωρίς ματαιοδοξία; Μπορούμε να βαδίσουμε τον δρόμο της ποίησης χωρίς να έχουμε μπροστά μας ένα μέλλον όπου θα μείνουμε παντελώς άγνωστοι; Νομίζω πως όχι. Το ύστερο του θανάτου μας απασχολεί όλους και κυρίως αυτούς (όλους μας) που θα ήθελαν να μείνουν στην ιστορία του κόσμου όχι ως ένας από τους αμέτρητους της άμμου κόκκος. Μάλλον προτιμούν τη θέση ενός αδάμαντα.

Όλοι μας λοιπόν επιζητούμε όχι απλώς την αναγνωσιμότητα αλλά έτσι όπως καταλήγουν τα πράγματα την μικρή ή μεγάλη διασημότητα. Στο σπίτι, στη γειτονιά, στη πόλη που ζούμε, στη πολιτεία. Πρόσκαιρή ή όχι αυτή η επιθυμία υποδαυλίζει συνεχώς και ακατάπαυστα τα πάθη μας και δυναμιτίζει  αδιαλείπτως  το ματαιόδοξο της ύπαρξής μας. Χάνεται, εκμηδενίζεται η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η αγιότητα του ελάχιστου.

Και τελικά τι είναι αυτό το χαρακτηριστικό που αγαπάμε. Να μας επαινούν συνεχώς, να ακούμε πάντα ένα μπράβο, (μην μπερδεύουμε βέβαια την ανάγκη του ανθρώπου για επιδοκιμασία, Αυτή όμως η ανάγκη έγκειται στη σφαίρα της σοφίας τόσο του απλοϊκού ανθρώπου όσο και του επιστήμονα, όσο και του ποιητή) ή να μελετούμε τα βήματά μας με τέτοιο τρόπο , ώστε να αποφεύγουμε τις φαυλότητες και τις ακολασίες της γλώσσας και να αισθανόμαστε χρήσιμοι για αυτό που κάνουμε και υπερήφανοι συγχρόνως.