Τετάρτη 31 Ιουλίου 2024

Του κόσμου μας φεγγάρι / Δημήτριος Γκόγκας

 


 
Κυλάει ο χρόνος μες στο καλοκαίρι.
Σε κάποιο κάδρο σ΄ έχω ξαναδεί.
Πιάσε γυναίκα, το δεξί μου χέρι
και κράτα το, πριν σβήσει η αυγή.
 
Κι ένα φεγγάρι, ανθός στη θύμησή μας,
τις νύχτες θα φωτίζει τη ζωή μας.
 
Στα κύματα σειρήνες τραγουδάνε.
Ο ουρανός συννέφιασε μαθές!
Οι νότες τσιγαρόχαρτα και σπάνε
κι η Πηνελόπη κόβει τις ραφές!
 
Και συ ρωτάς: θα φέξει το φεγγάρι;
Σου απαντώ: πως ναι τον Αλωνάρη.
 
Ξυπνά το σκότος, φρίττω τον Ιούλη
Ανάποδα χτυπάει η καρδιά!
Ακόμα να ξυπνήσουνε οι δούλοι
με προσευχές μιλούν και ωσαννά!
 
Μα σαν χαθεί τ ολόγιομο φεγγάρι.
Θα γεννηθεί στον κόσμο ένα βλαστάρι!

ΣΤΑ ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 


2 Νοεμβρίου 2002

 

ΣΤΑ ΑΓΕΝΝΗΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ


Στ΄ αγέννητα φεγγάρια αγάπες μου προσεύχομαι.
Να λάμπουνε σαν άστρα.

Ακάνθινους δρόμους γυρισμού ας χαράξουνε
Κι αφού διαβώ των ακριτών τ΄ απόρθητα κάστρα,
Τα στήθη ορνέων γυναικών,
Σεμνά και σεβάσμια θα ψηλαφίσω.
Μην πέσω, μην υποκύψω στης αμαρτίας την εντολή
Κι ύστερα θα οσμίζω τα δάκρυα της γης,
Κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα.

Τρίτη 30 Ιουλίου 2024

Ερωτήσεις / Ποίημα από τη συλλογή: ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ / 2015 του Δημητρίου Γκόγκα

 ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ



Κίτρινο βαθύ Φθινόπωρο
κι ένας άρρωστος Σεπτέμβρης 
με συμπτώματα γρίπης.
Ενοικιαστήριο προσωρινό 
πληρώνει η ζωή μου,
σ΄ ένα αρσενικό αφιλόξενο στρατώνα. 
Έστρωσε ατάκτως τα ξεραμένα φύλλα του ο μεθυσμένος μήνας, σκεπάζοντας με το κίτρινο σεντόνι του,
της γης τα εναπομείναντα ζωντανά μέρη.
Κατοίκησε έσχατος και ντροπαλός μέσα μου,
αναπάντεχα και απροσδόκητα.
Μύριζε πρώιμη βροχή, μύριζε και ξαφνικό κρύο.
Χουχούλιασα και ρίγωσα μέσα στα σιδερωμένα χακί.
Τρεις μήνες ενέχυρο, συγχρόνως και η εξόφληση.

Δειλά ο μεστωμένος ήλιος
μεγάλωνε πάνω από τα κουρεμένα κεφάλια μας,
στο αυστηρό πρωινό
κι έπαιρνε αγκομαχώντας την υπέρ ταχεία του χρόνου,
να μπολιάσει στη νοτισμένη δύση της ημέρας τα σπασμένα κομμάτια.
«Σε παρακαλώ» μέσα απ΄ τη παγερή σιωπή
και τ΄ όμοιο σκοτάδι των απογευματινών καψερών ηλιαχτίδων.
Στη βρεγμένη σιωπή,
στα μουδιασμένα χαμόγελα των νιόφερτων ανδρών,
στις πρωινές ώρες του γριπωμένου Σεπτέμβρη.

Έπιανα την βαριά καρδιά μουμια κρύα φλούδα πεύκου ξεκολλούσε.
Αντίκριζα το ψηλό βουνό,
τόσο μικρό αυτό το βουνό με σκονισμένα κυπαρίσσια.
Η εγκυμονούσα ψυχή μου μια μικρή σημαία που γνώριζε να σωπαίνει.
Πόσες μορφές να πάρει τούτη η σιωπή.
Όσες οι σιωπές τόσοι και οι άνθρωποι.
Μετρούσα την σιωπή της ψυχής
με το δεξί δείκτη υψωμένο κάθετα στα δύο χείλη.
Δεν μπορείς να μιλήσεις.
Δεν έχεις το δικαίωμα, ούτε θα έχεις την ευκαιρία.   
Μετρούσα τα βήματα των άλλων,
διαιρούσα κι έβγαζα τα δικά μου στο πηλίκο.
Επιτραπέζιο παιχνίδι στην αχανή αρένα
καθώς έβλεπα την αλλαγή φρουράς.
Μπροστά σκυφτός ο γέρος Δεκανέας, νέος γερασμένος χρόνος.
Άχρονος διαμελιστής σκοπών, ταχυδρόμος όπλων και φυσιγγίων.
Πέφτανε στάλεςο σκουριασμένος τσίγκος  τις σιγοντάριζε.
Και πάλι εν δυο, ψηλά το ακούραστο χέρι, ίσιο το ακοίμητο όπλο, δυνατά το σταθερό πόδι.
Γυναίκα απάτη η διαρκής βροχή.
Πάλευε, ερωτοτροπώντας με το ξερό, ουδέτερο χώμα.
Αναζήτηση.

Εγώ, 
το άπλετο στενάχωρο εγώ, στο άνετο εμείς,
περίμενα απ΄ ώρα σε ώρα να σταματήσει
παίρνοντας τον δρόμο της ξενιτειάς
του αποχωρισμούτου Χειμώνα και της Άνοιξης. Τόσο θα διαρκούσε το ταξίδι αυτό στον πακτωλό ποταμό. Οκτώ μήνες και τρεις εποχές.


Πικροδάφνες πότιζαν οι μικρές και μεγάλες στάλες!

Μάνα ορφανήκαλή μου μάναπως στέκεσαι έτσι;
Μην καίγεσαι έτσικομμένη καλαμιά του κάμπου.

Στην μέση του κύκλου χορεύουν αντάμα,
Ο γκρίζος ουρανός καΙ η ετοιμόγεννη γη.
Μάχονται εντός μου

Κούφιο πικραμύγδαλο η ειρήνη και ένας λάγνος πόλεμος κοχλάζουν μέσα μου. Σύνθεση παράταιρη στα τραπέζια των λαών του κόσμου.
Ξερό, ετοιμόρροπο λαρύγγι να σπάσει.
Μια πλίθινη πηγή από έρημο στην έρημο.
Στέγνωσε από την αιώνια ανομβρία των λέξεων.
Πώς να ξεδιψάσω από το άνυδρο των χρόνων;
Τα αγιάτρευτα ερωτήματα μικτά μουσκεύουνε,
Πέφτουν από τις χαλασμένες ράγες των αρχαίων συρμών.
Οι επιταγές ανεξαργύρωτες με σκουριασμένες άγκυρες
Οπλισμένες περίτρανα και θανάσιμα.

Στενάζουν οι μολυσμένοι κοριοί.
Μικρές παγίδεςαλώνουνε το μισοφαγωμένο στρώμα.

Ο θεός μας έστειλε την φθινοπωρινή καταιγίδα.
Η αποδιωγμένη σιωπή μας, σταμάτησε με το αυστηρό αλτ του Δεκανέα.
Είχε τελειώσει η αλλαγή των δειλινών σκοπών.
Ο ήχος λόξιγκας μιας σταγόνας στο τσίγκο.
Χνώτο ζωγραφιστό πάνω στο λερωμένο τζάμι.
Τα θηκάρια είχαν γεμίσει από λάμες και σκέψεις.
Απλώσαμε τα κουρασμένα σώματα, στα μουχλιασμένα στρώματα, μουχλιάσαμε αμέσως και εμείς.
Το άνετο εμείς και το αγχωμένο εγώ!

Οι αεικίνητες φιγούρες κλαμένων γυναικών ξυπνήσανε,
Μέσα στα χιαστί πλέγματα των στεναγμών και των σιδερένιων κρεβατιών.
Βλέπαμε τους δρόμους της ζωής από δω.
Φταίει η δυνατή βροχήο μαύρος βαρύς ουρανός;
Οι φάλτσες ανδρικές φωνές από τους διπλανούς θαλάμους,
Μακρινά μοιρολόγια, μιμήσεις νεκρικών ακολουθιών
Που αψηφούν – λένε υστερικά-τον θάνατο,
Όταν παίρνει τα όνειρά μας στο παρόν και υποδαυλίζει το εμπρός.

Κόπασε επιτέλους η βροχή,
Το χέρι άπλωσε δυο στάλες δροσιά στα κουρεμένα μαλλιά.
Κόπασε και η σιωπή.

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2024

Ο παλιός κόσμος μας χάνεται.

 Ο παλιός κόσμος μας χάνεται. Έφυγαν οι πρόγονοι, οι γονείς, μας αποχαιρετούν. Η ζωή, μας οδήγησε σε άλλα μέρη. Ασπρόμαυρες οι εικόνες της Κυριακάτικης βόλτας στην πλατεία, το σουβλάκι με την ξεροψημενη φέτα ψωμιού στην κορυφή, το μουχαμπετ των γυναικών στο πλατυσκαλο, τα μαύρα σπόρια, τα πειράγματα, το τρέξιμο στις αλάνες, η ευτυχία μες στη ανέχεια και τη φτώχεια.

Άνοιξαν νέοι δρόμοι εξέλιξης, όχι δα και οι καλύτεροι, απομακρύνθηκαμε από τις εστίες, ξεχάστηκε το κρυφτό κυνηγητό και γλυτωμο, ξεχάστηκαν τα μήλα, το τσιλίκι, το τζαμι, δεν παίζουμε πια τα δέκατα. Οι παλιοί μας φίλοι κάπου μακριά κι αυτοί.
Μακριά τα αδέλφια, οι συγγενείς, έρχονται νέα πρόσωπα και παίρνουν τις θέσεις τους.
Και μεις κάπου κάπου γράφουμε κείμενα μπας και αναβιώσουμε κάποια μνήμη.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ / Το τελευταίο ποίημα της ποιητικής συλλογής : ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ




Τέλος Ιούνη 2003

--Καθώς γεννιότανε ο θεός,
                                                Ποιητή μου τι είδες;

--Σταυρωμένους λαούς,  στ΄ ουρανού τις τσιμπίδες.

-Καθώς γελούσε το παιδί,
                                               γράψε ποιητή μουτι είπες;

--Είπαχαρές θα σκοντάφτουνε στο σεργιάνι
                                     κι οι λύπες θα κερνούν την οικουμένη.

-Καθώς πονούσε ο θεόςποιητή μου,
                                     Πες μας τι απομένει;

-Δάκρυ που στάζει στην άκρια της γης
                                    κι αναβλύζει ως μύρο απ΄ το ασκί της ζωής.

Κυριακή 28 Ιουλίου 2024

Σημείο Πώλησης Της Ποιητικής μου Συλλογής: "Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες" / Δημήτριος Γκόγκας

 


Επειδή όταν έρχεται η στιγμή να συζητήσω για τη δική μου ποίηση, φίλοι και γνωστοί με ρωτούν που υπάρχει ποιητική συλλογή μου, προκειμένου να την αγοράσουν, σας πληροφορώ ότι τόσο η ποιητική συλλογή : "Θάνατος είναι ότι δεν έδωσες ενώ μπορούσες" αλλά και η "Τέσσερα Τέταρτα" (είμαι ένας εκ των τεσσάρων δημιουργών) εκτίθενται στο βιβλιοπωλείο: 

Academic & General Bookshop Cyprus

τηλ: 24 628401
email: academicandgeneral@cytanet.com.cy

επί της οδού : Ερμού 41, Λάρνακα