Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2024

ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ/ Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)

 

 
 

Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
 
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
 

Η ΚΑΠΝΟΠΟΥΛΗΣΗ / Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 
 

Χειμώνας. Κάπου στο σπίτι μια σόμπα ανάβει,
ο πατέρας κι η μάνα σκυφτοί σε μια κάσα,
ο παππούς με βελόνα, τα δέματα ράβει
κι εμείς στο σοφρά με κοφτή την ανάσα.
 
«Όταν θα έρθει ο έμπορας, βράδυ,
μάνα να βγάλεις το σπιτίσιο γλυκό,
να χορτάσει το μάτι». Δίνει στον άνδρα το αστείρευτο χάδι
πάει να γεμίσει το ποτήρι νερό.
 
Ο ήχος στην πόρτα, ένα τσίμπημα, πόνος.
Τα μάτια του θόλωναν, κοιτούσαν παντού.
Σαν να σταμάτησε στο σπίτι ο χρόνος.
«Έλα, έλα θα βρούμε μια άκρη  αλλού»
 
Πώς να του σφίξεις το χέρι; Κατράμι
στα δάκτυλα, μαύρο σαν πίσσα.
Ανείπωτος κόπος που πήγε χαράμι,
στα χείλη η γλυκύτητα, έγινε λύσσα.
 
«Μην απελπίζεσαι, του χρόνου η σοδειά σου,
θα είναι καλύτερη» την πλάτη χτυπάει.
«Για δες ομορφούλικα που ειν΄ τα παιδιά σου.
Είναι καλή η τιμή». Μα κανείς δεν γελάει.
 
Κλείνει η πόρτα, η ώρα κυλάει.
Ο πατέρας κι η μάνα ξανά παν΄  στην κάσα.
Ο παππούς σε μυριάδες κομμάτια. Την μοίρα κεντάει,
κι αφήνει να φύγει απ΄ το κορμί του η ανάσα.
 

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2024

Κάστρο Στρυμονικού Σερρών

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΗΝ ΣΕΛΙΔΑ: https://www.kastra.eu/castlegr.php?kastro=strymon





 Λιγοστά ερείπια άγνωστου κάστρου επάνω σε ύψωμα με την ονομασία «Καλές», 2,5 χλμ. δυτικά-νοτιοδυτικά από το χωριό Στρυμονικό της περιοχής της κοιλάδας του Στρυμόνα στον νομό Σερρών.


Ιστορία

Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την ιστορία του κάστρου, το οποίο δεν έχει ταυτιστεί με κάποιο κάστρο γνωστό από ιστορικές πηγές.
Το μόνο που έχουμε από τις μεσαιωνικές πηγές είναι μια αναφορά για το χωριό Στρυμονικό, που τη Βυζαντινή Περίοδο ονομαζόταν «Ουρλίακον», το έτος 1321 σε πρακτικό απογραφής του θέματος της Θεσσαλονίκης : ..εις το χωρίον τον Ουρλίακον. (Το όνομα Ουρλίακον είναι σλαβικής προέλευσης και σημαίνει αετότοπος. Επιβίωσε ως Ορλίακο μέχρι το 1927, οπότε το όνομα άλλαξε σε Στρυμονικό.) Πάντως το Ορλίακο/Στρυμονικό είναι αρκετά μακριά και η συγκεκριμένη αναφορά δεν πρέπει να έχει σχέση με το κάστρο αν λάβουμε υπόψη και το δεδομένο ότι το κάστρο δεν έχει σημάδια κατοίκησης εκείνη την εποχή.

Από την αρχαιολογική υπηρεσία ο Καλές έχει κηρυχθεί αρχαιολογικός χώρος «στον οποίον υπάρχουν υπολείμματα κάστρου με επιφανειακά ευρήματα που είναι κυρίως ρωμαϊκών χρόνων και κατάλοιπα βυζαντινής οχύρωσης». (ΦΕΚ 472/ΑΑΠ/8-11-2010)

Με βάση το στοιχείο αυτό και το είδος της κατασκευής, θα υποθέσουμε ότι το κάστρο δημιουργήθηκε κατά την ύστερη αρχαιότητα, ίσως τον 3ο αι.μ.Χ. όταν με το τέλος της Pax Romana και την εισβολή διαφόρων βαρβαρικών φυλών στα Βαλκάνια, οι πληθυσμοί της υπαίθρου άρχισαν να αναζητούν καταφύγιο σε οχυρωμένους οικισμούς. Πιθανότατα εγκαταλείφθηκε καθώς οι εισβολές εντάθηκαν τους επόμενους αιώνες. Αυτό πρέπει να έγινε το αργότερο με την κάθοδο Σλάβων και Αβάρων στα τέλη του 7ου αι.


Δομικά, Αρχιτεκτονικά, Οχυρωματικά Στοιχεία

Το κάστρο είναι χτισμένο στην κορυφή υψώματος, που είναι μέρος του ορεινού όγκου των Κρουσίων. Βρίσκεται δίπλα από τον σύγχρονο δρόμο Σερρών-Θεσσαλονίκης, περίπου ένα χιλιόμετρο μετά τα διόδια με ρεύμα προς Θεσσαλονίκη.
Ο λόφος καλύπτεται από πυκνή βλάστηση. Στους βόρειους πρόποδες του λόφου κυλάει χείμαρρος.

Από το κάστρο σώζονται λίγα ερείπια από την οχύρωση. Το τείχος είχε περίμετρο περίπου 450 μέτρα και η δόμησή του αποτελούνταν από λίθους διαφορετικών μεγεθών με συνδετικό κονίαμα ανάμεσα τους και θραύσματα κεραμικών στα κενά.

Το καλύτερα σωζόμενο τμήμα τείχους βρίσκεται στην νοτιοανατολική γωνία (φωτ. 1, 9). Το τμήμα αυτό έχει μήκος περίπου 8 μέτρα, ύψος 2,5 μέτρα και πάχος 1,50. Είναι στο σημείο που βρισκόταν το πιο ευάλωτο σημείο του κάστρου και αυτό επειδή στην νότια του πλευρά σχηματίζεται ένας αυχένας που ενώνει τον λόφο του κάστρου με την διπλανή υψηλότερη πλαγιά.

Στη βόρεια πλευρά σώζονται τμήματα τείχους σε ύψος που φθάνει μέχρι τα 2 μέτρα (φωτ. 2, 3). Χαρακτηριστικό του βόρειου τείχους είναι η έντονη χρήση κεραμικών μέσα στην τοιχοποιία.
Από το δυτικό τείχος σώζονται μερικά τμήματα σε χαμηλός ύψος 1 με 1.5 μέτρο. (φωτ.4,5)

Η υπόλοιπη οχύρωση σώζεται σε μικρό ύψος ή έχει σκεπαστεί από την βλάστηση αλλά είναι εμφανή τα ίχνη της πορείας που ακολουθούσε. Σε παλιότερες έρευνες (Σαμσάρης, 2004) αναφέρονται λείψανα οικοδομημάτων στο εσωτερικό του κάστρου, που δεν είναι ορατά σήμερα πέρα από κάτι διάσπαρτες πέτρες και λιγοστά κεραμικά. Μόνο στην κορυφή του κάστρου, στο ψηλότερο σημείο, παρατηρήθηκαν τα θεμέλια ενός ορθογώνιου κτίσματος.
Πουθενά στο κάστρο δεν εντοπίστηκαν ίχνη πύργου. (Ίσως τα κρύβει η βλάστηση.)


Πρώτη δημοσίευση στον Καστρολόγο:   Φεβρουάριος 2023

Πηγές

  • Έρευνα, φωτογραφίες και παρουσίαση από τον Σάκη Αμφιτρείδη και το blog του ΑΜΦΙΤΡΕΙΔΗΣ (Ιανουάριος 2023)
  • Σαμσάρης, Πέτρος «Βυζαντινοί τόποι και μνημεία της κάτω κοιλάδας του Στρυμόνα», 2004, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων – Διδακτορική Διατριβή, 2004, σελ. 716, 123-124

ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 ΟΣΟ ΔΙΑΡΚΟΥΣΕ Η ΞΕΝΙΤΕΙΑ

 
Την έσυραν χιλιόμετρα μακριά
αιχμάλωτη της ξενιτιάς
και μιας Άνοιξης που την περίμενε χρόνια.
Από το γκρίζο πέτρινο σπίτι,
το μάτι του παιδιού έβλεπε τα χελιδόνια.
Δεν ήθελε να ξανάρθουν καμία Άνοιξη.
 
Την βάλανε γυμνή μπροστά στους δικαστές,
με τις άσπρες ρόμπες.
Θόλωσε για μια στιγμή
(τόσες δεκάδες παιδάκια σαν δικαστές)
Της κοίταξαν τα δόντια,
τα πόδια
και (αλλοίμονο) τα χέρια.
Ποιος θα έπαιρνε εργάτη χωρίς χέρια.
 
Το μόνο που δεν ζήτησαν ήταν να μιλήσει.
Την φωνή της δεν την άκουσε κανείς.
Την έκλεισε μέσα στα γράμματα της Άνοιξης
κι απλώθηκε στους χρόνους της ένα χειμώνας,
σαν σημαία στο πέτρινο σπίτι.
 
Τα χελιδόνια δεν ήρθαν όσο διαρκούσε η ξενιτιά.
Η Άνοιξη φευγαλέα,
μια ηλιαχτίδα
κι ύστερα ανάσα της
μέσα στην ανάσα του κόσμου.
Λίγο νερό, λίγο χώμα,
αυτό ήταν το τραπέζι της.
Λίγο νερό και λίγο χώμα.
 
Το χέρι του παιδιού που ζητούσε,
μ΄ ένα σπαθί το έκοψαν.
Ήταν άσκεφτο αυτό που πίστευε είπαν.
Ζητιάνευε την Άνοιξη.
 
Κι οι δικαστές;
Αχ αυτοί οι δικαστές
άλλαξαν τις ρόμπες τους
και χρόνια τώρα φορούν τα μαύρα
και κρατούν τα γρανάζια των εποχών.
«Πότε θα αλλάξει τούτο;
Δεν θα το μάθει ποτέ της » ψέλλισε.

Η φωτογραφία από την σελίδα: https://hellasjournal.com/

ΠΟΝΟΣ: Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)

 


ΠΟΝΟΣ

Χρόνια φεύγω μακριά, τα μαλλιά μου ασπρίσανε.
Πάντα αφήνω κερί σ΄ ένα τάφο και κλαίω.
Η ζωή κι η αυγή σε δυο δρόμους  χωρίσανε.
Σ΄ ένα δάκρυ στη γη, μια βαρκούλα που πλέω.
 
Πάντα φτάνω αργά στην πατρίδα. Νυχτώνει.
Ένας ύμνος  κρυφός, της καρδιά μου στολίδι.
Το κερί που‘χα αφήσει ξημερώματα λιώνει
και γελάει πικρά του θανάτου το φίδι.
 
Επιστρέφω με θλίψη. Σε μια πέτρα ο ήλιος
καθρεφτίζει το φως του. Πρωινό του Απρίλη.
Ας πατήσω το χώμα στην αυλή που πονούσα.
Σαν πουλάκι ας κλείσω τα φτερά μου το δείλι.

ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ (Στρυμονικό Σερρών): Ποίημα από την ποιητική συλλογή ΄'ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ" του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book)


 

Ξέρω ένα τόπο που ανεμώνες ανθίζουν,
κάπου ψηλά στο στερνό μεσοστράτι.
Τα μάτια μιας μάνας που σαν γέρνει δακρύζουν.
Μοναξιά ο αγέρας. Ειν΄ δικοί μου θανάτοι,
 
του πρωινού οι σταγόνες (σαν ανοίγει την βρύση)
που ραντίζουν το  χώμα. Μυρωδιά του βρεγμένου.
Ανατέλλει ο ήλιος να στεγνώσει την Δύση,
σαν σεντόνι μιας νύφης στα πλευρά του ανέμου.
 
Α! μην ξεχάσω: Μες στο βάζο οι ανεμώνες,
κόκκινες- κόκκινες σαν του αίματος χρώμα.
«Μας τελειώνουν» μας είπες κάποια μέρα «οι Χειμώνες»
Μα το χιόνι σκεπάζει τις καρδιές μας ακόμα.
 
Ξέρω ένα τόπο, που στη μέση του ρέει,
ένα ρέμα. Καράβια δεν δένουν σιμά του.
Σαν ο ήλιος προβάλλει το κορμάκι του καίει,
σαν τα στάχυα σκορπίζουν τα θολά όνειρά του.
 
Προχωράει το βήμα, στων ανθρώπων την σκόνη,
πριν να φύγουν κοιτάνε το ωραίο τους σπίτι.
Χελιδόνια που χτίσαν  φωλιές στης γωνιάς την αγχόνη,
σπουργιτάκια που βρήκανε ήλιο, στο βαθύ του φεγγίτη.
 
Ξέρω ένα τόπο, σε πλατάνια ζωσμένο,
κάποιων φίλων τα χέρια ακόμα να καίνε.
Ένα ψεύτικο δένδρο στην  πλατεία στημένο,
ψάχνουν να βρούνε αλήθειες, μόνο εκείνοι που φταίνε.
 
Με τα χνώτα ασθμαίνουν, δεν ζεσταίνουν τα χέρια.
Κάθε βράδυ στην πρέφα στα χλωμά καφενεία.
Από τόπους σε τόπο μεταφέρουν μαχαίρια,
μια στο χώμα και βγήκαν  μυγδαλιές στα σχολεία.