Σάββατο 2 Δεκεμβρίου 2023

Το βόλι που μίλησε * του Δημητρίου Γκόγκα



    


Ένας μήνας έμενε, ένας ολόκληρος μήνας συλλογίστηκε και ρούφηξε με μανία το τσιγάρο. Σχεδόν το έκοψε στην άκρη των χειλιών του. Σηκώθηκε νυσταγμένος από το κρεβάτι και πήγε κατ΄ ευθείαν στην τουαλέτα. Πρόσεξε πως ήθελε ξύρισμα, δεν βαριέσαι μουρμούρισε, εδώ στα σύνορα ποιος θα με δει. Φόρεσε το στρατιωτικό του παντελόνι, οι υπόλοιποι κοιμόντουσαν, μύριζε ιδρώτα και απλυσιά. Ήταν ώρες-ώρες που σιχαινότανε τον εαυτό του. Πέταξε το χιτώνιο στη ράχη του, κρέμασε όπως- όπως το τουφέκι στον ώμο και πήρε το χωμάτινο μονοπάτι που οδηγούσε στην υπερυψωμένη σκοπιά της νότιας πύλης του φυλακίου. Δεν ήταν μακριά, περίπου διακόσια μέτρα απόσταση, δίπλα από ένα τεράστιο ευκάλυπτο στην μέση μιας αλάνας. Σπαρτά καμένα από τον ξερό ήλιο από την μια πλευρά, ατελείωτα συρματοπλέγματα, νεκρή ζώνη και στο βάθος το εγκαταλελειμμένο χωριό του, από την άλλη, απ΄ την αντίπερα, έτσι πάντα έλεγε, έτσι του έμαθαν να μονολογεί.  Έτσι θα ήταν τα πράγματα από δω και πέρα. Όπως όλα και η δική του χώρα, δύο πλευρές, δύο απόψεις, δύο άνθρωποι να την φυλάνε. Ένας από εδώ και ο άλλος στην βαμμένη κόκκινη σκοπιά, στα όρια της νεκρής ζώνης.  Οι δικοί του μιλούσαν για το δίκαιό τους, οι άλλοι για το δίκαιο που χάσανε. Ποιος έχει δίκαιο τελικά; Ο κατακτημένος ή ο κατακτητής; Δεν χρειάστηκε να δώσει τώρα απάντηση. Του την είχαν δώσει οι αγνοούμενοι δικοί του άνθρωποι. Η δική του γνώμη είχε για μελάνι τον πόνο, τη θλίψη, τη προσφυγιά, τον ξεριζωμό.

     Οι απέναντι δεν είχαν ακουμπήσει τα σπίτια. Δεν είχαν φέρει εποίκους στο χωριό. Διεθνείς συνθήκες, είπαν, το προστάτευαν. Το ίδιο και η μητέρα φύση. Τα δέντρα μεγάλωσαν, έγιναν δάσος, τα αγριόχορτα, έπνιξαν τις πλατύφυλλες  τριανταφυλλιές και τις κρεμαστές πολύχρωμες βεγόνιες στις άδειες αυλές των σπιτιών. Τα γιασεμιά στις πόρτες των αυλών, μύριζαν ακόμα μα έγερναν λυπημένα προς το ματωμένο χώμα. Στους δρόμους φύτρωσαν πουρνάρια και γέμισε ο τόπος από φωλιές άγριων ζώων και ερπετών. Φίδια σέρνονταν στους χωματόδρομους και φιλούσαν τις αμαρτίες στα πόδια. Τα κεραμίδα έχασαν το χρώμα τους, σκούρυναν και πιάσανε στις άκρες βρύα και ζωντανή μούχλα. Ασπρόμαυρα όλα.

    Το μικρό νεκροταφείο του χωριού, είχε χαθεί από την εικόνα, πίσω από το ψήλωμα των θάμνων. Θυμόταν απλά την τοποθεσία του, κάπου εκεί στην άκρη, πίσω από τα κυπαρίσσια στα δεξιά της εκκλησίας, με του ερημωμένους τάφους των παππούδων του. Το καντηλάκι δεν είχε ανάψει από τη δεύτερη εισβολή.

     Η υπηρεσία αυτή του κάρφωνε την καρδιά και το σταυρουδάκι κρεμασμένο στον λαιμό έκαιγε. Όσες φορές και αν παρακάλεσε τον επιλοχία να τον βάζει υπηρεσία στην άλλη πλευρά που έβλεπε την θάλασσα, εκείνος κρατώντας  ινάτι από μια παλιά αντιλογία, όταν πρωτοήρθε στην Μονάδα, του πήγαινε κόντρα. Πάντα φύλαγε εκεί, απέναντι από την κόκκινη σημαία να ματώνει στο στήθος, με το σταυρουδάκι χωμένο στις κατάμαυρες τρίχες  και την στρατιωτική τσίγκινη κονκάρδα. Τον στρατιωτικό αριθμό και την ομάδα αίματος.

     Πλησίαζε στην σκοπιά.  Φώναξε τον σκοπό να κατέβει. Τον είδε να τον χαιρετά με ένα ασαφές μειδίαμα. Ο Ανδρέας τελείωνε τη στρατιωτική του θητεία και επέλεγε την υπηρεσία στο φυλάκιο για να περάσει ανώδυνα ο τελευταίος μήνας. Τα πήγαινε καλά μαζί του. Ήταν παλιός, αυτός ήταν νέος! «Καλό ύπνο ψάρακα» του ευχήθηκε, καθώς του εξηγούσε που άφησε τα συνθηματικά και τα πυρομαχικά. «Εντάξει» του είπε «σιγά μην χρειαστούνε». Μήνες τώρα η ίδια ανιαρή καθημερινότητα του στρατού.  

     Ανέβηκε τα σκαλοπάτια, δύο δεκάδες σκαλιά και έφτασε στην κορυφή. Παντού ακαθαρσίες, αποτσίγαρα, περιοδικά με γυμνόστηθες γυναίκες και φωτογραφίας έρωτα, χαρτιά από φαγώσιμα. Κλώτσησε το καλάθι με τα σκουπίδια, έσυρε με τα πόδια του ότι υπήρχε στο πάτωμα και έκατσε πάνω στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι από τις μαύρες κούτες των πυρομαχικών. Από εκεί μπορούσε να βλέπει τον κάμπο του κατακτημένου χωριού του. Μήνες τώρα με την ίδια εικόνα μπροστά του. Έκλεισε τα μάτια και τα άνοιξε όταν έστρεψε αλλού το πρόσωπο. Να μην βλέπει όλα εκείνα που του τρυπούν το κεφάλι, σαν καρφιά εσταυρωμένου. Δεν είναι δίκαιος ο θεός σκέφτηκε. Αν ήταν έστω και λίγο δίκαιος δεν θα άφηνε να γίνει το κακό. Όλα εκείνα που του έλεγαν, πως αφήνει τον άνθρωπο να διαχειριστεί την τύχη του και να καθορίσει την μοίρα του, κουραφέξαλα. Θεός είναι,  δεν είδε πως ο άνθρωπος είναι ανίκανος να το κάνει αυτό. Τι του τσαμπουνάνε οι ειδικοί. Αλλά τους ήξερε όλους αυτούς, μιλούσαν από θέση ισχύος ή… όχι; Δεν φύλαξαν ποτέ σκοπιά, δεν στάθηκαν ποτέ απέναντι από τον εχθρό, ποτέ δεν είδαν τα μάτια του απέναντι και κυρίως δεν είχαν αγνοούμενο και σκοτωμένο. Ή είχαν; Ειρήνη σου λένε. Αν κλείσεις τα μάτια, ας σε πάρει η ειρήνη. Εδώ όμως γίνεται ένας πόλεμος. Μπορεί να μην ακούγονται τουφέκια, μπορεί να μην χτυπάμε τύμπανα, αλλά η καρδιά, η ζωή δίνει μάχες κάθε ημέρα. Άχρηστοι άνθρωποι. Εμείς ανθρωπάκια, ρε ανθρωπάκια!

      Βολεύτηκε καλύτερα στο αυτοσχέδιο σκαμνάκι. Έβαλε παραδίπλα το τουφέκι, στα πόδια του μια τελαμώνα, στην τσέπη τα συνθηματικά. Γέλασε, μια ζωή γελούσε με τα ονόματα που έβρισκαν οι υπεύθυνοι. Ξενέρωνε με τα ονόματα στο χαρτάκι των συνθηματικών. Αν ήταν αυτός θα έβαζε κάτι που να τον τσίτωνε. Η καρδιά και η ψυχή του νέου θέλουν τσίτα. Ας πούμε μπούτια, βυζιά, μουνί, σεξ, πουτάνα. Να έρθει λέει η έφοδος και να του πει, βυζί, επανέλαβε το αληθές και να απαντήσει πουτάνα. Ε ρε πλάκες.

     «Ρε μαλάκα μου» φώναξε τι κάνει αυτός. Σηκώθηκε τρομαγμένος. Έπιασε το όπλο με μιας, σχεδόν το αγκάλιασε. Σημάδεψε. Από την απέναντι μεριά προχωρούσε προς το μέρος του ένας κόκκινος εχθρός. Πέρασε στην νεκρή ζώνη και φαινότανε να ψάχνει κάτι. Του φώναξε να απομακρυνθεί. Δεν άκουγε. Ρώτησε αν θέλει κάτι, του φάνηκε πως δεν άκουγε. Μοναχά προχωρούσε. Πήρε τηλέφωνο τον αρχιφύλακα. «Άσε την πλάκα» του απάντησε. «Ρε μαλάκα, έρχεται προς το μέρος μου» « Άσε την πλάκα, παράτα μας,  πυροβόλησε τον πούστη και αν δεν σταματήσει πυροβόλησε, σκότωσέ τον » και ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο από την άλλη άκρη του ασυρμάτου.

     Σήκωσε το όπλο, στερέωσε την κάνη στο ανοικτό παράθυρο της σκοπιάς  και φώναξε με την δύναμη της ψυχής του:  «αλτ εις συ» Σήκωσε τα μάτια ο απέναντι. Επιτέλους άκουσε! Ήταν δεν ήταν είκοσι χρονών. Πέταξε το όπλο χάμω στα χόρτα και ύψωσε τα χέρια. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε. «Γύρνα πίσω θα σου την ανάψω».

    Κοιτάχτηκαν μάλλον σαν εχθροί, μα η ματιά δεν είχε χρώμα. Ήταν ασπρόμαυρη, όπως το έρημο χωριό του. Δεν έλεγε τίποτα, σαν τα πουλιά που δεν τα άκουσε ποτέ να κελαηδάνε στο χωριό του. Δεν απάντησε, όπως δεν του απαντάνε οι παππούδες και οι γονείς του που χάθηκαν. Δεν μίλησε, γιατί δεν είχε τίποτα να πει. Τι να πει άλλωστε. Εξάλλου δεν ήθελε να τον ακούσει.

    Χωρίς όπλο προχωρούσε προς το μέρος του. «Ρε συ δεν καταλαβαίνεις μην προχωράς άλλο. Θα πυροβολήσω το εννοώ». «Φίλε ένα τσιγάρο, μοναχά ένα τσιγάρο. Οι δικοί μου στο φυλάκιο δεν έχουν, δεν δίνουν». Ζύγιασε την κατάσταση, χωρίς όπλο ο άλλος ήτανε ακίνδυνος. Εξάλλου τι ζήτησε, ένα τσιγάρο μόνο. «Καλά κατεβαίνω» Μην κουνηθείς. Κατέβηκε τα σιδερένια σκαλοπάτια της σκοπιάς με μεγάλες δρασκελιές. Πόνεσαν τα πόδια του. Απείχε μόλις λίγα μέτρα από τον συνομήλικο του. «Κάμε παραπέρα, θα σου δώσω». Δεν πρόλαβε να βάλει το χέρι στην τσέπη του χιτωνίου και το σιδερένιο πόδι της σκοπιάς τραντάχτηκε από χτύπημα σφαίρας. Ο διαπεραστικός ήχος της, σήκωσε τα πετούμενα της νεκρής ζώνης. Γέμισε ο ουρανός από μαύρα κοράκια. Ασυναίσθητα κυλίστηκε στο έδαφος, πήρε την θέση μάχης που έμαθε στην εκπαίδευση και βλέποντας τον αντίπερα να τρέχει,  πυροβόλησε και έσκυψε ξανά κάτω. Ο ήχος της δικής του σφαίρας έσπασε την σιωπή της νεκρικής ζώνης. Καθώς άκουσε την νεανική κραυγή, να πετά προς τον ουρανό του φάνηκε πως ο αγέρας της πατρίδας του μίλησε. Πως πήραν την σωστή τους θέση στην ζωή του οι αλύτρωτες μνήμες και το δικό του πρωινό. Οι αγνοούμενοι και ο μεγάλος θεός. Είχε σκοτώσει. Ήταν πολύ εύκολο.

    Ανέβηκε βιαστικά στη σκοπιά σα μαγεμένος άνεμος. Κουλουριάστηκε στη γωνία, μέσα στις ακαθαρσίες, τα αποτσίγαρα, στα περιοδικά με τις γυμνόστηθες γυναίκες. Έβγαλε από τη τσέπη του το τσιγάρο και το άναψε αργά. Ο καπνός του ζάλισε το μεδούλι. Ο ασύρματος χτυπούσε ανελέητα. Σήκωσε το ακουστικό και άκουσε τον Αρχιφύλακα να τον ζαλίζει με τις ερωτήσεις και να γελά από ικανοποίηση. Όταν τελείωσε την αναφορά, βυθίστηκε ακόμα πιο πολύ στη γωνιά σκεπάζοντας το τρομαγμένο πρόσωπό του με το χιτώνιο.  Κοιμήθηκε με μια πρωτόγνωρη ανησυχία. Ίσως αναλογίστηκε να είναι τούτη η ηρεμία του νικητή!



* Έπαινος στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος έτους 2021 του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής (Κύπρου) 

* Η φωτογραφία είναι από την ταινία : Η ιστορία της Πράσινης Γραμμής και έχει ληφθεί από την σελίδα: https://www.filmy.gr/movies-database/the-story-of-the-green-line/

Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

ΔΥΟ ΞΥΛΑ / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ / Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών / Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ / 2015



 
Ήμασταν φίλοι

και τώρα εχθροί
 
δυο ξύλα σ΄ ένα σταυρό

Ισραήλ- Χαμάς ή Ισραήλ - Παλαιστίνη;

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Και ενώ το ενδιαφέρον του κόσμου μετατοπίστηκε από τον πόλεμο Ουκρανίας - Ρωσίας, συνεχίζεται η εκεχυρεία στην πολεμική διαμάχη μεταξύ του κράτους του Ισραήλ και της στρατιωτικής οργάνωσης της Χαμάς, που είχε μέχρι πρότεινος τον έλεγχο της Γάζας και κυρίως τον έλεγχο της βόρειας Γάζας. Όλα ξεκίνησαν όπως είναι γνωστό στις 7 Οκτ 2023, όταν μέλη της Χαμάς, εισέβαλαν στο κράτος του Ισραήλ και προέβησαν σε ωμότητες κατά την διάρκειας της τρομοκρατικής τους επιχείρησης. Σύμφωνα με τις ειδησιογραφικές πληροφορίες διαπράχτηκαν, σκοτωμοί (περί του 1400 ανθρώπους), βιασμοί, αποκεφαλισμοί και απήχθησαν πάνω από 200 άτομα (διαφόρων εθνικοτήτων) που μέχρι και σήμερα κρατούνται ως όμηροι. Πάνω από 50 άτομα απελευθερώθηκαν, και ύστερα από συμφωνία μεταξύ της Χαμάς και του Ισραήλ επέστρεψαν στην πατρίδα τους. Το Ισραήλ από την πλευρά του ελευθέρωσε και θα ελευθερώσει το τριπλάσιο αριθμό κρατούμενων Παλαιστινίων. 
    Το πρόβλημα είναι τι θα επακολουθήσει. Διότι ο Πρωθυπουργός του Ισραήλ ξεκαθάρισε πως ενώ δεν υπάρχει ολοκληρωμένο σχέδιο για την μετά του πολέμου εποχή για την Γάζα οι εχθροπραξίες θα συνεχιστούν ως να εξολοθρευθεί η τρομοκρατική οργάνωση της Χαμάς. (ο πλήρης έλεγχος της Γάζας, δήλαδή η κατοχή της περιοχής από το Ισραήλ δεν είναι λύση)

Ας δούμε όμως μερικά δεδομένα του πολέμου αυτού ή της πολεμικής επιχείρησης των Ισραηλιτών κατά του βόρειου τμήματος της Γάζας. 

α. 7 Οκτ 2023: Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι η Χαμάς προέβει σε τρομοκρατική δράση. Ως οργάνωση η Χαμάς για όλο τον Δυτικό Κόσμο αποτελεί μια τρομοκρατική οργάνωση, ενώ για τις Μουσουλμανικές χώρες και ειδικά για το Ιράν, την Τουρκία, την Υεμένη κ.α είναι μια πολεμική μηχανή που μάχεται για την απελευθέρωση των Παλαιστινίων από το Ισραήλ και τη δημιουργία ενός Παλαιστινιακού Κράτους. 

β. Από την ίδια χρονική στιγμή το Ισραήλ ανέλαβε δράση, της οποίας το αποτέλεσμα από τους συνεχείς βομβαρδισμούς της βόρειας Γάζας και πιο συγκεκριμένα της πόλης της Γάζας, είναι να δημιουργηθεί μια εκατόμβη νεκρών. Πάνω από 15000 άνθρωποι σκοτώθηκαν στην πλειονότητά τους 
γυναικόπαιδα, φέροντες, άρρωστοι, γενικά άμαχοι. Φυσικά δεν μπορούν να χαρακτηριστούν παράπλευρες απώλειες καθώς η οργή του Ισραήλ ήταν τέτοια μέχρι αυτή την ώρα που ενώ δήλωναν πως πολεμούσαν την Χαμάς, βομβάρδιζαν σημεία όπου είχαν υπόνειες πως ήταν ορμητήρια της Χαμάς. (Σχολεία, Νοσοκομεία, Καταυλισμοί κτλ) 

γ. Το γεγονός ότι ειδοποίησαν να φύγουν από το βόρειο τμήμα της Γάζας οι Παλαιστίνιοι, δηλαδή να αφήσουν τα πάτρια εδάφη τους προκειμένου να βομβαρδιστούν ως να συμβαίνει η συντέλεια του κόσμου τα τούνελ της Χαμάς δεν αποτελεί δικαιολογία. Ο στρατός του Ισραήλ που κατατάσεται ανάμεσα στους 10 ισχυρότερους στρατούς του κόσμου θα μπορούσε να εκτελέσει άλλου είδους αποστολή προκειμένου να εξολοθρεύσει μονάχα τη Χαμάς. Επίσης είναι άκρως περίεργο πως μια από τις σπουδαιότερες υπηρεσίες κατασκοπίας δεν μπόρεσαν να γνωρίζουν την τρομοκρατική επιχείρηση της Χαμάς. 

δ. Η Ιστορία διδάσκει πως όταν προσπαθείς να σκοτώσεις μια Λερναία Ύδρα φυτρώνουν άλλες δέκα. Μόνο ο Ηρακλής κατόρθωσε να σκοτώσει τη μεγαλύτερη. Εκείνος όμως ήταν ημίθεος. Το Ισραήλ αδυνατεί να κατανοήσει πως δικαίωμα στη δημιουρία κράτους έχουν και οι Παλαιστίνιοι. Ένα κράτος που θα περιλαμβάνει την περιοχή της Γάζας, θα ενώνεται με την δυτική όχθη και θα έχει μέρος της Ιερουσαλήμ. Αλλιώς και στο μέλλον θα υπάρχουν δεκάδες λερναίες στην περιοχή. 

ε. Ο Δυτικός κόσμος σύσσωμος δικαιολόγησε την αντίδραση του Ισραήλ ως αυτοάμυνα. Από ένα σημείο όμως και μετά η αυτοάμυνα πήρε άλλη θανατερή τροπή. Έγινε εκδίκηση και επίθεση κατά αμάχων. Έτσι χάθηκε και το ηθικό πλεονέκτημα που είχαν οι Ισραηλινοί. 

στ. Ο Δυτικός κόσμος πανυγήρισε την απελευθέρωση ορισμένων ομήρων μέχρι τη στιγμή που γράφονται αυτές οι σελίδες, αλλά δεν τήρησε την ίδια στάση για την απελευθέρωση των φυλακισμένων παλαιστινίων, των αθώων φυλακισμένων παλαιστινίων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η απελευθέρωση μια παλαιστίνιας που ήταν φυλασκισμένη από τα 16 της χρόνια και για 6 συναπτά έτη επειδή προσπάθησε να χαστουκίσει στρατιώτη του Ισραήλ! 

ζ. Τα μουσουλμανικά κράτη που κόπτονται για τονΠαλαιστινιακό λαό, αντέδρασαν με ... αμερικάνικη λογική. Δεν έχει σημασία πόσοι θα σκοτωθούν αρκεί να μην επεκταθεί ο πόλεμος. Οι ΗΠΑ κρατούν καλά τα γκέμια. Λίγη φάνηκε η Αίγυπτος, μακράν το Ιράν, γαύγιζε απλώς η Τουρκία. Μέχρι και σήμερα. 

   Ευθύνες έχουν και οι δύο πλευρές. Υπόλογες έναντι των λαών τους και το κράτος του Ισραήλ και η Χαμάς. Ποιος θα νικήσει στον πόλεμο; Είναι ηλίου φαεινότερον το Ισραήλ. Τι θα συμβεί στο μέλλον; Την ευθύνη την έχουν οι ΗΠΑ, το Ισραήλ, και οι όμορες μουσουλμανικές χώρες. Η μόνη λύση η δημιουργία παλαιστινιακού κράτους και η αποδοχή του Ισραήλ ως κράτους από τον μουσουλμανικό κόσμο. 

Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023

Ο Θάνατος του Κωνσταντή / Δημήτριος Γκόγκας



   
 Το πρώτο παιδί της Πανικάβας, ο Κωνσταντής, μεγάλωνε με περίσσεια φροντίδα και αγάπη από την οικογένειά του. Είκοσι χρονών παλικάρι, με τον ήλιο στο πρόσωπο και τον άνεμο να παίρνει τα χαίτη του, έλκυε τα βλέμματα των κοριτσιών του Κρωμνικού, της Γαλάνης, των Τοξοτών. Μήλο της έριδος και φθόνος των υπολοίπων ανδρών. Κανείς δεν τον προσπερνούσε σε τίποτα. Στη δουλειά και το παιχνίδι. Μόνοι του αντίπαλοι, ο χρόνος και η κούραση. Μα και τούτη την νικούσε διαρκώς.
       «Μην στα πολυλογώ, δεν κάτσαμε και πολύ στο Κρωμνικό. Κατεβήκαμε προς Γαλάνη. Χτίσαμε σπίτι, φτιάξαμε τη ζωή μας καλύτερα. Εκκλησιά, κήπους, περβόλια, είχαμε τα πάντα.» Έφτιαξε το τσεμπέρι της, τη ποδιά, έπιασε λίγο τη μαγκούρα, χτύπησε χάμω το πάτωμα. «Βάλε κανένα κούτσουρο στη φωτιά» μου είπε «θα κρυώσουμε»
        Το 1942 ήρθαν στη περιοχή οι Βούλγαροι. Και εκεί που έλεγαν ότι τελείωσαν τα βάσανα από τους Τούρκους στο Πόντο, να σου και πάλι τραγιάσκα ένας νέος τύραννος. Έκλεισαν οι εκκλησίες στα χωριά του κάμπου και κάπου – κάπου κρυφά κάποιος ιερέας ερχότανε στο Κρωμνικό και τη Γαλάνη να τους αγιάσει κυριακάτικα. Τον πρώτο χρόνο, είχε απαγορευτεί και το σχολείο, δεν μπορούσαν να μιλούνε ελληνικά δημόσια. Μαύρη χρονιά.
        «Δύσκολα, πολύ δύσκολα γιέ μου» μου απάντησε η Πανικάβα.
  
     Μικρές ομάδες στρατιωτών έκαμαν γιουρούσια και ξυλοκοπούσαν όποιον τους έφερνε αντίρρηση σε παράλογες απαιτήσεις. Λιγόστεψαν τα τρόφιμα, αυξήθηκαν οι εισφορές, ο λαός πεινούσε και υπέφερε.

       «Άνοιγαν τις πόρτες, έμπαιναν όποτε ήθελαν και άρπαζαν ότι τους άρεσε, ότι έβρισκαν και τους γυάλιζε το μάτι. Εμείς   είχαμε λίγους από δαύτους μα ήταν αρκετοί να μας κάνουν κακό. Ζούσαμε από φόβο, μέσα στο φόβο. Με τον καιρό εξοικειωθήκαμε, μη φανταστείς τίποτα σπουδαία πράγματα. Μια καλημέρα παραπάνω, ένα χαιρετισμό. Σκέψου ότι μας έδιναν 200 γραμμάρια το άτομο ψωμί από καλαμπόκι κάθε μέρα που να χορτάσει άνθρωπος. Τα παιδιά φώναζαν, ο Κωνσταντής έσφιγγε τα δόντια του, ο Πανίκος του έκανε πάντα νόημα να σωπάσει. Και κείνο έκρυβε την ομορφάδα της νιότης του πίσω από το φεγγάρι και λούφαζε. Πρώτος και στη σιωπή της νύχτας. »

Κοίταξε λίγο έξω από το παράθυρο. Τι να έβλεπε; Τίποτα. Όταν έπεφτε το σούρουπο, δεν έβλεπες τίποτα από τη Γαλάνη.

   «Μια μέρα ο Κωνσταντής κατέβηκε στο ποτάμι με άλλα παιδιά, της ηλικίας να κολυμπήσουν και να παίξουν στην αμμουδιά του Νέστου. Τρία σάλτα για εκείνον ήταν η απόσταση. Στην όχθη, που τώρα είναι το πέτρινο πεζούλι,  βρήκαν και την ομάδα των Βουλγάρων στρατιωτών να κάθονται γυμνόστηθοι με τα όπλα παράμερα, να πίνουν και να τρώνε. Ψήνανε αυτά που κλέβανε. Ο Κωνσταντής με την παρέα του κολυμπούσαν στ΄ ανοιχτά. Επικίνδυνα τα νερά, ρουφήχτρες, κρύα, πρόκληση για τους τολμηρούς. Έτσι ήταν ο Κωνσταντής μου. Δεν φοβότανε. Οι Βούλγαροι στρατιώτες προκαλέσανε τον Κωνσταντή σε μονομαχία. Εκείνος δίστασε στην αρχή, μη του  λέγανε οι φίλοι του, πάμε να φύγουμε, δεν έχουμε καμιά δουλειά με αυτουνούς. Δεν άκουγε, θόλωσε το μυαλό, χτύπησε δυνατότερα η καρδιά, τι συνέβη στο παιδί μου που δεν το έμαθα ποτέ»

Θόλωσε το πρόσωπο της γιαγιάς, δάκρυα, πήρε ένα λερωμένο μαντήλι και σφουγγίστηκε. Της έπιασα το κεφάλι, της το κόλλησα στο στήθος μου…

«Αχ παιδί μου, γιατί; Βάλανε στοίχημα στο κολύμπι. Ποιος να προσπεράσει τον Κωνσταντή. Δεν τον νικούσε ούτε ψάρι! Ο Βούλγαρος προσβάλθηκε, έτσι είπαν σε μένα τα άλλα παιδιά, που τα απομάκρυναν με τα όπλα. Βάλανε τον Κωνσταντή μου στη μέση, του όρμησαν τέσσερις- πέντε, τον γονάτισαν και τον έπνιξαν στα κρύα νερά. Ένα παλικάρι… το παιδί μου, το παλικάρι μου, τον Κωνσταντή μου»

Χτύπησε το χέρι στο τραπέζι. 

«Τι να σου πω. Ο πόνος ήταν πιο δυνατός από τότε που φύγαμε από τον Πόντο. Πως ξεριζώνεις τα χόρτα, πως λιώνεις ένα σίδερο πάνω στη φωτιά, έτσι. Πονούσα, πονούσα. Είχα πει αυτό το παιδί δεν θα μου το πάρει ο θεός. Μα ο χάρος παραφύλαγε. Και ενώ ο θεός ήταν μαζί μου και με τ΄ άλλα μου παιδιά, τον Κωνσταντή μου πως τον αφήσαμε έτσι; Απροστάτευτο, σε τούτα τα αγρίμια, τα σκυλιά. Γιατί αγόρι μου, γιατί ακόμα λέω γιατί κι ούτε ο θεός μου απαντά. Μόνο λέω σαν θα φύγω, λες να τον συναντήσω; Να δω στον ήλιο το πρόσωπό του και στον άνεμο τα μαλλάκια του;»


Σημείωση: Η φωτογραφία είναι από τη ιστοσελίδα: https://www.in2life.gr/escape/destinations/article/181427/nestos-odoiporiko-sto-potami-ths-zohs.html

Πέμπτη 16 Νοεμβρίου 2023

[ Όσο κινείται ο χρόνος ] του Δημητρίου Γκόγκα


 Όσο κινείται ο χρόνος

θυμάμαι και λιγότερα.
Μέχρι να έρθει το πλήρωμά του,
που δεν υπάρχει μνήμη μέσα μου.
Και μαζί με την απουσία
θα λείπει κι η αγάπη μου.
Θα σφαλιστούν τα χείλη μου
Κι οι μόνες λέξεις θα 'ναι της αναζήτησης
Τι δυστυχία να μην ζήσω σε ολα που ονειρευτήκαμε
Και ενώ εγώ θα κολυμπώ στην λήθη
εσύ θα ψιθυρίζεις τι έφταιξε.

Σάββατο 11 Νοεμβρίου 2023

13 χρόνια άστεγη

     γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας

Διάβασα την ανάρτηση ενός συνανθρώπου μας σε μέσο Κοινωνικής Δικτύωσης σχετικά με την κα......(το όνομα δεν δημοσιεύεται για ευνόητους λόγους) η οποία είναι άστεγη επί 13 χρόνια και έχει ως ....σπίτι πλέον μια γωνιά σε κεντρική πλατεία των Αθηνών. Αγαπημένη της συνήθεια το διάβασμα...οπότε και συλλέγει βιβλία από φίλους και γνωστούς και στις ατελείωτες ώρες μοναξιάς και ανέχειας επιδίδεται στην προσφιλή της συνήθεια. Όπως η ίδια εκμυστηρεύτηκε κάποετε είχε μια βαλίτσα με 20 και πλέον βιβλία που κάποιοι της την έκλεψαν. 
     Δεν θα σταθώ όμως στην ... συνήθεια αυτή, της κυρίας αλλά στο γεγονός ότι είναι άστεγη επί 13 χρόνια.  Σίγουρα θα υπάρχουν σοβαροί λόγοι που την οδήγησαν σε αυτή την κατάσταση. Ίσως να είναι οικογενειακοί, το πιθανότερο οικονομικοί, ίσως πάλι προσωπικοί. 
Όποιοι και να είναι μου είναι δύσκολο να κατανοήσω ότι μπορεί να είναι επιλογή ζωής. 
    Και έρχομαι στην έρμη την πολιτεία, στην κοινωνία, στον Δήμο, στο Κράτος. Όλο και κάποιος λειτουργός των εν λόγω θεσμών που διαρκώς συντηρούνται από τον οβολό του κάθε πολίτη, πασχίζουν για το καλύτερο, θα είδε την κυρία αυτή, όπως και κάθε άλλο άστεγο. Πόσοι θα είναι 1000, 10.000 χιλιάδες. Δεν υπάρχουν αντίστοιχα τόσες τρύπες σε μια μεγαλούπολη όπως η πολυδύναμη Αθήνα για να χωθούν αυτοί οι άνθρωποι, όχι φυσικά για να μην τους βλέπουμε εμείς οι .... καλώς συντηρούμενοι πολιτισμένοι, αλλά για να ζούνε στοιχειωδώς ανθρώπινα και αξιοπρεπέστατα. Διότι όση αξιοπρέπεια σου έχει απομείνει ως άνθρωπος σου την αφαιρεί αυτή η δόλια κατάσταση της μη στέγασης, της μη τροφής σε τακτά χρονικά διαστήματα της μέρας, της μη εργασίας, της μη.....κτλ. 
     Υπάρχουν διάφορα προγράμματα τόσο του φημισμένου ηλεκτρονικού κράτους, τόσο της διαβολόσταλτης ΕΕ, τόσο του τοπικού Δήμου που οι άστεγοι θα έπρεπε να είναι μια μακρινή ανάμνηση. Εν τούτοις αυτξάνονται ελέω οικονομικής ανέχεις και προσωπικών προβλημάτων. Και δεν βρίσκεται ένας μα ένας Ανώτερος άρχοντας να εξαλείψει αυτή την κατάσταση. Δεν βρίσκεται μία μα μία Εκκλησία που αντί να μοιράζει μερίδες φαγητών ( που ορθώς το κάνει) να χτίσει 1000 (τρόπος του λέγειν) δωματιάκια με ένα WC και λουτρό και να χαρίσει διαρκές χαμόγελο. Και ας συνεχίσει να μοιράζει το κεσεδάκι με το θε-ι-κό φαγητό της. 
   Νομίζω πως η αντιμετώπιση αυτής της κατάστασης δεν είναι δύσκολη και ούτε ακατόρθωτη. Θέληση απαιτείται. Νου και γνώση και αποφασιστικότητα. Δεν μπορεί η κα .... να είναι 13 χρόνια άστεγη, να περνάμε από δίπλα της 156 μήνες ως να μην συμβαίνει τίποτα και να της χαρίζουμε βιβλία. (που είναι και τούτο κάτι) Όμως Δήμε, παλιοδήμε κάνε κάτι πιο ουσιαστικό. Χάρισε μια στέγη κι ας είναι σπηλιά. Ένα απάγκιο.