Πέμπτη 25 Ιουνίου 2020

Χειρούργησε ένα ποίημα... / Δημήτριος Γκόγκας


Χειρούργησε ένα ποίημα, αφαίρεσε το ποιείν από τους στίχους του και θα δεις να απομένει απλώς ένα ερωτηματικό.

Η ποίηση / Δημήτριος Γκόγκας



Η ποίηση
Ραπίζεται
Κολαφίζετε
Πτύεται
Γρονθοκοπείται
Εμπαίζεται
Φραγγελώνεται
Συκοφαντείται
Σταυρώνεται
Τετέλεσται
Αποκαθηλώνεται
Ενταφιάζεται
Ανασταίνεται
Κατά τας γραφάς

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Η ματαιοδοξία των Ποιητών του Δημητρίου Γκόγκα




Δεν θα επιχειρούσα να γράψω για την ματαιοδοξία των Ποιητών, καθώς ούτε φιλόσοφος είμαι, ούτε στοχαστής ούτε έχω σπουδάσει κάποια συγγενή επιστήμη, με λίγα λόγια δεν είμαι ο ειδικός επί του θέματος. Αφορμή και συγχρόνως αιτία στάθηκε η παρατήρηση μιας ποιήτριας σχετικά με το ιστολόγιο που επιμελούμαι αλλά και τον τρόπο με τον οποίο αναρτώ ποιήσεις και πονήματα γνωστών και αγνώστων ποιητών και ποιητριών, αλλά και η σκέψη πως εάν καταστραφεί παντελώς η γη, τότε τι θα απομείνει. Προφανώς ούτε ο Όμηρος, ούτε ο Πλάτωνας, ούτε η Ακρόπολη, ούτε και καμιά κληρονομιά Ποιητών. Προς τι λοιπόν η ματαιοδοξία μας, προς τι λοιπόν ο ανταγωνισμός προς την τελική δόξα και μάλιστα όταν δεν διαθέτουμε την αυτογνωσία, δεν μας χαρακτηρίζει η σεμνότητα αλλά ο εγωισμός.

Παραφράζοντας τη ρήση ενός Ρώσου Φιλοσόφου του Ρόζανοφ Β. θα γράψω: Τι είναι ποιητής; Μια ξεχασμένη γυναίκα, ένας εγωκεντρικός άνδρας, κάποια  πεινασμένα παιδιά στους δρόμους, ένας θάνατος, δήθεν έρωτες και αγάπες και ματαιοδοξία, ματαιοδοξία, πολύ ματαιοδοξία. Οι περισσότεροι ποιητές γράφουν αυτά που αισθάνεται η καρδιά τους, αυτά που νιώθει η ψυχή τους. Αν όμως αφαιρέσεις τη καρδιά και την ψυχή τι άραγε απομένει; Τίποτα, διότι το σώμα όπου κατοικούσαν η καρδιά και η ψυχή, έγινε στάχτη, χώμα ή βορά κάποιων σκουληκιών και σκαθαριών, φιδιών του κάτω κόσμου.

Μπορούμε να ζήσουμε όμως χωρίς ματαιοδοξία; Μπορούμε να βαδίσουμε τον δρόμο της ποίησης χωρίς να έχουμε μπροστά μας ένα μέλλον όπου θα μείνουμε παντελώς άγνωστοι; Νομίζω πως όχι. Το ύστερο του θανάτου μας απασχολεί όλους και κυρίως αυτούς (όλους μας) που θα ήθελαν να μείνουν στην ιστορία του κόσμου όχι ως ένας από τους αμέτρητους της άμμου κόκκος. Μάλλον προτιμούν τη θέση ενός αδάμαντα.

Όλοι μας λοιπόν επιζητούμε όχι απλώς την αναγνωσιμότητα αλλά έτσι όπως καταλήγουν τα πράγματα την μικρή ή μεγάλη διασημότητα. Στο σπίτι, στη γειτονιά, στη πόλη που ζούμε, στη πολιτεία. Πρόσκαιρή ή όχι αυτή η επιθυμία υποδαυλίζει συνεχώς και ακατάπαυστα τα πάθη μας και δυναμιτίζει  αδιαλείπτως  το ματαιόδοξο της ύπαρξής μας. Χάνεται, εκμηδενίζεται η σεμνότητα, η ταπεινότητα, η αγιότητα του ελάχιστου.

Και τελικά τι είναι αυτό το χαρακτηριστικό που αγαπάμε. Να μας επαινούν συνεχώς, να ακούμε πάντα ένα μπράβο, (μην μπερδεύουμε βέβαια την ανάγκη του ανθρώπου για επιδοκιμασία, Αυτή όμως η ανάγκη έγκειται στη σφαίρα της σοφίας τόσο του απλοϊκού ανθρώπου όσο και του επιστήμονα, όσο και του ποιητή) ή να μελετούμε τα βήματά μας με τέτοιο τρόπο , ώστε να αποφεύγουμε τις φαυλότητες και τις ακολασίες της γλώσσας και να αισθανόμαστε χρήσιμοι για αυτό που κάνουμε και υπερήφανοι συγχρόνως.