Τα υπόλοιπα ποιήματα της ενότητας : Υγιή Προιόντα! ...της ποιητικής συλλογής του Δημητρίου Γκόγκα : ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ/ (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)
και τώρα εχθροί
Όχι πως την είχαν ανάγκη
αλλά να έπρεπε να καλέσουν και μια νέα ποιήτρια.
Αυτή έγραφε από χρόνια και κάποια στιγμή
εξέδωσε μια συλλογή ποιημάτων.
Οι κριτικοί έφαγαν τις σελίδες οι αναγνώστες αγνόησαν τους κριτικούς.
Έβαλε τα καλά της ρούχα, τίποτα το ιδιαίτερο
και στα μαλλιά της μια κορδέλα δώρο της μαμάς που πέθανε νωρίς.
Θα έδειχνε πιο σοβαρή ψέλλισε.
Πήρε την θέση με το όνομά της.
Δίπλα της καθότανε άνθρωποι του ...πνεύματος.
Που δεν της ρίξανε ούτε μια ματιά.
Έπλεξε τα δάκτυλά της.
Κέντησε ένα προσποιητό χαμόγελο.
Έξυσε λιγάκι το μάγουλό της και έβηξε.
Ζήτησε νερό.
Δεν της φέρανε.
-δεν προβλέψανε νερό για νέες ποιήτριες-
Έβηξε και πάλι.
Ο καημός την έπνιγε.
Κανείς δεν έδωσε σημασία.
Κανείς δεν θα μάθει πως έδενε τα μαλλάκια της με στίχους.
Ξέπλεξε τα δάκτυλά της.
Πήρε την κορδέλα από τα χτενισμένα μαλλιά της.
Την φόρεσε στο λαιμό.
Τότε κατάλαβε πως την κοιτούσαν.
Αισθάνθηκε δεκάδες χέρια να τραβούν την κορδέλα,
πιο σφιχτά για να την πνίξουν.
Μαζί και οι ματιές μας θερίζουν τον αέρα.
Πότε σου πιάνω το χέρι
και πότε το αφήνω (ιδρώτας)
Ψάχνουμε να βρούμε μάρτυρες
για τις δολοφονίες μας
και δολοφόνους για ενόρκους.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;
Η πρώτη μέρα της εβδομάδας.
Η τελευταία της ανθρώπινης ξεκούρασης.
δεν έχουνε προχωρήσει δα και τόσο πολύ
πάνω στης ζωής μας την σοφία,
κείτονται στην αφυδατωμένη παραλία,
πρόσκαιρα νεκροί
(άλλοι νομίζουν ότι περπατούν τρικλίζοντας)
έχοντας εξευτελίσει ότι είναι
στο μάταιο της διασκέδασης
στην πυρά της μέθης.
με τα λιγδωμένα έντερα να έχουν πάρει
το δρόμο της καύσης, κάνουνε πιάτσα
μέσα στην οσμές των κατουρημένων θάμνων
στο Ταχυδρομείο της πόλης
(όπου σεμνότυφοι και άλλης λογής ηθικοί πολίτες
ταχυδρομούν τις σκέψεις και τις συναλλαγές της ζωής τους,
μα όχι σήμερα Κυριακή)
πιάνουν το χέρι μια μαυρούδας
για να γευθούν το βρώμικο της ηδονής
όπου η λίρα έχει το λόγο
κι ο λόγος κατοικεί
στην φαυλότητα και την ανοησία μας.
Ας φύγω τρέχοντας απ΄ το θέαμα
των Φοινικούδων αρένα
διότι πλησιάζουν και απειλητικά
οι μαύροι τύποι της τροχονομίας.
όπως και της ζωής μας τα πλούτη.
περνά ακόμα ένα
μετρώ τρία περιστέρια
κι ύστερα ψηλά γεμίζει άσπρα περιστέρια
χωρίς ένα τόπο να διαβούν
χωρίς μια φωλιά να ξαποστάσουν
στο ράμφος τους μια μπουκιά ψωμί
ανάμνηση από ειρήνη.
πίσω απ΄τον ουρανό
πίσω από κείνο τον τοίχο
πίσω από όλα όσα είναι τοίχος
ζει μια ειρήνη.
μέσα από τα μάτια σου
πάνω στον ουρανό
μέσα από κείνο τον τοίχο
πέρα από όλα όσα είναι τοίχος,
την ειρήνη.
ξημέρωσε
χτυπάς τον τοίχο να διαβείς
μα πριν σε ακούσει ο θεός
ας είναι οι άνθρωποι.
όπως ο χρόνος πάνω στη ασίγαστη γαλήνη,
να κτυπήσω με την σκαλισμένη άκρη του νυχιού ,
τ΄ ανθεκτικό καβούκι του πόνου σου
για να καρφώσω με την περίσσεια αγάπη μου
την δειλή Αχίλλειό του πτέρνα.
πενθείς κι η ελπίδα της ζωής
στενάζει στο κουρασμένο βλέμμα σου.
κι αν το μπορείς
κάμε το δάκρυ αργοκίνητη νιφάδα.
Ήλιος χαλκός εγώ, π΄ αγγίζω τη μαβιά μέρα σου
μαδώντας ένα- ένα τα πέταλα και το γλυκοχάραμα.
το δείλι μαχαίρι στις παρυφές της νύχτας
μας κόβει σου λέω, μας κόβει γλυκά
όπως ο πόνος-πληγή βαθειά στη ψυχή-
τα φλογισμένα στήθια μας.
(τον αγόρασες θυμάμαι,
εσύ ούτε που το είχες λογαριάσει,
σε τιμή ευκαιρίας,
πάντα έτσι έλεγες)
και κλαις.
Με μια κίνηση,
να έτσι
κόβοντας τον αέρα,
κλείνεις και την κουρτίνα στον ήλιο.
Σε λίγο πεθαίνεις και με λυγμούς
Φωνάζεις: «Φοβάμαι τη ζωή»
Δεν είναι ζωή ο θάνατος!
Άλλη ώρα θα το συζητήσουμε!
Το χτύπημα στη πόρτα
Σου σκούπισε αστραπιαία το δάκρυ
Μην σε δούνε κλαμένη.
Ντρέπεσαι.
Ντρέπεσαι για τη ψυχή σου
Χρόνια μια φοβισμένη ζωή, κατοικούσε μέσα σου.
Ή όχι;
Τώρα γινήκατε δύο
Και κείνος
είχε φύγει τρέχοντας απ΄ τους δρόμους
Κλείστηκε στις μουχλιασμένες κάμαρες
Μες τις ζωντανές κολάσεις
Όπου οι ψυχές καθαγιάζονται
Μονάχα με γραφές.