Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάμπος μιας Νιότης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Κάμπος μιας Νιότης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

[Ήμασταν φτωχοί πάντα] Ποίημα από την ποιητική συλλογή: Κάμπος μιας Νιότης, του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-2-6) /(e-book)

 




Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!

Τετάρτη 13 Οκτωβρίου 2021

Κάμπος μιας Νιότης: Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2019 (ISBN 978-9925-7392-2-6) /(e-book)(Απόσπασμα: 7 ποιήματα)

 Η ποιητική Συλλογή είναι αφιερωμένη 

Στους γονείς μου Αντώνιο και Νεραντζούλα

 


Στους συμμαθητές μου

Πετρούλα Μήτκα, Δήμητρα Μόνη,

Άγγελο Παγώνη, Κωνσταντίνο Γκόγκα,

Ιωάννης Στρουμπίνη, Αθανάσιο Δεμερτζή,

Βασίλειο Τερμπεζίδη, Νικόλαο Χατζησταυρίδη,

Νίκο Τουρμπεσλή,  Άλκη Δουλγέρη,

Νίκο Δεμερτζή, Άγγελο Γεωργαντά,

Ευαγγελία Γκιόση, Μορφούλα Τσελέπη

 

και στους υπόλοιπους

της σχολικής φωτογραφίας του εξωφύλλου

καθώς  ο χρόνος σκίασε τη μνήμη

και δεν θυμάμαι πλέον τα ονόματά τους.

Δασκάλα μας η κα Ασημίνα Λάγκα 

 

 *


Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!
 
 
 
*
 
Αιφνιδίως έκλεισα
- αργοκίνηταστην στάση-
τα Φθινόπωρο στα  χέρια και το βιβλίο της έκτης Δημοτικού.
«Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή»*
Και ύστερα, αιφνιδίως και πάλι ούρλιαξα,
για την προδομένη ποιητική ενασχόληση.
Τι ανθρώπινος στίχος για μένα,
τον χρόνο και το γεράκι…
Ο πατέρας πετάχτηκε έντρομος
- με την ανάσα του παγωμένη-
και τα μάτια ορθάνοικτα και σαστισμένα.
 
Μέσα από τα παραθυρόφυλλα η φωτιά στη ξυλόσομπα
στην πόρτα ο αγέρας επισκέπτης, το κρυστάλλινο νερό
και τ΄ αγκάθι από το Σιβρί*.
Πάνω στα κάρβουνα, τσίκνιζε μια ζωή.
Στο ένα χέρι του πατέρα δετό το χελιδόνι
στο άλλο κρυφά η Άνοιξη!
 
 
* στίχος του Οδ. Ελύτη
 
*
Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός,
ο κόσμος μεγάλος.
Κουφόβραση στον κάμπο.
Ειδοποιηθήκαμε,
-εδώ θα πρέπει να το πω-
η κοινότητα και ο αστυνόμος
- νάναι καλά- οι θεσμοί
άριστοι στο έργο τους,
η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη
κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια.
Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωση-
το έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα
(με κόκκινα γράμματα
 η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους  για το έθνος)
θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος,
στον δρόμο για την πόλη των Σερρών.
Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες
σε δυο ώρες
πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα)
χτενίσαμε τα μαλλιά μας
ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας
(αγόρια και κορίτσια)
σημαιούλες
στο μυαλό
σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ)
εν δυο.
 
Το αμάξι πέρασε
-τι ωραίο μαύρο χρώμα-
….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό)
 
Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου.
Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.
 
*
Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.
 
Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.
 
Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.
 
Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.
 
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)
 
Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.
 
Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;
 
 
*
ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ
 
Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.
 
 
 
 
*
 
 
ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
 
Βαριόμουν τις επίκαιρες
ερωτήσεις του παππού,
όπως αυτή σήμερα, που θα περνούσε
ο μαύρος δράκος
και η συνοδεία του από τα στενά της αυλής
και τους ριγμένους μαντρότοιχους των δρόμων.
Είχε ήδη βγει σχετική ανακοίνωση.
Ο γραμματέας να ναι καλά.
--Τι είναι παιδί μου αυτοί που κατηφορίζουν
με τα κορμιά τσίτσιδα και τον ήλιο παραμάσχαλα
χωρίς να κρύβουν τα αχαμνά τους;
--Και τα μάτια που ακολουθούν την πομπή, μέσα από
τα αγκάθια του φράχτη, είναι από κάποια θυσία;
 
Περίεργα μα όμορφα μιλούσε ο παππούς.
Αγράμματος, μ΄ απόστολος!
 
Πήρα το βιβλίο και άνοιξα στο γράμμα Θ.
Θυσία, θυσία!
Εγώ δεν κατάλαβα ποιας μορφής θυσία
εξυπηρετούσε η κάθοδος των ανθρώπων
από την δύση.
Φοβήθηκα και του το είπα
βάζοντας το πρόσωπο μέσα στην αγκαλιά του
που μύριζε γέρικες στεναχώριες και έννοιες επιβίωσης.
 
Πριν από  το Θ κρατούσε το ίσο  χρόνια τώρα και αιώνες το Η.
Ήρωες σκέφτηκα!
 
*
Άραγε τι σκέφτονται οι άνθρωποι αυτοί
κρατώντας την άκρη του τσιγάρου
πατώντας στα λερωμένα χόρτα
κάθε μέρα
κάθε βράδυ
λίγο πριν τους πούνε : φύγετε
 
Το πρόσωπό τους μοιάζει
με κερί κίτρινο από συνειδήσεις
μοιάζει
πράσινο σαν τα  πεύκα νεκροταφείων
μοιάζει
σαν αυλή μικρότερη της παλάμης.
 
Μια σπιθαμή τσακισμένες τσουκνίδες
τόσο απάντησαν, είναι αρκετός τόπος να ζήσουν.
 
Μα δες τόσο τόπο δεν  έδωσαν.
Και κείνοι απάντησαν μασώντας
την άκρη του τελειωμένου τσιγάρου
σβήνοντας με την μύτη των παπουτσιών
την κάφτρα ως αντίδοτο, στα λερωμένα χόρτα.
 
 
*
ΣΤΑΧΤΕΣ
 
Βγήκε στο μπαλκόνι πριν
από τον ήλιο πριν
να τινάξει την κουβέρτα της ζωής της
να σκορπίσει τον χρόνο
που την πλάκωνε χρόνια τώρα
με τα δυο της χέρια στραγγιστό
βγήκαν οι στάχτες κοράκια στους δρόμους.
 
Στάχτες οι πίκρες κι οι χαρές
στάχτες ότι αγάπησε
η αγάπη της στάχτες
 
τρία μέτρα(έτσι υπολόγιζε) 
πριν την γη που βοτάνιζε
γερμένη την κάθε μέρα
η μικρή αυλή της – ο κόσμος της-
με τους μικρούς βασιλικούς της γης
και τον Κωνσταντινοπολίτικο της μάνας της.
 
Κι ύστερα
στάχτες και τα μικρά
στάχτες και τα μεγάλα (ποια μεγάλα; γέλασε)
στάχτες και τα δάκρυα που έχυσε
 
τόσο ποτάμι που πέρασε
δεν πήρε μαζί του τίποτα
δεν καθάρισε η γη και
το χώμα μπούχτισε από κλάματα
ραβδισμούς και μαύρες πέτρες.
 
Φώναξε τον χρόνο πίσω
τίναξε για τελευταία φορά την κουβέρτα
-είναι αλήθεια φύγανε σκόνες-
έκλεισε με βρόντο πίσω την πόρτα
 
-τα παιδιά πείνασαν-
 
 
 ***
 
 
 
Επεξηγήσεις
 
Πέγκο:  Παρθένα περιοχή του Στρυμονικού Σερρών
Τσάλτεπε, Τουλμπέσι: Περιοχές της Κοινότητας
Τουλμπέσι: Περιοχή πλησίον του Στρυμονικού, Ζευγολατειό Σερρών
Άγιος Αντώνιος: Εκκλησία του Χωριού, Πολιούχος
Άγιος Χαράλαμπος: Ξωκλήσι στην περιοχή
Σιβρί (Κορφοβούνι): Βουνό
Μαγκίλα, Κρίστο: Λόφοι του Στρυμονικού
Ξεροπόταμος: ρέμα που περνά μέσα από την Κοινότητα.

Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Κάμπος μιας Νιότης : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα / Οκτώβριος 2018 (Απόσπασμα με 4 ποιήματα)

Αφιερωμένη στους συμμαθητές του Δημοτικού Σχολείου Στρυμονικού


Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!

**

Την τελευταία χρονιά ήμουν μικρός,
ο κόσμος μεγάλος.
Κουφόβραση στον κάμπο.

Ειδοποιηθήκαμε,
-εδώ θα πρέπει να το πω-
η κοινότητα και ο αστυνόμος
- νάναι καλά- οι θεσμοί
άριστοι στο έργο τους,
η πρώτη με το μεγάφωνο στα χείλη
κι ό άλλος με το μπεγλέρι στα χέρια.

Στην δημοσιά-που ήθελε επειγόντως επιδιόρθωση-
το έλεγε και το επείγον τηλεγράφημα
(με κόκκινα γράμματα
 η λέξη επείγον: εγκυμονεί κινδύνους  για το έθνος)
θα σταματούσε ο Παττακός και ο Μακαρέζος,
στον δρόμο για την πόλη των Σερρών.

Σε δυο ώρες γέμισαν τις λακκούβες
σε δυο ώρες
πλέναμε τα χέρια (για το χειροκρότημα)
χτενίσαμε τα μαλλιά μας
ποδιές στο χρώμα του ουρανού και της Θάλασσας
(αγόρια και κορίτσια)
σημαιούλες
στο μυαλό
σε δυο ώρες, η κυρία Δασκάλα (πιο κυρία από ποτέ)
εν δυο.

Το αμάξι πέρασε
-τι ωραίο μαύρο χρώμα-
….κυρία. (κόμπιασε η λέξη στο λαιμό)

Οι σημαίες χρόνια τώρα κυματίζουν μέσα μου.
Δεν γνώρισαν ποτέ τους άπνοια.

**


Χρεωμένος θα φύγω στην ζωή και στον θάνατο.
Χρεωμένος σε σένα.

Πρώτες σκέψεις.
Μόλις υπέγραψα συμβόλαιο ζωής και θανάτου.

Σαν καταβόδωσα την ζωή 
ήρθε ο θάνατος.
Ήρθαν μαζί  οι  χάριτες,
κουνάμενη κι η μοίρα.

Τρεις ευχές.
Μια στεγνή πατρίδα που ανάσανε μέσα μου.
Ένας σταυρός που καρφώθηκε στη πλάτη μου.
Μια μάνα που όρισε τη τύχη μου.

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή
μου χρωστά και ο θάνατος.
Ένα αιχμάλωτο πατέρα.
-χάθηκε ένα ανοιξιάτικο απόγευμα από τα μάτια μας-
ένα μικρό σπιτάκι στην θάλασσα, μια χαμένη Ιθάκη
( ας μην μιλάμε πια για την Ιθάκη, ίσως να ήταν μόνο μία)

Μου χρωστάει λοιπόν η ζωή,
μου χρωστά επιστροφές ο θάνατος.

Αν ισχύουν αυτά
γιατί το συμβόλαιο
κάτω από την καλλιγραφημένη ένδειξη:  ο δανειζόμενος
φέρει την υπογραφή μου;

**

 ΟΤΑΝ ΕΒΗΣΕ Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Όταν  έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες, 
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.


Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Δημήτριος Γκόγκας: Όταν έσβησε ο πατέρας / Σχόλιο του κ. Κώστα Τσιαχρή


Όταν έσβησε ο πατέρας,
έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»
Εγώ όμως το ήξερα,
βαθιά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
και χάθηκε το δάσος.
................................................
Υπάρχουν τα ποιήματα που τα διαβάζεις και νιώθεις ότι δεν έχουν στάλα αίμα μέσα τους. Ωχρά και πλαστικά. Όσο και να τους δίνεις το φιλί της ζωής παραμένουν ακίνητα. Και σα να τα χωρίζουν συρματοπλέγματα από τον δημιουργό τους. Λες κι είναι από άλλο γενετικό υλικό καμωμένα. Δεν μπορούν να σε ξεγελάσουν . Φαίνεται η προσποίησή τους.
Αλλά είναι κι άλλα ποιήματα που μετά την ανάγνωση μυρίζεις το αίμα, τον ιδρώτα, την ανάσα, την πληγή, το βογγητό του ποιητή. Είτε απλά είτε περίτεχνα σε προσκαλούν να μπεις μες στα φωνήεντά τους. Να μάθεις γλώσσα απ'την αρχή ,με τους κανόνες της συγκίνησης. Να ξυπνήσεις με το άνοιγμα των δικών τους ματιών. Να κοιμηθείς με το χασμουρητό τους. Ποίηματα που καπνίζουν την αλήθεια μέσα στα πνευμόνια σου.Που δε θέλεις να τα εκπνεύσεις .
Δε χρειάζεται να πω σε ποια φυλή ανήκει το δημοσιευμένο ποίημα. Είναι βαμμένο στο μέτωπό του το σημείο αναγνωρίσεως. Ο μυστικός κώδικας που ενώνει τα αίματα όσων υπηρετούν με ήθος τη γραφή. Δε χρειάζονται πλουμίδια για να πιστοποιηθεί η ιθαγένειά του. Το πρωτόγονο ύφος του θαυμασμού απέναντι σε ό,τι κατατρώει τη θνητότητά μας

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2018

Κάμπος μιας νιότης: Ποιητική συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα (ISBN 978-9925-7392-2-6)

Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
«τον αγάπησε ο θεός»
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο πέτρινος νεροχύτης άπλυτα ποτήρια.
Φώναζε η μαμά.
Γκρίνιαζε ο παππούς.
Δεν μπορούσε πια,
να δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
από τον πάτο του πηγαδιού!

**


Όταν  έσβησε ο πατέρας,
                                              έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
                                    λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
                                         ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»

Εγώ όμως το ήξερα,
βαθειά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
                              και χάθηκε το δάσος.

**

η συλλογή επί του συνδέσμου

http://www.easywriter.gr/ebooks/item/2879

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2017

Όταν έσβησε ο πατέρας



Όταν  έσβησε ο πατέρας,
                                              έπεσε στο έδαφος,
ένα δένδρο στην αυλή
που γεννήθηκα.
Κοίταζα το ταβάνι,
πατούσα το πάτωμα,
λείψανε τα κλαδιά,
                                    λείψανε
ο κορμός και τα φύλλα,
οι ρίζες μου.
Ήρθαν συγγενείς, φίλοι
ξενιτεμένα αδέλφια,
μοιρολογίστρες,
από τον πέρα μαχαλά,
                                         ήρθαν οι μοίρες.
«Θα γίνεις εσύ ένα δένδρο
θ΄ απλώσεις τις δικές σου ρίζες»

Εγώ όμως το ήξερα,
βαθειά μέσα στην γη μου,
ένα δένδρο έπεσε
                              και χάθηκε το δάσος.

Ήμασταν φτωχοί πάντα

Ήμασταν φτωχοί πάντα
έλεγε ο παππούς στο χαγιάτι
και έβαζε την στάμνα με το κρύο
καθαρό νερό
στο γόνατο.
Γέμιζε το ποτήρι.
Από το ίδιο ποτήρι πίναμε όλοι.
Όταν ακούγαμε πως έφυγε κάποιος
φωνάζαμε όλοι πως
τον αγάπησε ο θεός.
Οι φράκτες στην αυλή μας
ήταν δένδρα.
Οι πιο νέοι έσκουζαν να πάρουμε
περισσότερα ποτήρια.
Στο παζάρι της Τρίτης
αγοράσαμε δώδεκα γυάλινα.
Ο καθένας να έχει το δικό του.
Γέμιζε ο νεροχύτης άπλυτα ποτήρια
φώναζε η μαμά
γκρίνιαζε ο παππούς
δεν μπορούσε πια να
δίνει νερό από το ίδιο ποτήρι.
Αυτός κράτησε την παλιά συνήθεια
για τον ίδιο.
Σήκωνε την στάμνα
γέμιζε πάλι το ποτήρι
ρουφούσε το νερό
του πηγαδιού!



 Ποιητική Συλλογή: Κάμπος μιας νιότης