Τρίτη 25 Απριλίου 2023

Το διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου / Δημήτριος Γκόγκας


 "Η φθισική εργάτρια" (1889), έργο του Fernand Pélez. Φωτ. © Photo RMN-Grand Palais - F. Vizzavona


 

 

       Κατοικούσα εδώ και πέντε μήνες στον τέταρτο όροφο, μιας παλαιάς πολυκατοικίας, επί της κεντρικής λεωφόρου Μακαρίου στην πόλη της Λάρνακας. Στην πολυκατοικία, κατά κύριο λόγο και ειδικά στους τρεις πρώτους ορόφους στεγάζονταν δικηγορικά  γραφεία, λογιστικές υπηρεσίες, ιατρεία και ασφαλιστικές εταιρείες. Στους δύο τελευταίους ορόφους κατοικούσαν, οικογένειες από τα τέσσερα σημεία του κόσμου. Προσπάθησα να καταγράψω όλους τους ενοίκους, από περιέργεια κυρίως και μέσα σε  σύντομο χρονικό διάστημα, κατόρθωσα να εντοπίσω οικογένειες από την Ρωσία, την Αγγλία, την Συρία, την Κύπρο και τον Λίβανο. Υπήρχαν βέβαια και μία η δύο οικογένειες που μπορούσαν να περνούν απαρατήρητες και ειδικά αυτή του βορινού διαμερίσματος στον πέμπτο όροφο.

     Σχέσεις κοινωνικές, γειτόνων δεν μπορέσαμε να αναπτύξουμε ποτέ. Έφταιγε η διαφορετικότητα των χαρακτήρων; η προέλευση από πολιτισμούς και κράτη τελείως αντίθετα, δεν μπόρεσα να προσδιορίσω ακριβώς. Καταλάβαινα ότι πλανιόταν αδιόρατα μια καχυποψία της μιας οικογένειας για την άλλη, ίσως και από το γεγονός ότι η παραμονή σε αυτή την πολυκατοικία κρατούσε ελάχιστο χρονικό διάστημα και δεν υπήρχαν μεγάλα περιθώρια για ανάπτυξη σχέσεων, γιατί και οι σχέσεις κάθε είδους θέλουν τον χρόνο τους!

      Προσπάθησα με παιδική αφέλεια, αλλά κυρίως περιέργεια να πλησιάσω το διαμέρισμα και να ακούσω ήχους ανθρώπινης δραστηριότητας. Ο διάδρομος του πέμπτου ορόφου με ξάφνιασε ευχάριστα. Δεν έμοιαζε καθόλου με τους γυμνούς διαδρόμους των υπολοίπων ορόφων. Κρεμασμένοι πίνακες, ομοιώματα έργων μεγάλων ζωγράφων, κυρίως της πρώην Σοβιετικής ένωσης στους τοίχους. Ένα πελώριο χαλί, στην αριστερή πλευρά, αφηρημένης τέχνης, γλάστρες με περίεργα πράσινα φυτά και ένα τεράστιος βασιλικός σε μια άκρη. Η ατμόσφαιρα μύριζε ευχάριστα, τελείως διαφορετικά από αυτή του τετάρτου, που μπούκωνε από οσμές σοταρισμένων κρεμμυδιών και υγρασίας. Εδώ υπήρχε αρχοντική αίσθηση και αέρας άλλης εποχής.

     Περπάτησα ανάμεσα στα πέντε διαμερίσματα του ορόφου. Στα τρία πρώτα ακούγονταν παιδικές φωνές, τραγούδια από γυναικεία χείλη, τηλεοράσεις να παίζουν. Στο 504 επικρατούσε απόλυτη ησυχία, ίσως γιατί οι ένοικοι θα λείπανε στις δουλειές τους. Στο τελευταίο, αυτό που με ενδιέφερε, στην βορινή πλευρά του κτιρίου η πόρτα ήταν ανοικτή. Όχι τελείως αλλά τόσο ώστε ο επισκέπτης να μπορούσε να μπει μόνος του χωρίς να υπάρχει ανάγκη να του ανοίξει ο ένοικος. Φοβήθηκα, αλλά όσο πλησίαζα, μπορούσα να αναπνέω μια άλλη ατμόσφαιρα και να αφουγκράζομαι μια δεύτερη ανάσα και ένα διαφορετικό χουρχουρητό. Έμοιαζε, ρόγχος θανάτου και είχε οσμή περασμένης ηλικίας. Ο βασιλικός  μου φάνηκε μικρός για να καλύψει την νεκρική μυρωδιά που έβγαινε από το διαμέρισμα. Δεν πρόλαβα να απομακρυνθώ, να κάμω ένα βήμα πίσω, όταν αισθάνθηκα το κάλεσμα. «Ποιος είναι , έλα μέσα»

      Δίστασα να σπρώξω την πόρτα. Ποια γυναικεία φωνή, με καλούσε; Ο τόνος της φωνής της φάνηκε απόλυτα οικείος. Σαν να περίμενε κάποιο πρόσωπο. Σημαντικό πρόσωπο για εκείνη. « Έλα πέρασε, σε περιμένω ώρα τώρα» Είχα καταλάβει πολύ καλά ότι η αίσθηση αυτής της γυναίκας ήταν πολύ δυνατή. Το ίδιο και η όσφρησή της. Η περιέργειά μου να την γνωρίσω και να συμπληρώσω το παζλ των οικογενειών της πολυκατοικίας με εξιτάρισε. Ξεπέρασα το πρώτο φόβο, έκανα το απαραίτητο βήμα μπροστά και σπρώχνοντας την πόρτα είπα με δυνατή φωνή; «Καλημέρα, είμαι γείτονας, μένω στον κάτω όροφο. Ξέρετε έκανα λάθος και προχωρώντας στον διάδρομο σας άκουσα»

      «Το ξέρω αγαπητέ μου, εσάς περίμενα τόσο καιρό! «

       Εντυπωσιάστηκα από την φαινομενικά ειλικρινή δήλωση της γυναίκας που αντίκρισα απέναντί μου. Δεν ήταν όμορφη. Συμπαθητική. Η ηλικία είχε αφήσει τα σημάδια του έντονα επάνω της. Τα χρόνια χαρακωμένα, βουτηγμένα μέσα στις αυλακώσεις του προσώπου της. «Κάθισε μου είπε. Εκεί απέναντί μου. Τους επισκέπτες μου θέλω να τους βλέπω , ειδικά τους αγαπητούς επισκέπτες» «Μα δεν με ξέρετε» της απάντησα. «Αγαπητέ μου άδοξε ποιητή της πολυκατοικίας λίγο με ξέρεις. Γνωρίζω τα πάντα για όλους, πόσο μάλλον για σένα που κατοικείς το περισσότερο καιρό εδώ. Δυστυχώς δεν μπορώ να σηκωθώ και να σου προσφέρω κάτι. Αν θες έχει χυμό και νερό στο ψυγείο» «Ευχαριστώ» ψέλλισα «ξέρετε εγώ τυχαία…» πήγα να δικαιολογηθώ

     «Ξέρω είπε, δεν είναι όλα τα πράγματα τυχαία στην ζωή. Η μοίρα παίζει και αυτή το παιχνίδι της. Όσοι έχουμε την δύναμη μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα και καταστάσεις, οι υπόλοιποι την δεχόμαστε. Ανοίγει το σακούλι της και να σου πετάει την τύχη σου. Αν μπορέσεις να την πιάσεις, κινάς μαζί της και όπου σε βγάνει. Έτσι καλέ ποιητή ήρθες και σε μένα. Η μοίρα το ήθελε. Το ήθελα όμως και εγώ»

    Έβηξε, πήρε το λερωμένο μαντήλι από το μικρό τραπεζάκι και έφτυσε μέσα με δύναμη. Εκείνο κοκκίνισε, προσπάθησε να το κρύψει δεν μπόρεσε, κοκκίνισαν και τα δύο της μάγουλα. Κατέβασε τα μάτια, βούρκωσε και τα έκλεισε για μια στιγμή. Όταν τα άνοιξε ήταν μια άλλη γυναίκα. Πιο γερασμένη. «Πάει καιρός» συνέχισε «που δεν μπορώ να σηκωθώ και να περπατήσω, δεν μπορώ να κάνω απλά καθημερινά πράγματα. Πονώ για αυτό. Μην ρωτήσεις γιατί. Έτσι το θέλησε ο θεός. Καλά να είναι ο άνδρας μου, που μου άφησε πίσω τόσα πολλά ώστε να έχω την δύναμη να αρνούμαι τα ιδρύματα και να ζω με την βοήθεια καλών ανθρώπων, με το αζημίωτο βέβαια, στο σπίτι μου. Δεν μπορώ ποιητή μου να φύγω από αυτό το σπίτι, τόσα πράγματα παραμονεύουν, σε κάθε γωνιά, σε κάθε δωμάτιο, στα έπιπλα, στους τοίχους. Είναι όλη μου η ζωή, πως να χωρέσει μέσα σε ένα ίδρυμα; «Τράβηξε την κουβέρτα μέχρι τον λαιμό. Κρύωνε κι ας ήταν μήνας Αύγουστος. «Σε περίμενα ποιητή, ξέρω πως γράφεις, να γράψεις κάτι και για μένα. Θέλω να γράψει ο κόσμος κάτι για αυτή την άσημη γυναίκα, που όπως τόσες άλλες άσημες, πεθαίνουν μόνες και έχουν την τύχη να πεθάνουν μόνες. Δεν θέλω κανένα δίπλα μου. Αν ζούσε εκείνος. Τον παρακαλούσα να μην πεθάνει πρώτος και δεν μου έκανε αυτό το χατίρι. Όλα τα άλλα, μου τα είχε προσφέρει. Ποτέ δεν μπόρεσα να καταλάβω το γιατί. Έκανα όνειρα για την τελευταία ημέρα της ζωής μου. Να πεθάνω στην αγκαλιά του, να με ντύσει και να μου τραγουδήσει το αγαπημένο μου τραγούδι. Γιατί ποιητή; Δεν είναι άδικο; Εκείνος κουράστηκε για μένα και πως του το ανταπόδωσε η ζωή; Τον πέθανε, πριν από εμένα. Για αυτό σου λέω, είναι άτιμη η μοίρα μας. Εσύ σκέφτεσαι τον θάνατο;»  Χαμογέλασα αχνά «Είναι νωρίς, δεν έχω προλάβει» απάντησα. «Πρέπει» είπε «Ποτέ δεν είναι νωρίς και ποτέ αργά. Όλα πρέπει να τα μελετούμε»

      «Κυρία Μαρία» ακούστηκε μια φωνή. «Μέσα είστε καλά; Έφερα τα ψώνια. Θα σας δώσω και τα φάρμακα.» Μπήκε μέσα μια νεαρή νοσοκόμα. Γλυκύτατη, με καλημέρισε απορώντας. «Ένας φίλος» της είπε «μην φοβάσαι, φίλος είναι»  Σηκώθηκα να φύγω «Να ξανάρθεις , έχω να σου πω πολλά, όμως πριν φύγεις άκου και τούτο. Πριν χρόνια είχα ένα γιο σαν εσένα. Στρατιώτης όταν ήτανε εκεί στις αλυκές, έγινε Φλαμίνγκο. Δεν το πιστεύεις έτσι. Κι όμως» η αλήθεια είναι αυτή. Βρήκαν το κουφάρι του μέσα στο αλάτι και την ψυχή του με φτερά. Μεγάλη πικρή ιστορία, μα άλλη φορά».

      Της φίλησα το μέτωπο. Είδα το δάκρυ έτοιμο να πέσει από την άκρη του ματιού της. Της το σκούπισα με το ματωμένο μαντήλι. «Θα ξανάρθεις;» με ρώτησε. Κούνησα πολλές φορές το κεφάλι. Καθώς έβγαινα από το σπίτι, πρόσεξα το κουρασμένο κορμάκι της να σκεπάζεται ολόκληρο από τις ριγωτές μάλλινες κουβέρτες. Κι ήταν μήνας Αύγουστος.

      Ο βασιλικός μοσχομύριζε αλλά ο ρόγχος, πλανιόταν μαζί του. Έκοψα ένα κλαδάκι και το έτριψα στον κόρφο. Είχα αποκτήσει την πρώτη φίλη στο νησί.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου