1.
Άπλωσε με θέρμη την αγάπη στο πρόσωπό της.
Εκείνο έλαμψε σαν παρθένο
κάτω από το ηλιοκαμένο σώμα της μέρας.
Δεν πέρασε χρόνος πολύς, ποτέ άλλωστε δεν περνούσε
κι αφέθηκε μεθυστικά στη λήθη.
Όταν ξεχνάς συνειδητά, δεν ξεχνάς ποτέ.
Άνυδρη στέγνωσε από ενοχές
κι αφυδατώθηκε η ζωή της.
2.
«Τι είναι τούτο και πάλι;»
Ο πόνος στο στήθος καθώς ξάπλωνε
ολοένα και μεγάλωνε σαν φάντασμα σε πρωινούς εφιάλτες.
Η αγωνία της παγώνι που φούσκωνε την ουρά του
και τον χειμώνα που πέρασε ζώο σε χειμέρια νάρκη.
Σαν πλησιάζει το αναπόφευκτο
τα ευχολόγια σαπισμένα πέταλα στα πρησμένα χείλη της.
Στο μεσονύχτι άναψε το καντήλι και πάλι.
3.
Είχε σκάσει το δέρμα του.
Λίμνη που αποξηράθηκε με συνοπτικά διατάγματα.
Ανυπόγραφα τα μισά, τα πλείστα διαπλεκόμενα και παράτυπα.
Κανείς δεν έδινε σημασία για το κορμί του.
Κούτσουρο πεταμένο.
Πονούσε.
Στο σπίτι, στο καφενείο, στα χωράφια.
Πονούσε
«Ανάθεμά με» μα ο σταυρός μπροστά από το εικόνισμα, κανονικός.
Άνοιγε τη κάνουλα κι έβρεχε τακτικά το εγώ του.
Μούσκεμα κι ούτε που τον ένοιαζε.
«Βλέπεις» φώναζε, «η γη καταπίνει το νερό κι ήλιος το διαλύει»
Ο ίδιος ξεφλούδιζε το δέρμα του,
να μεταλάβει στο αίμα του, να βρει τη πληγή της ξεχασμένης ανάσας.
ΔΙΕΞΟΔΟΣ*
Όσο πλησίαζε η επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου,
που να πάει σα φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
Η σκιά του όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο,
Στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
μια αλλόκοτη ανησυχία.
Δεν υπήρχε Πακτωλός, άφαντος ο Αχέροντας.
Κερκόπορτα κι αυτή ενός ευαγγελίου.
Σφραγιστή από οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες
και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
Πήρε δυο χάλκινα άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
* Γ΄Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Περιοδικού : ΚΕΛΑΙΝΩ έτους 2020
*
Έχω υπάρξει και καλύτερα
Κάποιες ώρες ο ήλιος ενδύεται το γκρίζο και χάνεται
Κι έτσι το σώμα μου προσαρμόζεται ανήμπορο
Κόβει τις μεταμεσονύκτιες εξόδους στις πλατείες των ονείρων
Και τις στενωπούς των εφιαλτών
Γυροφέρνει στο πέρα και στο εκεί εκτός λόγου
Τι θα πει καλημέρα;
Τι θα βγει από το χαίρετε;
Αδυνατώ να αναλύσω τις τοιχογραφίες στην κρυψώνα του γιατί
Ανεπίδοτη ανάγκη στης ψυχής μου, ψυχή κι άλλοτε
Επίδοση με πίστωση κατά παραγγελία του ερωτήματος και της μετάφρασης
Υπήρξα και καλύτερα
Από εκείνες τις μέρες των λόγων στην τοκισμένη σχιζοφρένεια
Έκτοτε εκλάπησαν οι πρώτες ύλες του «υπήρξα» και του «καλύτερα»
Και καταχωρήθηκαν με την ένδειξη « άγνωστη προέλευσης»
Τώρα στην απλουστέρα της δημοτικής των δικαίων ανθρώπων
Λέω «καλημέρα» και βγαίνω αγκαζέ με το «χαίρετε»
Γνέφοντας με συγκατάβαση στην απόσταση.
Εξαίρετος ποιητικός οίστρος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚύριε Αρτέμη σας ευχαριστω
ΑπάντησηΔιαγραφή