Τρίτη 5 Απριλίου 2022

ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ* του Δημητρίου Γκόγκα





1

Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων
και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα
συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό
να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,  
που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,
τους ονομάσανε πρόσφυγες
και στις έννομες πράξεις και τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.
Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.
Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.

2

Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο,  σε βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.
Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με,  που δεν σε γνώρισα.
Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!
«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.
Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!

3

Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,
φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,
οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,
οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.
Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.
Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,
να δούνε στους χρόνους της σιωπής,
γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,
όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ξωπίσω,
ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,
κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.
Και δεν βρήκανε αποδείξεις  και υπογραφές
και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,
στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.
Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό
και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.

4

Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς
κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,
πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.
Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας
τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,
κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.
Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,
αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,
πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,
παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,
τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές
και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά
και θλιβερούς ημισελήνους.

Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,
αγέννητες οι λεμονιές
και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.
Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,  
οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,
στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,
κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.
Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.

5

Κι έμεινε μισό αιώνα,
κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,
στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.
Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών
και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;
Μήπως σκιές αζήτητες  στα παζάρια των λαών,
αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;

6

Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.
Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!
Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!


 * Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης του ΕΠΟΚ με θέμα "ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ" / 2020

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

ΔΙΕΞΟΔΟΣ* του Δημητρίου Γκόγκα

 Το ποίημά του "ΔΙΕΞΟΔΟΣ" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού "ΚΕΛΑΙΝΩ" /2020


 

Όσο πλησίαζε η αναμενόμενη επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου.
Που να πάει;
Φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
 
Η λιπόσαρκη σκιά του, 
όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο.
Μια στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
αλλόκοτη ανησυχία.
 
Δεν υπήρχε Πακτωλός, άφαντος ο Αχέροντας.
Μια Κερκόπορτα ρημαδιό
κι αυτή σε σελίδα ενός ευαγγελίου.
Σφαλιστή.
Λιώμα το αιμάτινο βουλοκέρι.
Γέλωτες και μειδιάματα οι πολεμόχαροι οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
 
Πήρε δυο χάλκινα άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
 

ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ ΤΟ ΚΑΡΑΒΙ * / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


* Γ΄Βραβείο στον 10ο λογοτεχνικό διαγωνισμό 
του ΕΠΟΚ στην κατηγορία: Μουσικός Στίχος



Γι αυτή τη πόλη του βορρά δείξτε συμπόνια, γιατί ένας μύθος μες στη θάλασσά της ζει.
Είναι ένας μύθος που κραδαίνει χίλια χρόνια  και αναβλύζει μία αύρα μυθική.
Κάποιο καράβι με τρεις- τέσσερις εμπόρους, πρωί σαλπάρισε με τ΄ άσπρα του πανιά.
Τριακόσιοι αμφορείς γεμάτοι σπόρους, στ΄ αμπάρι του  γλυκόπιοτα κρασιά.

Κακή του τύχη λίγο έξω απ΄ το λιμάνι, ο Ποσειδώνας με την τρίαινα χτυπά.
Η μαύρη θάλασσα την ψυχραιμία χάνει και καταπίνει ότι στη ράχη της πετά.
Δέκα αιώνες σ΄ ένα ύπνο βυθισμένο, από το σκότος λίγο ήλιο πεθυμά.
Το ξύλινο κορμί μονάχο, σαπισμένο και το κατάρτι σε κομμάτια ξεψυχά.

Ένας τενόρος βουτηχτής μ΄ ένα αγκίστρι, σε χρόνο διάφορο το βρήκε μιαν αυγή.
Δένει την πρύμνη και την πλώρη μ΄ ένα δίχτυ και τ΄ ανασταίνει η φωνή του ν΄ ακουστεί.
Οι ναυτικοί που χάθηκαν μαζί του, φαντάσματα στου κάστρου τις ρωγμές.
Μικρά αστέρια στην βαριά αναπνοή του, σαν ζωντανεύουν στο κατάστρωμα ψυχές.

Κι ο Ανδρέας* που το βρήκε να κοιμάται, με τη μάσκα του, του έδωσε πνοή.
Γι αυτή την πόλη που το δένει να λυπάσαι, γιατί βρίσκεται σε μαύρη κατοχή.
Το καράβι σου Κερύνεια θυμίζει, μια ειρήνη που βυθίστηκε νωρίς.
Μια ειρήνη που τη χώρα σου χωρίζει. Δυο κομμάτια που αιωρούνται επί γης.




*Ανδρέας Καριόγλου: Ανακάλυψε το ναυάγιο το Νοέμβριο του 1965 σε μια κατάδυσή του.Όταν αναδύθηκε δεν άφησε κάποια σημαδούρα με αποτέλεσμα να χάσει τα ίχνη του. Με το χρόνο  βούτηξε πολλές φορές  ώσπου κατάφερε να το ξαναβρεί το 1968.

Κυριακή 3 Απριλίου 2022

Οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες του Δημητρίου Γκόγκα


 
ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΠΟΥ ΑΓΚΑΛΙΑΖΑΝ ΚΟΛΟΝΕΣ
 
Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των άηχων λέξεων
αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους.
Κάτω από σεμνότητα και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις.
Όσα σκιερά χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα κοινά ποτήρια
δίναν πρόχειρα τη θέση τους στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων,
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
 
Έτσι πορεύονταν, σκυφτές, κυρτωμένες,
κάτω από το λιγοστό φεγγάρι και από τις πισσωμένες κολόνες.
 
Το γλαυκό νερό στο ποτήρι, έπαιρνε χρώμα από τη αλύτρωτη σήψη,
από την ανοικτή πληγή της σήψης τους.
Το ξεθωριασμένο καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα.
Μικρά ανήλιαγα και σκόρπια μεγάλα διαλλείματα κι η επιμονή μεσουράνημα.
Αγκάλιαζαν ζεστά την κούραση σαν το τρίτο αποδεκτό στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η ακάματη κούραση και το κυπαρίσσι κολόνα.
 
Στους κενούς ήχους και τις λέξεις κραυγές, καθώς καθάριζαν,
έπλυναν το άσπρο κάτασπρο, τίναζαν τις εκκωφαντικές έννοιες.
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν σιωπηλά, με το δασύ φρύδι ανασηκωμένο.
Καθώς,ως το κρυφτό του φεγγαριού,
δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το μαύρο τσεμπέρι
έπιαναν τη σφαδάζουσα μέση με το ‘να χέρι
και ο μακάριος κάματος έδερνε σαν καμουτσίκι την μεθυσμένη ανία,
έκαμε,ηλιοκαμένη, την πανώρια εμφάνιση της, η κατάρα.
 
Το βράδυ, οι γυναίκες που αγκάλιαζαν κολόνες,
έπρεπε να είναι και πιστοί σύντροφοι.




https://booksitting.wordpress.com/2019/09/29/%ce%bf%ce%b9-%ce%b3%cf%85%ce%bd%ce%b1%ce%af%ce%ba%ce%b5%cf%82-%cf%80%ce%bf%cf%85-%ce%b1%ce%b3%ce%ba%ce%ac%ce%bb%ce%b9%ce%b1%ce%b6%ce%b1%ce%bd-%ce%ba%ce%bf%ce%bb%cf%8c%ce%bd%ce%b5%cf%82-%ce%b4%ce%b7/comment-page-1/?unapproved=1393&moderation-hash=b8527c3d331919dc82111bf80696ff83#comment-1393 

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ, γ΄έπαινος στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή, Μανδραγόρας.

Στον διαγωνισμό ποίησης που προκήρυξαν για το 2018 
ο Πειραϊκός Σύνδεσμος, 
και το λογοτεχνικό περιοδικό για την Τέχνη και τη Ζωή:
 Μανδραγόρας.
το ποίημά : ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ 
έλαβε τον γ΄έπαινο. 

ΣΤΗ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗ ΤΩΝ ΞΥΛΩΝ

Προσπαθώ να συγκρατήσω την ορμή των εικόνων.
Μία αργά, ύστερα άλλη.
Μην τις λαθέψω
και μαζί τα χρώματα, τις μυρωδιές,
τις λέξεις μην αλλάξω, τις λεζάντες του χρόνου.
Το τσεκούρι στον ώμο κι ένα τραγούδι στη πλαγιά.
Το σχοινί στο χέρι κι ύστερα μια θηλιά στο λαιμό.
Το παγούρι στη ζώνη κι ύστερα η λειψυδρία στο σπίτι.
Το ψωμί στη πετσέτα κι η μυρωδιά της ζωής μέχρι την άβυσσο.
Δεν θέλω τώρα να παρακαλέσω
στην αναπηρία ποιος θα μου κόψει τα ξύλα,
ποιος θα τα ζυγιάσει
κι ύστερα τα στοιβάξει
κάτω από τη σόμπα.
Πυροτεχνήματα τα χρώματα,
οι μυρωδιές προσανάμματα,
οι λέξεις σπίθες.
Κι ένα ποίημα πελεκητό
ανάμεσα στα πευκόξυλα,
τις κομμένες οξιές
και τις τσακισμένες γλώσσες.

Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ / Δημήτριος Γκόγκας


γ΄ Βραβείο στην Κατηγορία Ομοιοκατάληκτου Στίχου
στον 9ο Παγκόσμιο Διαγωνισμό του ΕΠΟΚ




Η ΚΥΡΙΑ ΑΦΡΟΔΙΤΗ ΑΠ΄ΤΟ ΒΑΡΩΣΙ
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ξημερώνει μ΄ εφιάλτες τις αυγές.
Είχε ανοίξει το παράθυρο και πόσοι,
φεύγανε πριν καν αχνίσει ο καφές.
Απ΄ το βάθος ακουγότανε μπαρούτι.
Των γειτόνων οι φωνές ακόμα ζουν.
Είχε αφήσει στα σεντούκια της τα πλούτη.
«Τα ψαράκια λες στην γυάλα θα πνιγούν;»
Την ποδιά, μόλις που πρόλαβε να βγάλει.
Άρπαξε όπως – όπως τα παιδιά.
Είχε ανάψει το καντήλι, «αχ θα σβήσει»
Ο εχθρός κρατάει τώρα τα κλειδιά.
Τόσα χρόνια μια καρδιά θρυμματισμένη.
Το ζουμπούλι της θυμάται και πονά.
Είν΄ ορθή, μα στέκει φοβισμένη
για το μέλλον που ο χρόνος της κεντά.
Η κυρία Αφροδίτη απ΄ το Βαρώσι,
ασπρισμένα έχει τα ξανθά μαλλιά.
Ρούχα του ανδρός της να διπλώσει,
που αγνοείτο απ΄ την πρώτη τουφεκιά.
Μες στη ζύμη ένα δάκρυ έχει πέσει.
Ένας ίλιγγος της είπε: γεια χαρά!
«Το γλυκό μέσα στο φούρνο έχει δέσει;»
Της ρωτάνε όσοι απόμειναν σιμά.
Με το χέρι της το σύννεφο σκορπάει,
που της σκέπασε το βλέμμα σαν σκιά.
Ένας ήχος μες στο στήθος σπαρταράει,
σαν το θρόισμα των φύλλων στον βοριά.
Του ανδρός της το μετάλλιο σκουπίζει,
σαν το σώμα που ζητάει να πλυθεί.
Όλοι οι χρόνοι ένα βάρος και λυγίζει.
Δεν γιατρεύεται με άχνη η πληγή.
Γέρνει στην καρέκλα, συλλογιέται
Ας γυρνούσε προς τα πίσω ο τροχός.
Αγκαλιάζει το μαχαίρι και κοιτιέται
έτσι τα ΄φερε η μοίρα κι όχι αλλιώς