Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

άντε ας πούμε ακόμα ένα

Προσπάθησα πολλές φορές να βρω το παρακάτω τραγούδι στο διαδίκτυο. Να βρω τη καταγωγή του. Και ενώ ....συνάντησα παιδικά τραγούδια, παρόμοια, όπως το "Ντίλι ντίλι" και το "Να το πούμε ένα" πολύ όμορφα τραγουδισμένα από παιδικές χορωδίες στο δίσκο της Δόμνας Σαμίου :Ο κυρ Βοριάς… και άλλα τραγούδια για παιδιά το 2007, το παρακάτω τραγούδι δεν μπόρεσα να το βρω πουθενά.

Πιθανόν να κάνω λάθος. Το " άντε ας πούμε ακόμα ένα " είναι και αυτό .....αριθμητικό τραγούδι, δηλαδή οι στίχοι του επαναλαμβάνονται αρχικά με την ανιούσα κλίμακα και αμέσως μετά .....κατεβαίνουν. Έτσι τα μικρά παιδιά μάθαινουν ευκολότερα....

Το τραγούδι αυτό το τραγουδούσαμε πολύ μικρά παιδιά στο Στρυμονικό Σερρών. Φυσικά την καταγωγή του θα πρέπει να την αναζητήσουμε μέσα από τις μετακινήσεις των ....πληθυσμών τότε. Μικρασιάτες, Θρακιώτες, Πόντιοι μετά το 1922 είχανε εγκατασταθεί στο Στρυμονικό και σμίξανε τις παραδόσεις τους με τους ντόπιους κατοίκους.


(Εάν γνωρίζει κάποιος από εσά κάτι παραπάνω, ας μας το πει)


......ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν δύο
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν τρία
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πιούμε ακόμα ένα για να γίνουν τέσσερα
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη


Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν πέντε
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν επτά
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν οκτώ
οκτώ μήνες η Βουβάλα
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν εννιά
εννιά μήνες η γυναίκα
οκτώ μήνες η βουβάλα
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν δέκα
δέκα δάκτυλα στα χέρια
εννιά μήνες η γυναίκα
οκτώ μήνες η βουβάλα
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη


Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν έντεκα
έντεκα παίκτες η ομάδα
δέκα δάκτυλα στα χέρια
εννιά μήνες η γυναίκα
οκτώ μήνες η βουβάλα
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη


Άντε ας πούμε ακόμα ένα για να γίνουν δώδεκα
δώδεκα μήνες έχει ο χρόνος
έντεκα παίκτες η ομάδα
δέκα δάκτυλα στα χέρια
εννιά μήνες η γυναίκα
οκτώ μήνες η βουβάλα
επτά άστρα έχει η πούλια
έξι μήνες μισός χρόνος
πέντε δάκτυλα στο χέρι
τέσσερα πόδια η Αγελάδα
τρία μάτια η πυροστιά
δυό μάτια έχουν όλοι, ένα είναι τ΄ αηδόνι
που γλυκολαλάει το Μάη, το Μάη

Κάτω, στην Πατρίδα που σίγησε…





Χθες η Πατρίδα σίγησε
Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά
Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.

Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδια τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες


Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 


 Βραβευμένο ποίημα στον  6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού  του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) 

(β΄βραβείο στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... )

Ο Γιάννης ο μπεκρής


Ο Γιάννης ο μπεκρής
παιχνίδι μιας μαμής
κι ενός καραβοκύρη, 
δεν είχε στη ζωή
μια τρύπα να κρυφτεί
και πέτρα για να γύρει. 


Λιωμένος στο ποτό
μέσα στο τσακωμό
τον σκέπαζε η νύχτα.
Φίλος του βασιλιά,
της ντάμας, του παπά,
με μία χαρτορίχτρα.

Παντρεύτηκε το δυο
Χιλιάδες και οκτώ,
κάπου στη Σαλονίκη.
Πήρε μια παστρικιά
δεν έκανε παιδιά
και του στησαν μια δίκη.

Για να ΄χει μια σοδειά,
τα σκέλια ανοικτά
τσιμπούσαν την ψυχή της.
Κι εκείνη η χολή
έσταζε σαν κερί
κι έκαψε τη μορφή της.

Μ΄ αυτός χωρίς μηλιά
Βουτούσε στα βαθειά
στου ποτηριού τον πάτο.
Κι εκεί στη σιγαλιά
μετρούσε η καρδιά
να πάει παρακάτω.

Έπλεξε μια θηλειά
σ΄ ενός γκρεμού μεριά
κι άφησε το κορμί του.
Του Γιάννη του Μπεκρή
σε τούτη τη στροφή
διαγράφω τη ζωή του.

Αλήθειες



Έχω ένα πρόσωπο βαμμένο κόκκινο,
Πορφύρα απ΄του ήλιου τα καθημερινά μερεμέτια
Δεν είναι σαν το αίμα που ντύθηκες 
Το μυρίζεις και λες : οι αλήθειες σου είναι το ψέμα που απεύχομαι
Μα ΄γω επιμένω προσκυνητής
οι αλήθειες ζούνε με ψέματα
μας ραίνουν με χώματα
Ψέματα αγάπης

Προς τον πατέρα….


Πατέρα,
αγαπημένε πατέρα που έζησα, μαζί σου το λίγο.
Κάτω από ποιο δένδρο αναπαύεται το ασθενικό σου σώμα;
Τόσα χρόνια θα πρέπει να έχουν μουλιάσει οι μέρες σου.
Οι μέρες μου πατέρα.
Γνωρίζω πως βρέχει συχνά στα μέρη μας.
Τα μέρη μας…. χμ
Να ξέρεις έχω στεγνώσει από μνήμες.
Από Πατρίδα έχω στερέψει.
Κι αυτό που κρατά
ίσιο σαν κυπαρίσσι, ακόμα, τη ζωή μου
είναι πατέρα,
η πεθυμιά της λάμψης ενός κεριού στο μνήμα σου.
Κι ένα δάκρυ στα μάτια
Κι ένα δάκρυ, ν΄ αγκαλιάσει εικόνες, έναν ουρανό, εσένα.
Πατέρα…
Σκουπίζω τα μάγουλα της Άνοιξης
Τα μάγουλα της μάνας, της αδελφής
Να , βρεγμένο το σιδερωμένο μαντήλι στο πέτο σου.
Μεγαλώνω να ξέρεις κι όσο προχωρώ
Τα ίχνη μου σβήνουν,
σβήνει το πρόσωπο στον καθρέφτη που κοιτώ.
Σβήνει το κάρβουνο στη θράκα.
Σβήνει η λάμψη στο κερί.
Χάνομαι….

Η γραφή μας



Συχνά αναρωτιέμαι κοιτάζοντας μια άδεια τρύπα ανάμεσα στα σύννεφα,
που να βρίσκονται οι συνάνθρωποι μου.
Σε ποιο πολιτισμό διδάσκουνε τον πόλεμο και τις σφαγές των αμάχων;

Κείνο το χυλωμένο δάκρυ απ΄ το βαθύ του ματιού σβήνει τη θράκα
και ο καπνός ινδιάνικο φιρμάνι.
Αλί, αλί οι πρόσφυγες καταφτάνουν.
Πιάσανε ήδη τα δώματα, γυρεύουνε το φως μας.

Εμπρός σφαλίστε τα στόματα και τα λιμάνια μας.
Εκεί, στα τσιμέντα και τ΄ αμμοχάλικο [καλύπτουν τα ίχνη μας]
μην αφήσετε να μπει η φρίκη.
Μπουρδέλα και πούστικα φτηνομάγαζα αραδιάστε.
Και η γραφή του κόσμου, η γραφή μας.

Δεν ξέρω αν πεθαίνω εγώ, μα εσύ συνάνθρωπε πεθαίνεις
και πώς να σε κλάψω.
Κι αν μείνω μόνος,
ποιος θα με θάψει
ποιος θα κλάψει πάνω στο τάφο μου;
Η μάννα μου πρόσφυγας.
Ο αδελφός μου πρόσφυγας.
Στη χώρα μου πρόσφυγας.

Σβήνει για δες η θράκα, σιωπά η καρδιά, σταματά ο χρόνος
και η γραφή του κόσμου, φτηνή γραφή δική μας.