Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανάμετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού,
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
(η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές)
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του,
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: ήταν το θέλημά της.
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους.
Ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
Τον πήρε και κείνον ο ύπνος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου