Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2021

Δ. Δημήτριος Γκόγκας: Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

 




Τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας : Υγιή Προιόντα! ...της ποιητικής συλλογής του Δημητρίου Γκόγκα : ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ/ (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

ΔΥΟ ΞΥΛΑ
 
Ήμασταν φίλοι
και τώρα εχθροί
 
δυο ξύλα σ΄ ένα σταυρό
 
Η ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ
 
Την κάλεσαν ως νέα ποιήτρια να πει την γνώμη της.
Όχι πως την είχαν ανάγκη
αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια.
Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή
εξέδωσε μια συλλογή  ποιημάτων.
Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς.
Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο
και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς.
Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε.
Πήρε την θέση με το όνομά της.
Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του ...πνεύματος.
Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά.
Έπλεξε τα δάκτυλά της.
Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο.
Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε.
Ζήτησε νερό.
Δεν της φέρανε.
-δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριες-
Έβηξε και πάλι.
Ο καημός την έπνιγε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους.
Ξέπλεξε τα δάκτυλά της.
Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της.
Την φόρεσε στο λαιμό.
Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν.
Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα,
πιο σφιχτά για να την πνίξουν.
 
 
 
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ
 
 
Περπατάμε στους δρόμους
Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα.
Πότε σου πιάνω το χέρι
και πότε  το αφήνω (ιδρώτας)
Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες
για τις δολοφονίες μας
και δολοφόνους για ενόρκους.
 
 
 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
 
 
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
 
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
 
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.
 
Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.
 
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
 
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
 
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;
 
 
 
ΛΑΡΝΑΚΑ  ΚΥΡΙΑΚΗ ΠΡΩΙ
 
 
Λάρνακα, Κυριακή πρωί.
Η πρώτη μέρα της εβδομάδας.
Η  τελευταία της ανθρώπινης ξεκούρασης.
 
Κάτι τελειωμένοι από την ανοησία συνάνθρωποι,
δεν έχουνε προχωρήσει δα και τόσο πολύ
πάνω στης ζωής μας την σοφία,
κείτονται στην αφυδατωμένη παραλία,
πρόσκαιρα νεκροί
(άλλοι νομίζουν ότι περπατούν τρικλίζοντας)
έχοντας εξευτελίσει ότι είναι
στο μάταιο της διασκέδασης
στην πυρά της μέθης.
 
Και άλλοι, προχωρημένης νιότης
με τα λιγδωμένα έντερα να έχουν πάρει
το δρόμο της καύσης, κάνουνε πιάτσα
μέσα στην οσμές των κατουρημένων  θάμνων
στο Ταχυδρομείο της πόλης
(όπου σεμνότυφοι και άλλης λογής ηθικοί πολίτες
ταχυδρομούν τις σκέψεις και τις συναλλαγές της ζωής τους,
μα όχι σήμερα Κυριακή)
πιάνουν το χέρι μια μαυρούδας
για να γευθούν το βρώμικο της ηδονής
όπου η λίρα έχει το λόγο
κι ο λόγος κατοικεί
στην φαυλότητα και την ανοησία μας.
 
Η ζωή φυσικά και συνεχίζεται.
Ας φύγω τρέχοντας απ΄ το θέαμα
των Φοινικούδων αρένα
διότι πλησιάζουν και απειλητικά
οι μαύροι τύποι της τροχονομίας.
 
Τα έσοδα και φέτος ήταν περιορισμένα
όπως και της ζωής μας τα πλούτη.
 
 
ΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙ
 
Ένα περιστέρι
περνά ακόμα ένα
μετρώ τρία περιστέρια
κι ύστερα ψηλά γεμίζει άσπρα περιστέρια
χωρίς ένα τόπο να διαβούν
χωρίς μια φωλιά να ξαποστάσουν
στο ράμφος τους μια μπουκιά ψωμί
ανάμνηση από ειρήνη.
 
Πίσω απ΄τα μάτια μας
πίσω απ΄τον ουρανό
πίσω από κείνο τον τοίχο
πίσω από όλα όσα είναι τοίχος
ζει μια ειρήνη.
 
Δος μου να γευτώ μια στιγμή,
μέσα από τα μάτια σου
πάνω στον ουρανό
μέσα από κείνο τον τοίχο
πέρα από όλα όσα είναι τοίχος,
την ειρήνη.
 
Βράδιασε
ξημέρωσε
χτυπάς τον τοίχο να διαβείς
μα πριν σε ακούσει ο θεός
ας είναι οι άνθρωποι.
 
 
ΣΤΗΡΙΞΗ
 
Θέλω ν΄  αγκιστρωθώ στα γκρεμνά ακροστόμια σου
όπως ο χρόνος πάνω στη ασίγαστη γαλήνη,
να κτυπήσω με την σκαλισμένη άκρη του νυχιού ,
τ΄ ανθεκτικό  καβούκι του πόνου σου
για να  καρφώσω με την περίσσεια αγάπη μου
την δειλή Αχίλλειό του πτέρνα.
 
Γλυκοστεναγμέ μου
πενθείς κι η ελπίδα της ζωής
στενάζει στο κουρασμένο βλέμμα σου.
 
Έλα
κι αν το μπορείς
κάμε το δάκρυ αργοκίνητη νιφάδα.
Ήλιος χαλκός  εγώ,  π΄ αγγίζω τη μαβιά μέρα σου
μαδώντας ένα- ένα τα πέταλα και το γλυκοχάραμα.
 
Κι ακόμα- ακόμα
το δείλι μαχαίρι στις παρυφές της νύχτας
μας κόβει σου λέω, μας κόβει γλυκά
όπως ο πόνος-πληγή βαθειά στη ψυχή-
τα φλογισμένα στήθια μας.
 
 
 
ΕΚΛΟΓΗ ΣΥΝΕΝΟΧΩΝ
 
Κάθεσαι στον καναπέ σου
(τον αγόρασες θυμάμαι, 
εσύ ούτε που το είχες λογαριάσει, 
σε τιμή ευκαιρίας, 
πάντα έτσι έλεγες)
και κλαις.
Με μια κίνηση, 
να έτσι 
κόβοντας τον αέρα,
κλείνεις και την κουρτίνα στον ήλιο. 
Σε λίγο πεθαίνεις και με λυγμούς 
Φωνάζεις: «Φοβάμαι τη ζωή» 
Δεν είναι ζωή ο θάνατος!
Άλλη ώρα θα το συζητήσουμε!
Το χτύπημα στη πόρτα
Σου σκούπισε αστραπιαία το δάκρυ 
Μην σε δούνε κλαμένη. 
Ντρέπεσαι. 
Ντρέπεσαι για τη ψυχή σου
Χρόνια μια φοβισμένη ζωή, κατοικούσε μέσα σου. 
Ή όχι;
Τώρα γινήκατε δύο
Και κείνος 
είχε φύγει τρέχοντας απ΄ τους δρόμους
Κλείστηκε στις μουχλιασμένες κάμαρες 
Μες τις ζωντανές κολάσεις
Όπου οι ψυχές καθαγιάζονται 
Μονάχα με γραφές.

Παρασκευή 26 Νοεμβρίου 2021

Το σπίτι στην άκρη της πόλης / Δημήτριος Γκόγκας


Διάκριση  στην Κατηγορία Διηγήματος 
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ

     
Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταίο σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη  με αγάπη, γεμάτη λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βιγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.
     
     Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό βοήθεια. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.
    
     Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, Τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα, ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες, τις τάισε και τις μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγία η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  
   
     Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς, ένα από τους δεκάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.
      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης.
       
     Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 
    
     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη κα δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

     Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή.




Τετάρτη 24 Νοεμβρίου 2021

«16 αριθμοί και 24 γράμματα» : Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-6-40) /(e-book))Α΄μέρος: 16 αριθμοί..


16 αριθμοί ισούνται με το οξυγόνο
 
 
 
 
Στο μισό του δρόμου το τέλος αργεί ακόμη
 
 

 
1.        
 
Στο μικρό δωμάτιο,
μέτρησε τέσσερις
άσπρους τοίχους.
Ψηλά ο ουρανός.
«Ήρθε η Άνοιξη», σκέφτηκε.
Τους έβαψε γαλάζιους
και πνίγηκε στη θάλασσα.
 
2.        
 
Στο σκονισμένο κομοδίνο
είχε ξεχάσει τα σκουλαρίκια της.
Με χάλκινες ζωγραφιές.
               Σε κλουβί,
μικρά πουλιά
είχαν τα φτερά της.
Το ίδιο βράδυ
πέταξαν μακριά.
 
3.        
 
Ήθελε πάντα
να περπατήσει
κάτω απ΄ τους ήχους της βροχής,
με μια ομπρέλα να γέρνει
στον κυρτό της ώμο.
Κάποια ημέρα
έβρεχε πολύ
από το χάραμα,
πήρε απ΄ το μπαούλο την ομπρέλα,
την έβαλε με προσοχή στον ώμο,
η βροχή σταμάτησε ευθύς.
 
4.        
 
Η δουλειά που είχε
δεν τον ευχαριστούσε απόλυτα.
Κρύφτηκε με επιμέλεια
πίσω από τη φράση: δόξα τω θεώ
που έχω δουλειά.
«Αυτονόητο»,
μονολόγησε,
και συνέχισε να μαζεύει
τα σκουπίδια του Δήμου.
Κάπου – κάπου κοίταζε
τον κόσμο που περνούσε
βαδίζοντας
στην κορυφογραμμή των βλεφάρων.
 
 
5.        
 
Το είχε αποφασίσει από βραδύς.
Μόλις ξημερώσει θα συγυρίσει
το σπίτι.
Σηκώθηκε,
ήπιε κρύο καφέ,
έκανε ζεστό μπάνιο,
έβαψε είκοσι νύχια,
είδε τηλεόραση,
ντύθηκε αργά,
βγήκε έξω στην πόλη.
Συγύρισε τον εαυτό της,
δεν ήθελε να λερωθεί.
 
6.        
 
Την αγαπούσε,
ήταν σίγουρο.
(σίγουρο;)
Μα ακόμα περισσότερο,
τα μικρά του βράδια,
τα κουρασμένα εκείνα βράδια
όταν πονούσε το κορμί του,
την αγαπούσε με την απουσία της,
ακόμα πιο πολύ.
Κι απουσία τώρα είχε γίνει μόνιμη,
σαν τον κισσό σ’ ένα παράθυρο ανοιγμένο.
 
 
 
7.        
 
Ο διπλανός ζούσε στην αίγλη
του έρωτα.
Ήξερε το λυγερό κορμί της
πιο πολύ κι απ΄ το δικό του.
Υμνούσε τον έρωτα.
Σ΄ ολάκερο το σπίτι
οι ήχοι του
κεντούσαν στο μεσότοιχο.
 
Όμως το αν μ΄ αγαπάς και σ’ αγαπώ
 σταματούσε
μόλις τα σώματα εξαγνίζονταν
    στη δίνη της φωτιάς.
 
Ο έρωτας ήταν
τοίχος που τους χώριζε.

 
 
8.        
 
Βλέπω,
σαν ανοίγω τα μάτια μου,
τα δικά της μάτια
πάνω στ’ αρώματα της μέρας.
Πως αγαπά τα μάτια της!
Βλέπω τον ήλιο
συντροφιά της,
καθώς μυρίζει το πρωινό
κι κείνο το φεγγάρι.
Το φεγγάρι με τη νύχτα του,
το φεγγάρι
που κρεμιέται στη ζώνη της.
Μα δε βλέπω τη μέση της.
 
 
9.        
 
Αυτή η  αναμονή
δεν είχε ποτέ μια γεύση γλύκας
στην γωνία που σε περίμενα.
Φούσκωνα
και ησύχαζα
καθώς πρόβαλες
με στητή την ομορφιά.
Πως μπορώ
να μη ρίξω
σε τούτο το διάβα σου
την προβιά μου
και να απλώσω
τους πόθους της αγάπης μου,
καθώς τα σπίτια γύρω μου
σβήνουν τα φώτα
και κοιμούνται;
 
10.      
 
Κάτω απ΄ τις  σκιές
των ματοτσίνορων,
τα μάτια μου
πεταμένα σε χωματιές.
Είχαν δει τόσα!
Στις γύψινες ακτές,
με μαζεύουν οι ρακοσυλλέκτες.
 
 
 
11.      
 
Πήραμε τον δρόμο
για το κρεβάτι.
Σε κρατώ απ΄ το χέρι.
 
Περπατάμε με τη μουσική
και την ποίηση
μέχρι την άκρη.
 
Πολλές φορές
τις αφήνουμε μόνες στο σπίτι.
Στη μοναξιά τους
όπως και τη δική μας.
 
 
 

 
12.      
 
Στο ιατρείο η μέρα ήταν αλλιώτικη.
Μυστικές αγωνίες.
Ο σφυγμός της πόρτας
που έτριζε.
Το σπαρτάρισμα
ενός χαλασμένου θερμόμετρου,
επιτάχυνε τους κτύπους τις καρδιάς μου.
Για σένα!
 
Ο επόμενος παρακαλώ!
 
Στο χτύπο του κρεμασμένου ρολογιού
ένα βήμα ακόμα μπροστά,
για τη ζωή,
για τη ζωή και τοθάνατο.
 
13.      
 
Στην εποχή που ζούμε,
-χωρίς ανάσες-
στο μισό του δρόμου,
στα μισά της λευτεριάς
στο μισό των δικαίων
στο μισό του ονείρου
στο μισό που καίει το χώμα,
η επανένταξη αργεί.
 
Και θ΄ αργήσει ακόμα,
είπαν οι σοφοί του κράτους.
Κούνησε το κεφάλι ο κόσμος.
 
Ζούμε με την ανάσα μας μισή.
 
 

 
14.      
 
Βρείτε τη φωνή.
Φωνάξτε.
Το νύχι υνί.
Σκάψτε.
 
Στης αυγής το τέλος,
το τέλος αργεί ακόμα.
 
Πολύ φοβούμαι
ότι στην τελεία της διαδρομής,
θα ζητωκραυγάσουν
δικαιωμένοι πως νικήθηκαν.
Στην πολυθρόνα τους τα λάβαρα.
 
 
15.      
 
Οι καρδιές λειτουργούσαν
ηχεία.
Σε χαμηλή πτήση.
Έλικες .
 
Η καρδιά μου, κοίτα να δεις δούλευε!
 
 
16.      
 
Περίμενε ν΄  ανθίσει η γαρδένια.
Δυο χρόνια περίμενε.
Αναρωτήθηκε!
Ίσως και περισσότερο.
Αυτή την Άνοιξη,
πήγε και αγόρασε μιαν ανθισμένη.
Δεν άντεχε άλλο χρόνο χωρίς λουλούδια.



https://www.openbook.gr/16-arithmoi-kai-24-grammata/