Σάββατο 20 Ιανουαρίου 2024

Το κείμενο (πρόλογος) και τα ποιήματα της συλλογής: Θάνατος είναι ό,τι δεν έδωσες ενώ μπορούσες, που απήγγειλαν

 οι 
  1. Πάνος Καλλής (Ηθοποιός)
  2. Εύη Κωνσταντινίδη (Πρώην πρόεδρος της Χορωδίας της Προοδευτικής Κίνησης Λάρνακας)
  3. Ανδρέας Μελέκης (Καλλιτεχνικός Διευθυντής θεάτρου "ΣΚΑΛΑ" 


       

Πρόλογος 
 
 του Στέφανου Ζυμπουλάκη
Ποιητή και Μουσικού

διαβάζει ο ηθοποιός Πάνος Καλλής
 
Ο ορισμός των λέξεων μαζί με τον ΚΥΚΝΟ του ΔΗΜΗΤΡΗ.

 

Ο Δημιουργός ποιητής Δημήτριος Γκόγκας φωτίζει με τις ΛΕΞΕΙΣ της ποίησής του την Άνοιξη της αγάπης και της περηφάνιας. Δυνατός και αυτοδύναμος χρωματίζει την ανθρωπιά με ομορφιά και αγάπη και στέλνει με αρμονική αλυσίδα το μήνυμα της Ειρήνης και της πολύμορφης ομορφιάς. Ο άνθρωπος γι’ αυτόν είναι ΑΝΘΡΩΠΟΣ, στα δεδομένα της Χριστιανικής πίστης και του Θεού. Η πατρίδα γι’ αυτόν είναι θυσία και αγώνας και ένας καθρέφτης που δοξάζεται με τη δίδυμη προσευχή στο κερί του ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ, για να υπάρχει πάντοτε με τη δύναμη στην ανθρώπινη υπόσταση για επιβίωση και λευτεριά του Ελληνικού Ορίζοντα.
Με την ακολουθία του Δημήτρη με το γνήσιο γάλα των εκ γενετής των Λέξεων και του ρυθμού εκφράζουν ανελέητα το πριν, το τώρα και το μέλλον της ανθρώπινης φωνής και του Ελληνικού Γαλάζιου Πνεύματος.

**

Απαγγελία κα Εύη Κωνσταντινίδη 


ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΘΑΝΑΤΟ 
 
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται, πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος,
καθώς ένας μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
 
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στη ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε τη ζωή να τη ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε, λέμε: τη ζήσαμε;
 
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρό σου
σύννεφο να στάζει.
 
Η κραυγή σου πορεύεται,
καθώς το ατσάλι σπάει τη σιωπή
και το μαύρο τη γεύεται.
 
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα,
σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
 
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου,
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
 
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου,
μ’ ένα μολύβι κουπί ως πού να φτάσεις;
 
***


Απαγγελία Ανδρέας Μελέκης


ΛΥΠΑΜΑΙ ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ

 

Λυπάμαι τα ποιήματα,

που κάθονται οκλαδόν στα άσπρα σκαλοπάτια των Εκκλησιών,

στα βρώμικα πεζοδρόμια των πόλεων,

έξω από τα πολυσύχναστα καταστήματα,

γυρολόγοι στα απόμακρα χωριά και στις λασπωμένες συνοικίες,

με τους νηστικούς στίχους υψωμένους να ικετεύουν,

έναν επιθετικό προσδιορισμό, ένα καλολογικό στοιχείο,

ένα κόμμα, μια τελεία, μια ξεχασμένη απόστροφο,

μια λύση στο αδιέξοδο, μια μυστική φωλιά στον ποιητή κι έναν θάνατο.

 

Λυπάμαι εκείνα τα ποιήματα,

που δεν βλέπουν, δεν θέλουν να δουν,

δεν ακούν, έχουν σπάσει οι σάλπιγγες,

στηρίζονται σε ξύλινες πατερίτσες,

κάμνουν τους ανάπηρους.

Ακρωτηριασμένοι στην ψυχή

γεμίζουν με συγγνώμες και ευχολόγια τις ημέρες τους,

σαλιαρίζοντας πάνω από τους πληγωμένους ήχους των κερμάτων.

Κέρβεροι που φιλούν τους γυμνοσάλιαγκες των κύκλων της ποιήσεως.

 

Τι να τα κάμω αυτά τα ποιήματα;

Ελεεινά και τρισάθλια κουρέλια,

διπλά πλυμένα, απλωμένα ρετάλια στους ιστούς αραχνών,

σκεβρωμένα οστά που εκλιπαρούν ανάνηψη 

των ανεπαρκών λόγων, των χαλαρωτικών εικόνων,

των απροσάρμοστων ήχων.

 

Να λοιπόν ένα πουλί, ένα νηστικό πουλί,

να μια μέλισσα, μια θυμωμένη μέλισσα,

ένα μαύρο χελιδόνι·

ένα μαύρο χελιδόνι,

είναι πάντα ένα μαύρο χελιδόνι που φέρνει την Άνοιξη.

Πάνω από τη φωλιά των ποιημάτων, 

παίζει με τους τόνους, τα ουσιαστικά και τα επίθετα.

Παίζει με τους επαίτες, τους ληστές, τους δωρητές. 

Παίζει με τη θάλασσα, το ποτάμι, τη λίμνη και το έλος.

Παίζει με τη ζωή, παίζει και με τον θάνατο.

 

Κλωτσάει τη σφαίρα να γίνει πάνινο τόπι στα πόδια ενός ποιήματος.

Ανοίγει μια κονσέρβα, μαχαίρι για την αυτόχειρα μνήμη μας.

 

Κι ακόμα λυπάμαι για τούτα τα ποιήματα.

 

Λίγα ξέρω για τη στίξη και τη μυστική συμφωνία του ποιητή.

 

Τέλος,

ύστερα από τη σταύρωση, δεν ξέρω αν είναι λάθος

η ανάσταση των ποιημάτων με αντίδωρο το ερωτηματικό.

 

 

 

 

 

 

 


Τετάρτη 27 Δεκεμβρίου 2023

Ξέρω έναν Τόπο: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / e-book / 2018 : Τέσσερα [4] Ποιήματα

 
 

ΣΚΑΠΑΝΕΙΣ ΤΟΥ 80
 
Και οι σκαπανείς;
Που πάνε οι μεσήλικοι σκαπανείς
κάθε πρωί Σαββατοκύριακο;
Αγγαρεία της χούντας,
με τις τσάπες και τις τσουγκράνες στους κυρτούς ώμους
στοιβαγμένοι σε καμιόνια;
Προς τα μεγάλα νταμάρια με τις άσπρες κοτρόνες
αιχμάλωτοι των ταμάτων,
έρμαια της σκόνης και του πνιγηρού ανέμου.
 
Ανάμεσα σε αυτούς και ο ποιητής.

**

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 
***
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.

****

ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.


https://www.ebooks4greeks.gr/kserw-ena-topo

Τρίτη 19 Δεκεμβρίου 2023

ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΜΟΥ / Δημήτριος Γκόγκας / από την ποιητική συλλογή : ξέρω έναν τόπο


 

Το χωριό μου έχει μια μάννα που κλαίει τα βράδια.
Το δάκρυ της στάζει στην ροδιά της αυλής.
 
Έχει ένα σπίτι.
Παραθύρια ορθάνοικτα,
εκεί που μιλούν τα παιδιά του.
 
Στην Εκκλησιά υπάρχει ένα μνήμα.
Χαμογελά και πλαγιάζει ο πατέρας.
 
Το χωριό μου έχει ένα δάσος.
Να το περπατήσει κανείς δεν μπορεί.
Ζει πάνω στις ρίζες.
 
Κάθε που φεύγω,
πετώ στους δυο λόφους.
Μιλώ του βουνού μου και κλαίω.

Δευτέρα 18 Δεκεμβρίου 2023

Αν είναι να έρθω / Δημήτριος

 



 
«Αν είναι να έρθω» επαναλάμβανε συνεχώς
με το σάλιο να πέφτει από τα ασπρισμένα χείλη του,
« Αν είναι να έρθω,  θα έρθω σαν ένας διαβολεμένος έρωτας,
μια μολυσμένη αγάπη»
«Κι αν είναι  να φύγω, θα φύγω σαν ένα όνειρο
ή μια καιόμενη βάτο στο όρος Χωρήβ.
«Δεν θέλω» ψέλλισε «να με ορίσεις ως ενδεκάτη εντολή,
μου αρκούν οι δέκα εντολές του κόσμου.
Όλες απέθαντες, σαν να βαπτίστηκαν στο αθάνατο  και της στυγός τα νερό.
Απέθαντες και μαρτυρικά βασανιστικές για την ελευθερία των ανθρώπων»
Τι να του κάνουν οι υπογραφές και τα μυρωμένα κιτάπια από δάκρυα
ως στέγνωσαν, μ΄ αφήσαν πίσω τους αποτυπώματα και στεναγμούς.
 
«Αν είναι να έρθω, κλείσε τα κιτάπια και τα παραθύρια.
Ο ερχομός μου μόνο θλίψη και μαύρο θα ρίξει.
Μια καταχνιά και μια πρωινή ομίχλη τριγύρω θα είναι στο διάβα μου,
έτοιμες να με προϋπαντήσουν, έτοιμες να με σκανδαλίσουν  
κι ύστερα μετά από το δείπνο πάλι μια αντάρα και μια ομίχλη θα με σκεπάσει.»