Μεγάλωσε μ΄ ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή - παρελθόντα ανάμνηση-
είχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά.
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι, τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
Αποφάσισε να την κρατήσει.
Την φώλιασε σ΄ ένα από τα ράφια της καρδιά του,
δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και
από την λευτεριά που σκότωσε τον πατέρα του νέο.
Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.