Ξύπνησε πολύ πρωί, ο ήλιος δεν είχε ανατείλει ακόμα και η πόλη προσπαθούσε
να βρει τους ξέφρενους ρυθμούς της.
Έφαγε βιαστικά, ντύθηκε με το γκρι κουστούμι και κίνησε για το γραφείο της και
το στούντιο του τηλεοπτικού σταθμού που δούλευε. Με τους δρόμους γεμάτους από
αυτοκίνητα, υπολόγισε πως χρειαζόταν μία ώρα να φτάσει στην εργασία της. Τακτοποιούσε
τις σκέψεις και το πρόγραμμα της ημέρας στο μυαλό της. Μεταξύ άλλων, θα έπαιρνε
συνέντευξη με μια καινούργια μέθοδο ολογράμματος,από τον ήρωα της Επανάστασης
του 1821 Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ενσωματωμένη με τεχνολογία μικρο-μηχανικής ώστε
να δίνεται η εντύπωση ότι ο φιλοξενούμενος στο στούντιο θα είναι όχι απλώς
ζωντανός αλλά θα μπορεί και να απαντά. Αυτό θα ήταν εξαιρετικά θετικό για την
τηλεοπτική καριέρα της, ειδικά φέτος που υπήρχε η αίσθηση ότι είχαν εξαντληθεί
όλες οι πρωτοτυπίες και δεν υπήρχαν καινούργιες ιδέες στην παρουσίαση των προγραμμάτων. Με το μυαλό
της κινητή βιβλιοθήκη, αποθήκευσε όλες τις γνώσεις για τον μεγάλο αυτόν Έλληνα.
Όταν έφτασε, διαπίστωσε ότι ο επίσημα «καλεσμένος» ήδη είχε αρχίσει να
παίρνει τη μορφή του. Της φάνηκε αρκετά υπερβολικό το σκηνικό που προσπαθούσαν
να στήσουν οι τεχνικοί, δίνοντας στο ολόγραμμα τη μορφή του Κολοκοτρώνη πάνω σε
άλογο από πίνακα και πιο συγκεκριμένα από ελαιογραφία του Νέστορα Βαρβέρη. Την
απέρριψε με συνοπτικές διαδικασίες, λέγοντας πως δεν θα κάνουν το πλατό,
στάβλο. Αν΄αυτού, προτίμησε τη μορφή του Κολοκοτρώνη από πίνακα του PetervonHess όπου ο ήρωας κάθεται σε μια πέτρα και
παρακολουθεί τα παλικάρια του να διασκεδάζουν.
Δέκα λεπτά πριν την καθοριζόμενη έναρξη της εκπομπής όλα ήταν έτοιμα. Ο
Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στεκόταν απέναντί της, με την μακριά κατάλευκη
φουστανέλα, το χρυσοκέντητο γιλέκο, τα κόκκινα τσαρούχια και την περικεφαλαία
δίπλα του. Καλημέρισε τους θεατές της εκπομπής, δηλώνοντας ότι ήταν βαθύτατα
συγκινημένη για τον σημερινό της καλεσμένο. Ξεκίνησε αναφέροντας την καταγωγή
του, με πληροφορίες για τον τόπο που γεννήθηκε, το Ραμοβούνι της Μεσσηνίας, την
μητέρα του Ζαμπία Κωστάκη και τον πατέρα του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη. Από τον
πρόλογό της δεν παραλήφθηκε αναφορά στην αλλαγή του επιθέτου από τον παππού
του, από Τσεργίνης σε Κολοκοτρώνης ως απόδοση στα ελληνικά του αρβανίτικου
παρωνυμίου «Πιθεγκούρας».
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κοίταζε με απορία πότε την ίδια και πότε την
κάμερα, προσέχοντας ιδιαίτερα τις απαντήσεις. Εξάλλου ο ίδιος γνώριζε πως αυτά
που θα έλεγε, θα είχαν πολύ μεγαλύτερη απήχηση στην εποχή του και όχι στο
σύγχρονο κόσμο, καθώς η ελευθερία θεωρείται
δεδομένο αγαθό. Επισήμανε την ανάγκη του αγώνα, τόνισε την σημασία της
πολιορκίας της Τριπολιτσάς, ενώ στάθηκε δακρύζοντας στη μάχη στα Δερβενάκια.
Στον πρώτο και στον δεύτερο εμφύλιο πόλεμο δεν ήθελε να επεκταθεί καθώς
πετάρισε η καρδιά του και χρειάστηκε η επέμβαση της ομάδας των τεχνικών να
σταθεροποιήσουν την λειτουργία του ολογράμματος. «Κύριε Κολοκοτρώνη» τον ρώτησε
«φοβηθήκατε ποτέ για την ζωή σας; Το 1833 οι Έλληνες σας καταδίκασαν σε θάνατο
για εσχάτη προδοσία» Η απάντηση έφερε ένα κόμπο στο λαιμό. Ο σκηνοθέτης, χρόνια
στη δουλειά, έμπειρος, συνέλαβε τη στιγμή στο χρόνο και την επανέλαβε σε αργή
κίνηση. «Αντίκρυσα τόσες φορές τον θάνατο και δεν τον φοβήθηκα. Ούτε και τότε» Δεν
γνώριζε που θα οδηγούσε η συνέντευξη αυτή. Το κλίμα είχε φορτιστεί και οι
συγκινητικές στιγμές διαδέχονταν η μία την άλλη. Ζήτησε και πήρε διάλλειμα. Ο
σκηνοθέτης την πλησίασε και της χτύπησε την πλάτη. «Καλά τα πας» είπε. Οι
τεχνικοί βρήκαν την ευκαιρία και επανεξέτασαν τις λειτουργίες του ολογράμματος,
ενώ ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης έδειχνε να το απολαμβάνει λέγοντας «Θα αντέξω βρε
παιδιά. Εδώ έντεκα ολόκληρους μήνες με είχανε έγκλειστο στο Παλαμήδι. Μια
συνέντευξη είναι!»
Σε λιγότερο από δέκα λεπτά άρχισαν και πάλι. Τα φώτα ξύπνησαν τον γέρο του Μοριά
τη στιγμή που στο πίσω του στούντιο, σε μια τεράστια οθόνη αναγράφονταν τα
λόγια «Ο θεός υπέγραψε την ελευθερία της Ελλάδος και δεν παίρνει πίσω την
υπογραφή του». Ξύπνησε ο γέρος, ξύπνησε και η εθνική μνήμη. Η Μακιγιέρ έτρεξε
και σκούπισε το δάκρυ μ΄ ένα άσπρο μαντήλι. Κύριε Κολοκοτρώνη είναι
καταγεγραμμένο ότι είπατε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς, αν δεν είμεθα
τρελοί, δεν εκάναμε την επανάσταση….» Το πιστεύετε ακόμα και σήμερα; «Κοπέλα
μου, το τι πιστεύω εγώ πλέον δεν έχει καμία σημασία, αλλά έχει περισσότερο το
τι πιστεύετε εσείς. Εμείς πολεμήσαμε, διώξαμε τους εχθρούς για να μπορείτε
εσείς, να ζείτε ελεύθεροι. Αυτή την ελευθερία πρέπει να κρατήσετε ζωντανή εις
τους αιώνες. Θα αρκεστώ να επαναλάβω κάποια από τα λόγια της ομιλίας μου στην
Πνύκα «…Εμάς μη μας τηράτε πλέον. Το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε…Εις εσάς
μένει να ισάσετε και να στολίσετε τον τόπο, οπού ημείς ελευθερώσαμε· και, δια
να γίνη τούτο, πρέπει να έχετε ως θεμέλια της πολιτείας την ομόνοια, την
θρησκεία, την καλλιέργεια του Θρόνου και την φρόνιμον ελευθερία.»
Του έπιασε το ρυτιδωμένο χέρι, υπακούοντας στην εντολή του σκηνοθέτη. Δεν
ήξερε αν έπρεπε να υποβάλλει την
τελευταία της ερώτηση για τον θάνατό του. 4 Φεβ 1843 μετά από χορό στα
ανάκτορα. Τον ρώτησε εάν γεννιόταν ξανά θα έκαμε και πάλι την επανάστασή του;
Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και τράβηξε με βία τα καλώδια. Το ολόγραμμα χάθηκε
δια παντός.
* Το διήγημα συμπεριλήφθηκε μαζί με άλλα 40 (μετά από διαγωνισμό με θέμα: 1Φραση +821 λέξεις για το 1821) στην ειδική έκδοση και παρουσιάστηκε σε τελετή στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο την 9 Νοεμβρίου 2019