Τρίτη 9 Μαΐου 2023

ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας

 


 Συνήθιζα να της φέρνω λουλούδια.
Χρόνια τώρα το πουλί του παραδείσου.
Κι αν,  εξέλειψε αυτή η τραγική συνήθεια,
κι αν μερικώς αποσιωπήθηκε από τη βαθύτατη εκτίμηση,
είναι γιατί πλην των θεατρικού τίτλου: «Ο έρωτας που έγινε αγάπη»
ο χρόνος γέμισε και υποχρεώσεις, αποχρώσεις δύσμορφες και αναιμικές.
Κάθε υποχρέωση και ένα λουλούδι, πιθανόν του πουλιού του παραδείσου.




έπαινος στον Ποιητικό Διαγωνισμό "«Νίκος Καζαντζάκης» των εκδόσεων Ραδάμανθυς  κατά το έτος 2020

Σάββατο 6 Μαΐου 2023

Τα μπισκότα

   του Δημητρίου Γκόγκα

Κάθε φορά που βλέπω στο περίπτερο γεμιστά μπισκότα έρχεται στη θύμησή μου ο παπούς του οποίου το όνομα έλαβα και αποτελούσε μέγιστη τιμή για εκείνον. Όσο τον θυμάμαι, δεν επέτρεπε σε κανέναν να απλώσει χέρι πάνω μου. Ήμουν και ο πρωτότοκος μεταξύ των εγγονών του...οπότε...

    Σηκωνόταν από τα άγρια χαρμάματα, για να ετοιμάσει όπως αυτός ήξερε το πρωινό για τα παιδιά των παιδιών του. Ειδικά τις άγριες νύχτες του Χειμώνα, άναβε τη σόμπα, ετοίμαζε τσάι ή γάλα πάνω στη ξυλόσομπα, ενώ το μικρό σπίτι μύριζε από την μεθυστική μυρωδιά των ντόπιων λουκάνικων που ψήνονταν πάνω στα κάρβουνα. Η γιαγιά η Πασχαλίνα δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Εξάλλου δεν είχε όρεξη να εισπράξει κάποια παρατήρηση. Τα έβρισκε όλα έτοιμα, τουλάχιστον μέχρι να φύγουμε για το σχολείο. Ο παπούς ο Δημητρός υπήρξε μάγειρας στο στράτευμα, υπηρέτησε στα β΄κλιμάκια του στρατού, στο πεζικό στον ελληνοιταλικό πόλεμο. Δεν μας διηγήθηκε ποτέ του καμία ιστορία. Και δεν μάθαμε ποτέ το γιατί. 

   Άστρωνε με επιμέλεια πάνω στο σοφρά, μικρές πετσέτες, ένα για κάθε του εγγόνι, στη μέση τα λουκάνικα, τυρί οπωσδήποτε, τσάι και ξεροψημένο ψωμί πάνω στην μασιά. Δεν μπορούσε κανένα μας να αρνηθεί αυτή την πρωινή ιεροτελεστία. Εξάλλου ο παπούς είχε αναλάβει μεγάλη υποχρέωση απέναντι στο μεγάλο του γυιό. Το κοίταγμα των παιδιών του, όσο εκείνος με την γυναίκα του δούλευαν στην ξενιτιά για ένα καλύτερο μέλλον. Το χωριό ξεστόμιζε καλές κουβέντες και κείνος φούσκωνε από καμάρι. 

  Όταν τελείωνε το πρωινό, έπερνε τα εγγόνια του από το χέρι και κατηφόριζε προς το γήπεδο. Εκεί υπήρχε το περίπτερο της γειτονιάς. Αγόραζε μια μικρή συσκευασία γεμιστά μπισκότα, τους τα έδινε στο χέρι και τα ξεπροβόδιζε με την ευχή του. Να έχουμε κολατσό γα το διάλειμμα. Και τα μπισκότα κάτω από το βλέμμα του παπού, έπαιρναν κι άλλη ζάχαρη και γίνονταν πεντανόστιμη λιχουδιά. Όπως και όλη η ζωή μαζί του. 

ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ ΟΡΘΙΟ* του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Είναι κάτι βράδια, που σκέφτομαι πως θέλω να ταφώ όρθιος.
Αρκετά ξάπλωσα στη ζωή μου, όχι ιδιαίτερα από ανάγκη ξεκούρασης.
Και τώρα που θα μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι αιωνίως όρθιος
τουλάχιστον το ανάστημά μου, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης,
είναι κάτι και τούτο.
Μη νομίζετε πως δεν το όρθωσα όσο ζω, όσο ζούσα.
Ε ΄ καλά τώρα δεν κάνει να μιλώ ως πεθαμένος, όντας πεθαμένος.
Μα πεθαμένο δεν με θέλουν όλοι αυτοί;
 
Θα ΄μαι λοιπόν ένας όμορφα όρθιος πεθαμένος
Κι όλα τα ασπόνδυλα των υπόγειων στοών και οι έρποντες υπό της γης
που περιμένουν νυχθημερόν, θα απορούν, με τούτο το θέαμα.  
Δεν το είδαμε ποτέ, θα μονολογούν.
 
Και ευτυχώς για μένα θα είμαι απόλυτα μόνος,
καθώς τους λοιπούς συνταξιδιώτες, θα τους θωρείτε ξαπλωμένους
να μιλούν με τις ρίζες των δένδρων, να προσπαθούν να ξεδιψάσουν
όταν σταγόνες βροχής θα ξεγλιστρούν ανάμεσα από πέτρες και χώματα.
Και θα ακούω καλύτερα τα βήματα και τα συμπονετικά λόγια των επισκεπτών,
θ΄ ακούω το κλάμα και τα δάκρυα που θα σβήνουν πριν ακουστεί ο ήχος τους, πάνω στο λασπωμένο χώμα. Και δεν θα μου λύνεται καμιά απολύτως απορία.
 
Κι άλλοι που δεν πρόλαβαν το τραίνο, να χάνονται στο βάθος,
στις ακροποταμιές, στα αναχώματα, μέσα στα σκεπάσματα των ερώτων,
στους λογαριασμούς που φράζουν τα  γραμματοκιβώτια,
στις απελπισμένες εξόδους των σαββατοκύριακων
και δεν ξέρουν το γιατί, δεν απαντούν στα γιατί, αφήνοντας μόνο
ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, ζουμπούλια τα προτιμώ ή και χρυσάνθεμα,
όμορφα μυρίζουν, πάνω από την μικρή ταφόπλακα, άσπρη κατά βάση.
 
Και γω θα είμαι όρθιος, νεκρός μα όρθιος, όχι όπως τώρα όρθιος νεκρός,  
ανάμεσα στους άλλους όρθιους νεκροζώντανους, που αναδύουν σήψη
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στον καναπέ, πάνω στο δείλι και την αυγή, πάνω στο αργυρό μελάνωμα.  
Κι όχι, πρώτη φορά νεκρός από τους ώμους των τεσσάρων,
στους κουρασμένους ώμους της γης.
 
*Το ποίημα: "Να με θάψετε όρθιο" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Γ΄ Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2019 – 2020 από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού (Κατηγορία Ποίηση ενηλίκων στον ελεύθερο στίχο)

Παρασκευή 5 Μαΐου 2023

Λαλιά /Δημήτριος Γκόγκας

 


 
Εγώ γεννήθηκα γυμνός σε μια ξερολιθιά
και με σπαργάνωσαν γριές με μια λερή ποδιά.
Μη βύζαξαν αετόπουλα, την ώρα που ο θεός,
έστελνε τον Αρχάγγελο με το λαμπρό του φως.
 
Με σήκωσε στα χέρια της η μάννα και μπροστά
στο εικονοστάσι στάθηκε κι είπε στην Παναγιά:
-Μαρία, αειπάρθενε, αυτό μου το παιδί
μην το σταυρώσετε ποτέ και καν΄ το ποιητή!
 
-Μα αν είναι θέλημα Θεού, της μοίρας του γραφτό
και φύγει για την έρημο, μαζί του ας χαθώ.
Θα γίνω αγέρι να φιλώ τα μαύρα του μαλλιά.
Θα γίνω κτύπος της καρδιάς που σπάει τα σωθικά.
 
Μα οι χάρες,  οι τρις - Χάριτες που αγιάζουν το νερό,
μου έδωσαν του Αι Γιαννιού να πιώ απ΄ τον αγιασμό.
Κι αμέσως έβγαλα φτερά και γίνηκα πουλί
και πέταξα ολομόναχο να βρω μια ξένη γη.

Είχα μια πήλινη αυλή* / Δημήτριος Γκόγκας

 



 
Είχα μια πήλινη αυλή
και το ποτάμι δίπλα.
Πουλί στο δένδρο η πνοή
και τ΄  όνειρο μια φυλακή
που έσβηνε τη νύχτα.
 
Από την άκρια της γης
τρεις μάγοι με ρομφαίες.
Πάνω στα βήματα θεών,
κεριά ανάβαν των νεκρών
άστρα πάνω στα κάστρα.
 
Αποσπερίτης μυστικά,
μέσα στη σκοτεινή αυλή,
κρυβότανε στους θάμνους.

Γιατί κι εγώ ήμουν παιδί
και δεν μεγάλωνα γιατί,
 χτένιζα τα φεγγάρια.
Κι ήμασταν όλοι μας εκεί.
Το γέλιο μι΄ ανοικτή πληγή.


Κάποτε- κάποτε χαράμι,
μες στην αυλή και το ποτάμι!


*@ κατοχυρωμένα πνευματικά δικαιώματα

Κλειδωμένη Ελευθερία* του Δημητρίου Γκόγκα

 


 

Τι να ΄ναι αυτή, η παλιό-ελευθερία;
Έκλεισε τα μάτια, κοίταξε τον ήλιο,
ύψωσε τα χέρια, έσφιξε τις γροθιές, ξέχασε τους αγώνες.
Ένας δύσμοιρος πόνος αναρίγησε τα εύθραυστα κόκκαλα του. 
Πόσο μπορεί να ασθενήσει η λευτεριά;
Πόσο ακόμα η θνητότητα του ανθρώπου;
 
Χρόνια καιροφυλακτούσε μια αδιόρατη ασχήμια
πίσω από τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Κλείδωσαν, όπως – όπως με πρόχειρα άνοα διατάγματα,
τις ξώπορτες των σπιτιών, των αυλών, τα παραθύρια
κι άνοιξαν τις κερκόπορτες του ουρανού βράδυ.
Άρεσε το φεγγάρι να κλαίει παρήγορα, το νυχτολούλουδο στο βάζο.
Αδελφικός χαιρετισμός στην πρόωρη εξόδιο.
Η απτή σιωπή μετέδιδε τη σιωπή της ψυχής.
Το αόρατο του εντός της, γίνηκε ορατό στον άνεμο.
Μια ορατή αέρινη θνησιγενής σιωπή. 
 
Έβαλε με επιμέλεια τη μάσκα στο γερασμένο πρόσωπο.
Πήρε το πρώτο λεωφορείο της μέρας από μια ξεχασμένη στάση.
Άδειο, κενό, μια ανάσα στον αέρα, έκλεισε τις κουρτίνες!
Μυρωδιά μούχλας.
Κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινο τριαντάφυλλα,
ήλπιζε ότι θα άλλαζε την εικόνα του.
Η λευτεριά που ποθούσε, ως δάσκαλος του έμαθε να ζει στα χρώματα.
Απίθωσε τα, στον άσπρο τάφο και ράγισε ο θρήνος από τον ανασασμό.
 
Ξερίζωσε τη μάσκα, μάτωσαν τα μάγουλα, γέμισε αίμα το χείλος, δάκρυσαν τα μάτια.
 
Τούτο θα πει ελευθερία.
Να αντέξεις τον πόνο σα βγάζεις τη μάσκα.
Πάνω από αυτούς που δεν πρόκαμες να φροντίσεις.
Τη μια έκαμε το σταυρό του, την άλλη γονάτιζε ευλαβικά με τα χέρια προς τον θεό.
Αιτήθηκε το απέραντο έλεός του και χάθηκε στη λευτεριά.


*Έπαινος στον 4ο Πανελλήνιο λογοτεχνικό διαγωνισμοό 2021 – 2022 των Πνευματικών Οριζόντων Λεμεσού