Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο Θάνατος του Κωνσταντή / Δημήτριος Γκόγκας



   
 Το πρώτο παιδί της Πανικάβας, ο Κωνσταντής, μεγάλωνε με περίσσεια φροντίδα και αγάπη από την οικογένειά του. Είκοσι χρονών παλικάρι, με τον ήλιο στο πρόσωπο και τον άνεμο να παίρνει τα χαίτη του, έλκυε τα βλέμματα των κοριτσιών του Κρωμνικού, της Γαλάνης, των Τοξοτών. Μήλο της έριδος και φθόνος των υπολοίπων ανδρών. Κανείς δεν τον προσπερνούσε σε τίποτα. Στη δουλειά και το παιχνίδι. Μόνοι του αντίπαλοι, ο χρόνος και η κούραση. Μα και τούτη την νικούσε διαρκώς.
       «Μην στα πολυλογώ, δεν κάτσαμε και πολύ στο Κρωμνικό. Κατεβήκαμε προς Γαλάνη. Χτίσαμε σπίτι, φτιάξαμε τη ζωή μας καλύτερα. Εκκλησιά, κήπους, περβόλια, είχαμε τα πάντα.» Έφτιαξε το τσεμπέρι της, τη ποδιά, έπιασε λίγο τη μαγκούρα, χτύπησε χάμω το πάτωμα. «Βάλε κανένα κούτσουρο στη φωτιά» μου είπε «θα κρυώσουμε»
        Το 1942 ήρθαν στη περιοχή οι Βούλγαροι. Και εκεί που έλεγαν ότι τελείωσαν τα βάσανα από τους Τούρκους στο Πόντο, να σου και πάλι τραγιάσκα ένας νέος τύραννος. Έκλεισαν οι εκκλησίες στα χωριά του κάμπου και κάπου – κάπου κρυφά κάποιος ιερέας ερχότανε στο Κρωμνικό και τη Γαλάνη να τους αγιάσει κυριακάτικα. Τον πρώτο χρόνο, είχε απαγορευτεί και το σχολείο, δεν μπορούσαν να μιλούνε ελληνικά δημόσια. Μαύρη χρονιά.
        «Δύσκολα, πολύ δύσκολα γιέ μου» μου απάντησε η Πανικάβα.
  
     Μικρές ομάδες στρατιωτών έκαμαν γιουρούσια και ξυλοκοπούσαν όποιον τους έφερνε αντίρρηση σε παράλογες απαιτήσεις. Λιγόστεψαν τα τρόφιμα, αυξήθηκαν οι εισφορές, ο λαός πεινούσε και υπέφερε.

       «Άνοιγαν τις πόρτες, έμπαιναν όποτε ήθελαν και άρπαζαν ότι τους άρεσε, ότι έβρισκαν και τους γυάλιζε το μάτι. Εμείς   είχαμε λίγους από δαύτους μα ήταν αρκετοί να μας κάνουν κακό. Ζούσαμε από φόβο, μέσα στο φόβο. Με τον καιρό εξοικειωθήκαμε, μη φανταστείς τίποτα σπουδαία πράγματα. Μια καλημέρα παραπάνω, ένα χαιρετισμό. Σκέψου ότι μας έδιναν 200 γραμμάρια το άτομο ψωμί από καλαμπόκι κάθε μέρα που να χορτάσει άνθρωπος. Τα παιδιά φώναζαν, ο Κωνσταντής έσφιγγε τα δόντια του, ο Πανίκος του έκανε πάντα νόημα να σωπάσει. Και κείνο έκρυβε την ομορφάδα της νιότης του πίσω από το φεγγάρι και λούφαζε. Πρώτος και στη σιωπή της νύχτας. »

Κοίταξε λίγο έξω από το παράθυρο. Τι να έβλεπε; Τίποτα. Όταν έπεφτε το σούρουπο, δεν έβλεπες τίποτα από τη Γαλάνη.

   «Μια μέρα ο Κωνσταντής κατέβηκε στο ποτάμι με άλλα παιδιά, της ηλικίας να κολυμπήσουν και να παίξουν στην αμμουδιά του Νέστου. Τρία σάλτα για εκείνον ήταν η απόσταση. Στην όχθη, που τώρα είναι το πέτρινο πεζούλι,  βρήκαν και την ομάδα των Βουλγάρων στρατιωτών να κάθονται γυμνόστηθοι με τα όπλα παράμερα, να πίνουν και να τρώνε. Ψήνανε αυτά που κλέβανε. Ο Κωνσταντής με την παρέα του κολυμπούσαν στ΄ ανοιχτά. Επικίνδυνα τα νερά, ρουφήχτρες, κρύα, πρόκληση για τους τολμηρούς. Έτσι ήταν ο Κωνσταντής μου. Δεν φοβότανε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες προκαλέσανε τον Κωνσταντή σε μονομαχία. Εκείνος δίστασε στην αρχή, μη του  λέγανε οι φίλοι του, πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε καμιά δουλειά με αυτουνούς. Δεν άκουγε, θόλωσε το μυαλό, χτύπησε δυνατότερα η καρδιά, τι συνέβη στο παιδί μου που δεν το έμαθα ποτέ»

Θόλωσε το πρόσωπο της γιαγιάς, δάκρυα, πήρε ένα λερωμένο μαντήλι και σφουγγίστηκε. Της έπιασα το κεφάλι, της το κόλλησα στο στήθος μου…

«Αχ παιδί μου, γιατί; Βάλανε στοίχημα στο κολύμπι. Ποιος να προσπεράσει τον Κωνσταντή. Δεν τον νικούσε ούτε ψάρι! Ο Βούλγαρος προσβάλθηκε, έτσι είπαν σε μένα τα άλλα παιδιά, που τα απομάκρυναν με τα όπλα. Βάλανε τον Κωνσταντή μου στη μέση, του όρμησαν τέσσερις- πέντε, τον γονάτισαν και τον έπνιξαν στα κρύα νερά. Ένα παλικάρι… το παιδί μου, το παλικάρι μου, τον Κωνσταντή μου»

Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. 

«Τι να σου πω. Ο πόνος ήταν πιο δυνατός από τότε που φύγαμε από τον Πόντο. Πως ξεριζώνεις τα χόρτα, πως λιώνεις ένα σίδερο πάνω στη φωτιά, έτσι. Πονούσα, πονούσα. Είχα πει αυτό το παιδί δεν θα μου το πάρει ο θεός. Μα ο χάρος παραφύλαγε. Και ενώ ο θεός ήταν μαζί μου και με τ΄ άλλα μου παιδιά, τον Κωνσταντή μου πως τον αφήσαμε έτσι; Απροστάτευτο, σε τούτα τα αγρίμια, τα σκυλιά. Γιατί αγόρι μου, γιατί ακόμα λέω γιατί κι ούτε ο θεός μου απαντά. Μόνο λέω σαν θα φύγω, λες να τον συναντήσω; Να δω στον ήλιο το πρόσωπό του και στον άνεμο τα μαλλάκια του;»


Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από τη ιστοσελίδα: https://www.in2life.gr/escape/destinations/article/181427/nestos-odoiporiko-sto-potami-ths-zohs.html

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

[ Όσο κινείται ο χρόνος ] του Δημητρίου Γκόγκα


 Όσο κινείται ο χρόνος

θυμάμαι και λιγότερα.
Μέχρι να έρθει το πλήρωμά του,
που δεν υπάρχει μνήμη μέσα μου.
Και μαζί με την απουσία
θα λείπει κι η αγάπη μου.
Θα σφαλιστούν τα χείλη μου
Κι οι μόνες λέξεις θα 'ναι της αναζήτησης
Τι δυστυχία να μην ζήσω σε ολα που ονειρευτήκαμε
Και ενώ εγώ θα κολυμπώ στην λήθη
εσύ θα ψιθυρίζεις τι έφταιξε.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

13 χρόνια άστεγη

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Διάβασα την ανάρτηση ενός συνανθρώπου μας σε μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης σχετικά με την κα......(το όνομα δεν δημοσιεύεται για ευνόητους λόγους) η οποία είναι άστεγη επί 13 χρόνια και έχει ως ....σπίτι πλέον μια γωνιά σε κεντρική πλατεία των Αθηνών. Αγαπημένη της συνήθεια το διάβασμα...οπότε και συλλέγει βιβλία από φίλους και γνωστούς και στις ατελείωτες ώρες μοναξιάς και ανέχειας επιδίδεται στην προσφιλή της συνήθεια. Όπως η ίδια εκμυστηρεύτηκε κάποετε είχε μια βαλίτσα με 20 και πλέον βιβλία που κάποιοι της την έκλεψαν. 
     Δεν θα σταθώ όμως στην ... συνήθεια αυτή, της κυρίας αλλά στο γεγονός ότι είναι άστεγη επί 13 χρόνια.  Σίγουρα θα υπάρχουν σοβαροί λόγοι που την οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Ίσως να είναι οικογενειακοί, το πιθανότερο οικονομικοί, ίσως πάλι προσωπικοί. 
Όποιοι και να είναι μου είναι δύσκολο να κατανοήσω ότι μπορεί να είναι επιλογή ζωής. 
    Και έρχομαι στην έρμη την πολιτεία, στην κοινωνία, στον Δήμο, στο Κράτος. Όλο και κάποιος λειτουργός των εν λόγω θεσμών που διαρκώς συντηρούνται από τον οβολό του κάθε πολίτη, πασχίζουν για το καλύτερο, θα είδε την κυρία αυτή, όπως και κάθε άλλο άστεγο. Πόσοι θα είναι 1000, 10.000 χιλιάδες. Δεν υπάρχουν αντίστοιχα τόσες τρύπες σε μια μεγαλούπολη όπως η πολυδύναμη Αθήνα για να χωθούν αυτοί οι άνθρωποι, όχι φυσικά για να μην τους βλέπουμε εμείς οι .... καλώς συντηρούμενοι πολιτισμένοι, αλλά για να ζούνε στοιχειωδώς ανθρώπινα και αξιοπρεπέστατα. Διότι όση αξιοπρέπεια σου έχει απομείνει ως άνθρωπος σου την αφαιρεί αυτή η δόλια κατάσταση της μη στέγασης, της μη τροφής σε τακτά χρονικά διαστήματα της μέρας, της μη εργασίας, της μη.....κτλ. 
     Υπάρχουν διάφορα προγράμματα τόσο του φημισμένου ηλεκτρονικού κράτους, τόσο της διαβολόσταλτης ΕΕ, τόσο του τοπικού Δήμου που οι άστεγοι θα έπρεπε να είναι μια μακρινή ανάμνηση. Εν τούτοις αυτξάνονται ελέω οικονομικής ανέχεις και προσωπικών προβλημάτων. Και δεν βρίσκεται ένας μα ένας Ανώτερος άρχοντας να εξαλείψει αυτή την κατάσταση. Δεν βρίσκεται μία μα μία Εκκλησία που αντί να μοιράζει μερίδες φαγητών ( που ορθώς το κάνει) να χτίσει 1000 (τρόπος του λέγειν) δωματιάκια με ένα WC και λουτρό και να χαρίσει διαρκές χαμόγελο. Και ας συνεχίσει να μοιράζει το κεσεδάκι με το θε-ι-κό φαγητό της. 
   Νομίζω πως η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης δεν είναι δύσκολη και ούτε ακατόρθωτη. Θέληση απαιτείται. Νου και γνώση και αποφασιστικότητα. Δεν μπορεί η κα .... να είναι 13 χρόνια άστεγη, να περνάμε από δίπλα της 156 μήνες ως να μην συμβαίνει τίποτα και να της χαρίζουμε βιβλία. (που είναι και τούτο κάτι) Όμως Δήμε, παλιοδήμε κάνε κάτι πιο ουσιαστικό. Χάρισε μια στέγη κι ας είναι σπηλιά. Ένα απάγκιο. 

Παρασκευή 10 Νοεμβρίου 2023

Ο ανθρωπος με το μπαστουνι / Ποιήματα χωρίς ετικέτα


Καθόμουν στο στασίδι,
αριστερά του ψαλτηρίου.
Υπέμενα τη τιμωρία άνωθεν
ορθοστάτης τίμιος και αβλαβής
της ακρόασης της λειτουργίας.
Είχα την πεποίθηση
πως ή εκκλησία προσφέρει
νέκταρ και αμβροσία ευαγγελίου
ως εκ τούτου έφερα εικόνα
στη πτωχή μου σκέπη ενός συμποσίου.
Να και κει πέρα καθόταν έτρωγε και έπινε
ο Κύριος.
Ήτο ο γάμος στη Κανά.
Ύστερα κατά το τέλος πέρασε από μπρος μου
ο άνθρωπος μέγιστης ηλικίας
κρατώντας ένα μπαστούνι
κι έσκυψα ευγενικά.
Ήμουν ακόμα στο μυστήριο
κι όχι σε φαγοπότι.

Πέμπτη 9 Νοεμβρίου 2023

Δέκα [10] μικρά ταξίδια του Δημητρίου Γκόγκα

 



 
Μέσα στους νευρώνες του μυαλού σου
αναζητώ την ύπαρξή μου.
Σου υποσχέθηκα λουλούδια
κι ακόμα τα βράδια κλέβω τριαντάφυλλα.
 
**
 
Καθώς νερό κυλά στα μάγουλά μου
η αυγή έχει κουρνιάσει στις ρυτίδες μου.
Για να ξεπλυθώ αναζητώ
ματαίως τις ακτίνες του ήλιου.
 
**
 
Προσπάθησα να σου πω «γαντζώσου στις πλάτες μου»
 Μα τα φτερά είχαν κοπεί από τις ρίζες.
Φυτρώσανε βρύα και λειχήνες.
Νίκησε με ορμή ξεροπόταμος.
 
**
 
Κρατιέμαι από το βλέμμα σου
γι αυτό και σε παρακαλώ μη στρέφεις το κεφάλι
ούτε δεξιά ούτε αριστερά.
Κλυδωνίζεται ο κόσμος μου.
 
**
 
Όταν μου λες «η αγάπη μου θα ζει αιώνια»
Εννοείς στην «άβυσσο» του ποιητή;
 
**
 
Η σιωπή κάνει κρότο.
Σοφιστεία έλεγα.
Μα σαν άκουσα
τη σιωπή μιας μάνας που έχασε το παιδί της.
Τράπηκα σε φυγή.
 
**
 
Ονειρεύεσαι τη πόλη,
αυτή που κατοικούν οι βάρβαροι.
Μέχρι να λαξευτεί το όνειρο
μην αφεθείς στη κατάκτησή τους.
 
**
 
Παράξενο φεγγάρι μας κυνηγά.
Αλλάζει χρώματα κατά βούληση
αψηφώντας τον κανόνα της αγάπης.
Της καρδιάς και του φλόγιστρου.  
 
**
 
Οριοθετώ τη νύχτα.
Από δω ως εκεί.
Ξεκινά με μοναξιά,
καταλήγει στη σιωπή.
 
**
 
Ανακοίνωση θυελλωδών ανέμων.
Κλείνω τα μάτια,
σφαλίζω τα χείλη,
σταυρώνω τα χέρια.
Μια θάλασσα μέσα μου.  

Ζούμε στην εποχή της... / Δημήτριος Γκόγκας