Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου / Δημήτριος Γκόγκας


 "Η φθισική εργάτρια" (1889), έργο του Fernand Pélez. Φωτ. © Photo RMN-Grand Palais - F. Vizzavona


 

 

       Κατοικούσα εδώ και πέντε μήνες στον τέταρτο όροφο, μιας παλαιάς πολυκατοικίας, επί της κεντρικής λεωφόρου Μακαρίου στην πόλη της Λάρνακας. Στην πολυκατοικία, κατά κύριο λόγο και ειδικά στους τρεις πρώτους ορόφους στεγάζονταν δικηγορικά  γραφεία, λογιστικές υπηρεσίες, ιατρεία και ασφαλιστικές εταιρείες. Στους δύο τελευταίους ορόφους κατοικούσαν, οικογένειες από τα τέσσερα σημεία του κόσμου. Προσπάθησα να καταγράψω όλους τους ενοίκους, από περιέργεια κυρίως και μέσα σε  σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσα να εντοπίσω οικογένειες από την Ρωσία, την Αγγλία, την Συρία, την Κύπρο και τον Λίβανο. Υπήρχαν βέβαια και μία η δύο οικογένειες που μπορούσαν να περνούν απαρατήρητες και ειδικά αυτή του βορινού διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο.

     Σχέσεις κοινωνικές, γειτόνων δεν μπορέσαμε να αναπτύξουμε ποτέ. Έφταιγε η διαφορετικότητα των χαρακτήρων; η προέλευση από πολιτισμούς και κράτη τελείως αντίθετα, δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς. Καταλάβαινα ότι πλανιόταν αδιόρατα μια καχυποψία της μιας οικογένειας για την άλλη, ίσως και από το γεγονός ότι η παραμονή σε αυτή την πολυκατοικία κρατούσε ελάχιστο χρονικό διάστημα και δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια για ανάπτυξη σχέσεων, γιατί και οι σχέσεις κάθε είδους θέλουν τον χρόνο τους!

      Προσπάθησα με παιδική αφέλεια, αλλά κυρίως περιέργεια να πλησιάσω το διαμέρισμα και να ακούσω ήχους ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο διάδρομος του πέμπτου ορόφου με ξάφνιασε ευχάριστα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους γυμνούς διαδρόμους των υπολοίπων ορόφων. Κρεμασμένοι πίνακες, ομοιώματα έργων μεγάλων ζωγράφων, κυρίως της πρώην Σοβιετικής ένωσης στους τοίχους. Ένα πελώριο χαλί, στην αριστερή πλευρά, αφηρημένης τέχνης, γλάστρες με περίεργα πράσινα φυτά και ένα τεράστιος βασιλικός σε μια άκρη. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευχάριστα, τελείως διαφορετικά από αυτή του τετάρτου, που μπούκωνε από οσμές σοταρισμένων κρεμμυδιών και υγρασίας. Εδώ υπήρχε αρχοντική αίσθηση και αέρας άλλης εποχής.

     Περπάτησα ανάμεσα στα πέντε διαμερίσματα του ορόφου. Στα τρία πρώτα ακούγονταν παιδικές φωνές, τραγούδια από γυναικεία χείλη, τηλεοράσεις να παίζουν. Στο 504 επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ίσως γιατί οι ένοικοι θα λείπανε στις δουλειές τους. Στο τελευταίο, αυτό που με ενδιέφερε, στην βορινή πλευρά του κτιρίου η πόρτα ήταν ανοικτή. Όχι τελείως αλλά τόσο ώστε ο επισκέπτης να μπορούσε να μπει μόνος του χωρίς να υπάρχει ανάγκη να του ανοίξει ο ένοικος. Φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζα, μπορούσα να αναπνέω μια άλλη ατμόσφαιρα και να αφουγκράζομαι μια δεύτερη ανάσα και ένα διαφορετικό χουρχουρητό. Έμοιαζε, ρόγχος θανάτου και είχε οσμή περασμένης ηλικίας. Ο βασιλικός  μου φάνηκε μικρός για να καλύψει την νεκρική μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ, να κάμω ένα βήμα πίσω, όταν αισθάνθηκα το κάλεσμα. «Ποιος είναι , έλα μέσα»

      Δίστασα να σπρώξω την πόρτα. Ποια γυναικεία φωνή, με καλούσε; Ο τόνος της φωνής της φάνηκε απόλυτα οικείος. Σαν να περίμενε κάποιο πρόσωπο. Σημαντικό πρόσωπο για εκείνη. « Έλα πέρασε, σε περιμένω ώρα τώρα» Είχα καταλάβει πολύ καλά ότι η αίσθηση αυτής της γυναίκας ήταν πολύ δυνατή. Το ίδιο και η όσφρησή της. Η περιέργειά μου να την γνωρίσω και να συμπληρώσω το παζλ των οικογενειών της πολυκατοικίας με εξιτάρισε. Ξεπέρασα το πρώτο φόβο, έκανα το απαραίτητο βήμα μπροστά και σπρώχνοντας την πόρτα είπα με δυνατή φωνή; «Καλημέρα, είμαι γείτονας, μένω στον κάτω όροφο. Ξέρετε έκανα λάθος και προχωρώντας στον διάδρομο σας άκουσα»

      «Το ξέρω αγαπητέ μου, εσάς περίμενα τόσο καιρό! «

       Εντυπωσιάστηκα από την φαινομενικά ειλικρινή δήλωση της γυναίκας που αντίκρισα απέναντί μου. Δεν ήταν όμορφη. Συμπαθητική. Η ηλικία είχε αφήσει τα σημάδια του έντονα επάνω της. Τα χρόνια χαρακωμένα, βουτηγμένα μέσα στις αυλακώσεις του προσώπου της. «Κάθισε μου είπε. Εκεί απέναντί μου. Τους επισκέπτες μου θέλω να τους βλέπω , ειδικά τους αγαπητούς επισκέπτες» «Μα δεν με ξέρετε» της απάντησα. «Αγαπητέ μου άδοξε ποιητή της πολυκατοικίας λίγο με ξέρεις. Γνωρίζω τα πάντα για όλους, πόσο μάλλον για σένα που κατοικείς το περισσότερο καιρό εδώ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου προσφέρω κάτι. Αν θες έχει χυμό και νερό στο ψυγείο» «Ευχαριστώ» ψέλλισα «ξέρετε εγώ τυχαία…» πήγα να δικαιολογηθώ

     «Ξέρω είπε, δεν είναι όλα τα πράγματα τυχαία στην ζωή. Η μοίρα παίζει και αυτή το παιχνίδι της. Όσοι έχουμε την δύναμη μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα και καταστάσεις, οι υπόλοιποι την δεχόμαστε. Ανοίγει το σακούλι της και να σου πετάει την τύχη σου. Αν μπορέσεις να την πιάσεις, κινάς μαζί της και όπου σε βγάνει. Έτσι καλέ ποιητή ήρθες και σε μένα. Η μοίρα το ήθελε. Το ήθελα όμως και εγώ»

    Έβηξε, πήρε το λερωμένο μαντήλι από το μικρό τραπεζάκι και έφτυσε μέσα με δύναμη. Εκείνο κοκκίνισε, προσπάθησε να το κρύψει δεν μπόρεσε, κοκκίνισαν και τα δύο της μάγουλα. Κατέβασε τα μάτια, βούρκωσε και τα έκλεισε για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξε ήταν μια άλλη γυναίκα. Πιο γερασμένη. «Πάει καιρός» συνέχισε «που δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω, δεν μπορώ να κάνω απλά καθημερινά πράγματα. Πονώ για αυτό. Μην ρωτήσεις γιατί. Έτσι το θέλησε ο θεός. Καλά να είναι ο άνδρας μου, που μου άφησε πίσω τόσα πολλά ώστε να έχω την δύναμη να αρνούμαι τα ιδρύματα και να ζω με την βοήθεια καλών ανθρώπων, με το αζημίωτο βέβαια, στο σπίτι μου. Δεν μπορώ ποιητή μου να φύγω από αυτό το σπίτι, τόσα πράγματα παραμονεύουν, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δωμάτιο, στα έπιπλα, στους τοίχους. Είναι όλη μου η ζωή, πως να χωρέσει μέσα σε ένα ίδρυμα; «Τράβηξε την κουβέρτα μέχρι τον λαιμό. Κρύωνε κι ας ήταν μήνας Αύγουστος. «Σε περίμενα ποιητή, ξέρω πως γράφεις, να γράψεις κάτι και για μένα. Θέλω να γράψει ο κόσμος κάτι για αυτή την άσημη γυναίκα, που όπως τόσες άλλες άσημες, πεθαίνουν μόνες και έχουν την τύχη να πεθάνουν μόνες. Δεν θέλω κανένα δίπλα μου. Αν ζούσε εκείνος. Τον παρακαλούσα να μην πεθάνει πρώτος και δεν μου έκανε αυτό το χατίρι. Όλα τα άλλα, μου τα είχε προσφέρει. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Έκανα όνειρα για την τελευταία ημέρα της ζωής μου. Να πεθάνω στην αγκαλιά του, να με ντύσει και να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μου τραγούδι. Γιατί ποιητή; Δεν είναι άδικο; Εκείνος κουράστηκε για μένα και πως του το ανταπόδωσε η ζωή; Τον πέθανε, πριν από εμένα. Για αυτό σου λέω, είναι άτιμη η μοίρα μας. Εσύ σκέφτεσαι τον θάνατο;»  Χαμογέλασα αχνά «Είναι νωρίς, δεν έχω προλάβει» απάντησα. «Πρέπει» είπε «Ποτέ δεν είναι νωρίς και ποτέ αργά. Όλα πρέπει να τα μελετούμε»

      «Κυρία Μαρία» ακούστηκε μια φωνή. «Μέσα είστε καλά; Έφερα τα ψώνια. Θα σας δώσω και τα φάρμακα.» Μπήκε μέσα μια νεαρή νοσοκόμα. Γλυκύτατη, με καλημέρισε απορώντας. «Ένας φίλος» της είπε «μην φοβάσαι, φίλος είναι»  Σηκώθηκα να φύγω «Να ξανάρθεις , έχω να σου πω πολλά, όμως πριν φύγεις άκου και τούτο. Πριν χρόνια είχα ένα γιο σαν εσένα. Στρατιώτης όταν ήτανε εκεί στις αλυκές, έγινε Φλαμίνγκο. Δεν το πιστεύεις έτσι. Κι όμως» η αλήθεια είναι αυτή. Βρήκαν το κουφάρι του μέσα στο αλάτι και την ψυχή του με φτερά. Μεγάλη πικρή ιστορία, μα άλλη φορά».

      Της φίλησα το μέτωπο. Είδα το δάκρυ έτοιμο να πέσει από την άκρη του ματιού της. Της το σκούπισα με το ματωμένο μαντήλι. «Θα ξανάρθεις;» με ρώτησε. Κούνησα πολλές φορές το κεφάλι. Καθώς έβγαινα από το σπίτι, πρόσεξα το κουρασμένο κορμάκι της να σκεπάζεται ολόκληρο από τις ριγωτές μάλλινες κουβέρτες. Κι ήταν μήνας Αύγουστος.

      Ο βασιλικός μοσχομύριζε αλλά ο ρόγχος, πλανιόταν μαζί του. Έκοψα ένα κλαδάκι και το έτριψα στον κόρφο. Είχα αποκτήσει την πρώτη φίλη στο νησί.

 

H ποδηλάτισσα του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

 

   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε

 

απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.

 



Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 ) 

Η μάννα που έκλαιγε* του Δημητρίου Γκόγκα

 

    













Είχε παντρευτεί πολύ μικρή, δεν είχε κλείσει τα δέκα οκτώ και είχε βαλαντώσει στο κλάμα. Οι φτωχοί γονείς της για λόγους βιοποριστικούς την έδωσαν σε κάποιον έμπορο, κατά πολύ μεγαλύτερό της. Όχι πως δεν τον συμπαθούσε, γείτονας χήρος και πλούσιος,  αλλά δεν τον αγαπούσε κι δεν μπόρεσε να τον αγαπήσει. Τον σεβόταν όμως, τον σεβάστηκε κι έτσι έλεγε μέσα της πως ήτανε το σωστό.  Δεν είχε κατορθώσει να ολοκληρώσει τα παιδικά της όνειρά. Στα περισσότερα δεν είχε αρχίσει καν να ζει. Ορισμένα τα είχε αφήσει μισά, στην άκρια μιας διαδρομής που είχε διαλέξει να κάμει στην ζωή της. Κάθε τόσο, πίσω από τις ευτυχισμένες στιγμές της, τα μάζευε από την αλάνα της καρδιά της, τα ξεδίπλωνε, τα μύριζε, γιατί ανέδυαν άρωμα τα όνειρά της, βασιλικόν μουρμούριζε, τα προίκιζε με νέο υλικό, με νέες παραστάσεις και προορισμούς, μα σαν έφτανε η στιγμή, εκείνη η στιγμή της επιλογής, φυσούσε ένας άλλος άνεμος, ένας προδότης ψυχρός άνεμος, ίδιος θάνατος και έκλεινε την καρδιά της δυνατά, όπως δυνατά την άνοιγε.

      Γέννησε ένα γιο, μέσα σε αφόρητους πόνους και κραυγές. Ένα μονάκριβο παιδί και ταύτισε τον κόσμο της μαζί του, μετά και τον θάνατο του άνδρα της. Κι όσο προχωρούσε λανθασμένα στην ζωή της, τόσο μεγάλωνε η αγάπη της για το παιδί της. Είχε έρθει από την περιοχή του Κιόνελι, πριν την έναρξη του πολέμου, όταν οι μέρες είχαν αρχίσει να γίνονται από μόνες τους απειλητικές. Άλλαζαν συνεχώς χρώμα, παρά τις επιταγές του ήλιου και του φεγγαριού. Οι γειτόνισσες την παρότρυναν να φύγει πιο νωρίς από αυτές. Γιατί όλοι, θωρούσαν την υγρασία να πλησιάζει, με δυνατούς βοριάδες  και να τρυπά τα κόκαλα και τα κουρασμένα τους κορμιά. Έτσι και έγινε. Έφυγε με τα ποτάμια να τρέχουν στα αυλακωμένα μάγουλά της.

       Ο Ιούλης, την χρονιά πριν την εισβολή, την βρήκε να διαμένει σε ένα μικρό σπίτι στην Αραδίππου. Έπιασε δουλειά, σε μια βιοτεχνία που έκαμε κονσέρβες και έβγαζε τον επιούσιο. Έγραψε το παιδί της στο σχολείο, το πήγαινε και το έπαιρνε η ίδια. Ακόμα και όταν εκείνο μεγάλωσε δεν ξέχασε ποτέ αυτή την συνήθειά της. «Μάννα» της έλεγε, σταμάτα. «Οι φίλοι μου με κοροϊδεύουν» Αυτή δεν απαντούσε. Τον κοίταζε στα μάτια και πότιζε την καρδιά της με υπερηφάνεια και αγάπη. Τι θα έκανε χωρίς τον μικρό της. Πως θα ζούσε όταν θα άνοιγε τα φτερά του να πετάξει; Το παιδί είχε καταλάβει την αγωνία της και την καθησύχαζε. «Θα σε πάρω μαζί μου.

       Ποτέ δεν θα σε αφήσω μόνη» Γελούσε, μα μέσα της ήξερε. Πήγαινε στην άκρη του καναπέ, έσφιγγε στο λεπτό της  χέρι της ένα άσπρο μαντήλι και έπνιγε το  κλάμα και τον πόνο της.

       Ήταν γύρω από το τραπέζι όταν ξεκίνησε το κακό. Η πόρτα τρανταζότανε από τα χτυπήματα των γειτόνων. Σηκωθήκανε, πήρανε τα απαραίτητα και έτρεξαν στο σχολείο. «Είναι μακριά» είπε κάποιος, «εδώ δεν κινδυνεύουμε». Δεν πίστεψε κανείς τίποτα. Έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά. «Μαμά με πονάς» άκουσε. Μα εκείνη το έσφιγγε ακόμα περισσότερο. Αν ήτανε να το βάλλει μέσα της θα το έκανε. Δεν ήθελε να τον χάσει. Τα βουβά δάκρυά της στάζανε στα ρούχα του παιδιού.

        Οι εχθροί, είχανε πλησιάσει πολύ αλλά σταματήσανε, όταν πήρανε τα συμφωνηθέντα. Δεν αναγκάστηκε να φύγει πάλι από τον νέο της τόπο. Τα πράγματα είχανε μπει σε μια σειρά.  Ο μικρός μεγάλωσε, πήγε γυμνάσιο, λύκειο και μετά για σπουδές στην Λευκωσία. Η μάννα δούλευε σκληρά, για να μην λείπει τίποτα από το παιδί της. Είχε πιάσει κι εκείνο, δουλειά σε μια ταβέρνα, έτσι για να βοηθά στα έξοδα του σπιτιού.

        Τα δάκρυα της τα μάζευε με το μαντήλι, τα σφούγγιζε και τα έριχνε μέσα σε πιθάρια. Γέμισε η υπόγεια αποθήκη μικρά και μεγάλα πιθάρια. Κάθε πιθάρι και ένα ολάκερο μοιρολόι. Για τον γάμο της, για τα όνειρά  της, για το παιδί της, για την δυστυχία , την προσφυγιά , το φευγιό του παιδιού, για τα όνειρά της.

        Ένα βράδυ, πλησίαζαν Χριστούγεννα, ο γιος είχε έρθει γεμάτος δώρα και φιλιά να δει την μάννα του. Είχανε κλείσει και τα πανεπιστήμια. Θα έμενε τουλάχιστον δέκα πέντε ημέρες κοντά της. Η μάννα τον υποδέχτηκε με τον συνηθισμένο της τρόπο. Την σφιχτή μητρική αγκαλιά. Μεγάλωσε το παιδί της σκέφτηκε. Του χάιδευε το πρόσωπο.

«Έχει γένια» σκέφτηκε. Σε λίγο θα φύγει πιο μακριά. Μάταια ο γιος προσπαθούσε να την παρηγορήσει. «Δεν θα φύγω μάννα» της έλεγε. «Θα κάτσω σιμά, θα είμαι κοντά σου» Δεν τον πίστευε. Ερχότανε στο νου, σαν εφιάλτες οι δικοί της ξεριζωμοί. Τα όνειρα της , τόσο μακριά από την ζωή. Τόσο κοντά της.

       Τον έβαλε να κοιμηθεί, τον σκέπασε ζεστά και έκατσε δίπλα του. Παλικαράκι , μαθές, αλλά αφέθηκε στην αγκαλιά της μάνας. «Παναγιά μου» είπε «μην τον πάρεις μακριά μου και μην το πας πριν από μένα στον κήπο σου» και δάκρυσε . Η καρδιά σκίρτησε και φούσκωσε το στήθος. Κατέβηκε στο κελάρι. Άδειασε σε μια στάμνα δάκρυα από όλα τα πιθάρια. Έφτιαξε με αυτά ζεστό πρωινό, ζύμωσε το αλεύρι, έριξε στο φαγητό, στον καφέ του. Να ΄χει το παιδί μέσα του,  τα δάκρυα, της αγάπη της, την ζωή της.

       Όταν πέρασαν οι ευλογημένες ημέρες, έκαμε τον σταυρό πίσω του, καθώς τον ξεπροβόδιζε. «Στο καλό να πας» λάλησε και βούρκωσε. Τα δάκρυα του μεσημεριού, στάζανε στο πλατύσκαλο. Είχε ξεχάσει το μαντήλι.

            Σαν είδε τον παιδί της να σβήνει, κουκίδα στον ορίζοντα, έτρεξε προς το κελάρι. Ζαλιζότανε από την ταραχή, από την μοναξιά, από τον αποχωρισμό. Βιάστηκε.  Απρόσεκτα έσπρωξε ένα πιθάρι, κι ύστερα ένα άλλο. Γέμισε ο τόπος δάκρυα και γίνηκε μια λίμνη. Καθώς έσβηνε μέσα στα τρικυμισμένα δάκρυα, είδε την ζωή της βαρκούλα να περνά και πάνω να τραβά κουπί το παιδί της. «Στο καλό να πας και να προσέχεις. Καλό ταξίδι γιόκα μου»

 

 

*Ο συγγραφέας συμμετείχε με το διήγημα : Η μάνα που έκλαιγε, στον Διαγωνισμό πεζογραφίας του περιοδικού «ΚΕΦΑΛΟΣ» κατά το έτος 2020

 


Από την συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις Ανθρώπων ( ISBN 978-9925-7723-2-2 ) 

 

 

 

Πέμπτη 20 Απριλίου 2023

Απουσιάζω από τους χρόνους /Δημήτριος Γκόγκας

 

Ζω στον Ενεστώτα.
Αγνοώ τον στιγμιαίο Μέλλοντα 
κι ο συνεχής με τρομάζει. 
Κάθε μέρα με μια αόρατη κίνηση 
μέμφομαι τους παρελθοντικούς. 

Κάθε αγνοημένος μέλλοντας
μια καινούργια μέρα Ενεστώτα. 
Κι αν στον Μέλλοντα φωλιάζει ο Ενεστώτας
γεννιούνται ο Παρατατικός και ο Αόριστος.
Δεν ξεχνώ τον Υπερσυντέλικο. 
Ποτέ μου δεν τον ξέχασα.
Είναι γεμάτος τύψεις.

Σκιερές ιεραρχίες των χρόνων.
Ήθη και έθιμα που συνετελέσθησαν και συνδράμουν. 
Ιερές εξετάσεις που με αδικούν. 
Συνωμοσίολογίες σταυρωτές
σε ισχυρούς γραμματικούς χρόνους. 

Απουσιάζω σε πρώτο πρόσωπο. 

Λουλούδια στο ρυάκι /Δημήτριος Γκόγκας



Ήταν τυφλός εκ γενετής.
Ήμουν τυφλός εκ πεποιθήσεως.
Αδυνατούσα να δω τα προφανή:
Τον ουρανό,
τη γη,
το νερό,
τη θάλασσα.
Κείνος πως τα μύριζε,
κυρίως πως τα θωρούσε
Άξιο ήταν.
Κι έλεγε,
με το σκοτεινό βλέμμα ψηλά,
πιο ψηλά από μένα,
δες: λουλούδια στο ρυάκι.