Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βραβευμένα Ποιήματα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2020

Ωδή για τους χαμένους ποιητές* / Δημήτριος Γκόγκας






Αγάπησα τους ποιητές που κείτονται θαμμένοι.
Για ζωντανούς - μη με ρωτάς- καμιά τιμή δεν μένει!
Αγάπησα κι αυτούς, που δεν γεννήθηκαν ακόμα
κι εγκυμονούν στα όνειρα των γυναικών σε κώμα.

Αγάπησα κι αυτούς που πνίγηκαν στο Αιγαίο.
Θαρρώ πως το ξανάβαψαν, το ΄κάμαν πιο ωραίο!
Αγάπησα τους ποιητές τους πρόσφυγες,  που στρώνουν
τους ουρανούς της προσφυγιάς και στο θεό σιμώνουν.

Αγάπησα τους ποιητές που χάθηκαν στις μάχες
και οι φωνές τους αντηχούν στα πέρατα μονάχες.
Ψάχνοντας κάποια σώματα, φτωχές ψυχές να μπούνε
και απ’ των αιώνων τις ρωγμές να μας γλυκολαλούνε.

Αγάπησα τους ποιητές που ΄ναι καταραμένοι
και στη κατάρα τους πιστοί. Και καταδικασμένοι
να περπατούν στα σύννεφα και πίσω απ’ τις σκιές τους, 
να σέρνονται ανδρείκελα οι μαύρες συλλογές τους.

Αγάπησα τους ποιητές που κλείδωσαν τους χρόνους
κι  αγάπησαν και δόξασαν  στη γη, όλους τους πόνους
των ανθρώπων. Και πιθανόν,  αγάπησαν της νύχτας τη γαλήνη
κι ένα κερί στον τάφο τους που πάντα αναβοσβήνει.

Τέλος αγάπησα πολύ τους ποιητές εκείνους
που γέμισαν τους στίχους μας μ΄ αμέτρητους καρκίνους.
Και δεν μπορεί ποτέ κανείς, όσο και αν προσπαθήσει
κείνους τους στίχους που γερνούν, να τους γεροκομήσει.


Τιμητική διάκριση στον 2ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης (κατηγορία έμετρου στίχου) του περιοδικού ΚΕΦΑΛΟΣ 


Τρίτη 24 Μαρτίου 2020

ΝΑ ΜΕ ΘΑΨΕΤΕ ΟΡΘΙΟ* / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ




Είναι κάτι βράδια, που σκέφτομαι πως θέλω να ταφώ όρθιος.
Αρκετά ξάπλωσα στη ζωή μου, όχι ιδιαίτερα από ανάγκη ξεκούρασης.
Και τώρα που θα μου δοθεί η ευκαιρία να είμαι αιωνίως όρθιος
τουλάχιστον το ανάστημά μου, κάτω από τα κλινοσκεπάσματα της γης,
είναι κάτι και τούτο.
Μη νομίζετε πως δεν το όρθωσα όσο ζω, όσο ζούσα.
Ε ΄ καλά τώρα δεν κάνει να μιλώ ως πεθαμένος, όντας πεθαμένος.
Μα πεθαμένο δεν με θέλουν όλοι αυτοί;

Θα ΄μαι λοιπόν ένας όμορφα όρθιος πεθαμένος
Κι όλα τα ασπόνδυλα των υπόγειων στοών και οι έρποντες υπό της γης
που περιμένουν νυχθημερόν, θα απορούν, με τούτο το θέαμα.  
Δεν το είδαμε ποτέ, θα μονολογούν.

Και ευτυχώς για μένα θα είμαι απόλυτα μόνος,
καθώς τους λοιπούς συνταξιδιώτες, θα τους θωρείτε ξαπλωμένους
να μιλούν με τις ρίζες των δένδρων, να προσπαθούν να ξεδιψάσουν
όταν σταγόνες βροχής θα ξεγλιστρούν ανάμεσα από πέτρες και χώματα.
Και θα ακούω καλύτερα τα βήματα και τα συμπονετικά λόγια των επισκεπτών,
θ΄ ακούω το κλάμα και τα δάκρυα που θα σβήνουν πριν ακουστεί ο ήχος τους, πάνω στο λασπωμένο χώμα. Και δεν θα μου λύνεται καμιά απολύτως απορία.

Κι άλλοι που δεν πρόλαβαν το τραίνο, να χάνονται στο βάθος,
στις ακροποταμιές, στα αναχώματα, μέσα στα σκεπάσματα των ερώτων,
στους λογαριασμούς που φράζουν τα  γραμματοκιβώτια,
στις απελπισμένες εξόδους των σαββατοκύριακων
και δεν ξέρουν το γιατί, δεν απαντούν στα γιατί, αφήνοντας μόνο
ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια, ζουμπούλια τα προτιμώ ή και χρυσάνθεμα,
όμορφα μυρίζουν, πάνω από την μικρή ταφόπλακα, άσπρη κατά βάση.

Και γω θα είμαι όρθιος, νεκρός μα όρθιος, όχι όπως τώρα όρθιος νεκρός,  
ανάμεσα στους άλλους όρθιους νεκροζώντανους, που αναδύουν σήψη
ξαπλώνοντας στο κρεβάτι, στον καναπέ, πάνω στο δείλι και την αυγή, πάνω στο αργυρό μελάνωμα.  
Κι όχι, πρώτη φορά νεκρός από τους ώμους των τεσσάρων,
στους κουρασμένους ώμους της γης.



* Γ΄Βραβείο Γ΄ Πανελλήνιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού 2019 – 2020 από τους Πνευματικούς Ορίζοντες Λεμεσού (Κατηγορία Ποίηση ενηλίκων στον ελεύθερο στίχο)


Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας


Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Γ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκων 2019 με θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)