Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2016

"Φόβος" του Δημητρίου Γκόγκα : Σχολιάζει ο Κώστας Τσιαχρής

Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι; 


Λένε πως τα πιο φοβερά πράγματα φορούν πάντοτε τις πιο αθώες λέξεις. Αγγίξτε προσεκτικά το παραπάνω ποίημα, για να νιώσετε την ένταση μέσα από τον ήρεμο παφλασμό στις φλέβες του. Δεν υπάρχει τίποτε το επικίνδυνο στις λέξεις του, ίσως μόνο τα τέρατα που εμφανίζονται ως απωθήσεις σε έναν χώρο εσκεμμένα ανεξερεύνητο, κι όμως η απειλή είναι αδιόρατα παρούσα, το σκηνικό έχει ήδη στηθεί, χωρίς να υπάρχουν καν τα πρόδηλα υλικά, ας πούμε απεικονίσεις, προβολείς, αντικείμενα. Ο φόβος βγάζει το κεφάλι του από κάθε στίχο, εισχωρεί μέσα στο σώμα του αφηγητή και του αναγνώστη σαν άρωμα, κολυμπάει στις σκέψεις του χωρίς να υπάρχει έτοιμο ποτάμι. Από την συγκαταβατική αποδοχή της ανάγκης να εξακολουθεί κανείς να ζει [«Λέω πως ζω» ], από τον εγκλωβισμό στο χιαστό σχήμα μιας αδιάκοπης πλήξης ["σπίτι – δουλειά /δουλειά-σπίτι"], φτάνουμε κάποτε στις συγκαλυμμένες εκδηλώσεις αυτού του φόβου : φόβος να μη διαταραχθεί η τελετουργία των πιο κοινότυπων δραστηριοτήτων ["Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια  με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες"], φόβος να μην εκτεθεί το καλά θωρακισμένο εγώ στην ανεπιθύμητη επαφή με το άλλο ον, είτε αυτό λαμβάνει τη μορφή του ανθρώπου [«Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα»] είτε τη μορφή του ζώου [«αποφεύγω τον σκύλο που μισώ»] , φόβος για τα θηρία που τρυπώνουν μέσα στην καθημερινή αλληλογραφία κι αναστατώνουν την τόσο βολική ησυχία που ξαμολάει κανείς μέσα στο φρούριο της σάρκας του [«δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο /κατοικούν μέσα του Κέρβεροι /κι ένας Προκρούστης /που θέλει δουλειά»]. Κι είναι κι αυτός ο Προκρούστης, ένα τερατώδες απείκασμα του υποσυνείδητου, που ζητάει αναπροσαρμογές στα μεγέθη, κόψιμο -τέντωμα, και που καιρός και διάθεση για τέτοιες ανατροπές ! Κι αν όπως λέει ο αφηγητής, δώσει δουλειά σ’ αυτό το τρομερό θεριό, τι θ’ απομείνει σ’ εκείνον; Τι θ’απομείνει παρά μόνο ένας νεκρός χώρος, μέσα τον οποίο απλώς θα κρύβει τα τρωτά του ;


Αναδημοσίευση από τον Σύνδεσμο: http://filologikesmaties.blogspot.com.cy/

Παρασκευή 14 Οκτωβρίου 2016

Ο λαθεμένος ποιητής


Αυτός που λειτούργησε ως ιερέας της λήθης
βγάζοντας λάβα από τα στήθη του
στήνοντας τα δένδρα πάνω στα όρη 
άτακτα χωρίς συνταγματική τάξη
Αυτός που δεν στάθηκε με αυστηρή κρίση ενώπιον του θεού πολέμου
και της άνομης ειρήνης,
μα κράτησε με αυταπάρνηση τα όπλα σκοτώνοντας αθώους
και προπηλάκισε την ειρήνη στο όνομα της.
Αυτός που καμουφλάρισε τη ζωή του
και είπε:
Έγινα Κυπαρίσσι,
μυρίζω σαν Πασχαλιά,
χτυπώ ως έχιδνα,
μα έπλεξα με στόμφο τους στίχους μου
και ξέπλυνα αργύρια σε ρυπαρούς υπαίθριους πάγκους, 
σκουπίζοντας τα δάκρυα με αρωματικά κεντήματα.
Αυτός που εκτέλεσε τις επάρατες λέξεις
λερώνοντας με αίμα τα στιβαρά του χέρια,
τα πρωινά οργώνοντας χωράφια,
χτίζοντας σπίτια για τίμιες πόρνες,
ιερουργώντας σε εκκλησίες με παγκάρια
όπου ο ήχος των χρημάτων ηχεί ως έναρξη θαυμάτων,
τέλος ως αμήν,
αυτός που δίδαξε την ημιμάθεια ως λαϊκή τέχνη
είμαι εγώ, ο άνθρωπος,
είπε ο λαθεμένος ποιητής.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2016

Ρημαγμένα καφενεία

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
Γκόγκας Δημήτριος

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

Τέσσερα θέλω ενός απλοϊκού ποιητή


Είναι στιγμές που το μυαλό θέλει να ξεκουραστεί και 
«Πλέκω στιχάκια με κάποιο χιούμορ/ μ’ αρχή και τέλος σαν τον Αίσωπο/ Νιώθω σαν κάτι γκομενούλες του σαράντα/που πλέκαν κάλτσες για το μέτωπο» που είπε και ο Πανούσης.


Από κάτι τέτοιες στιγμές προέκυψε και το παρακάτω στιχούργημα
(και όχι τερατούργημα ! ελπίζω)

Θέλει τον ήλιο μοίρα στη ζωή του
σαν ποιητής που καίει την φυγή του.
Σαν το πουλί που τρέμει στη βροχή
και τη φωλιά του ψάχνει να κρυφτεί.

Θέλει να βρει Πατρίδα ν΄ αποκάμει
στο στήθος του τον Ιούδα να ξεκάνει.
Ν΄ ανθίσει ένα λιβάδι, κει στη γη του.
Μόνο αυτός να έχει το κλειδί του.

Θέλει να είναι στίχος σε αλάνα.
Φωνήεντα όταν φωνάζει μάνα.
Να ναι το ποίημα, που δεν μπορεί
από το μίσος να ξεκλειδωθεί.

Κι αν δραπετεύσει στίχος με μαχαίρι.
Καταραμένος θα ΄ναι, πιάσε βουλοκέρι.

Θέλει εσύ να υπάρχεις, και να ελπίζεις
Κι αν στη φωτιά σε σπρώχνουν, μη λυγίζεις.
Οι στίχοι του αγγέλοι που πετούνε
του άλλου κόσμου κάποιους καρτερούνε.

Του ποιητή μας είν΄ αυτά τα θέλω
Μαστιγωτές πουτάνες σε μπορντέλο.
Με το μολύβι σβήνει τη ζωή
μα πριν πεθάνει έχει αναστηθεί.

Παρακάτω ακολουθεί η στροφή που κόπηκε από τους εγκάθετους της Κυβέρνησης. Η λογοκρισία επανήλθε. Η ανάγνωση της στροφής επιτρέπεται σε άτομα 18+

Κι οι πόρνες που συχνάζουν στα σαλόνια
Γραβάτες βάλανε και παντελόνια
Ο σάκος του λαού δεν έχει απίδια
Κι αυτούς τους αφαιρέσαν τα ,,,καρύδια

Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2016

Σιγά, η Αφροδίτη κοιμάται κι ο καλός της επίσης


Σηκώθηκε με ένα τσούξιμο στην πλάτη
«θα ήταν σκέφτηκε το καινούργιο τατουάζ»
Έβαλε περίτεχνα τη μάσκα του Έλληνα και κίνησε να αδράξει
(όχι ότι ήξερε με ακρίβεια την ετυμολογία της λέξης, μα του άρεσε)
τη μέρα παρέα , με πολιτικάντηδες και
άλλα συναφή βοηθήματα της πολύπλοκης ζωής του.
Ήξερε πως η μισή σελήνη είναι απείρως δυνατότερη
μα βαυκαλιζότανε ακόμα με το φραπόγαλο παρτιτούρα μέρα νύχτα
και τη μαγκιά ως πελάρα για να περάσει απέναντι.
Το πρόχειρο και η πώληση στιγμών (έτσι του μάθανε )
έγινε μάθημα στα γύφτικα πανεπιστήμια.
Τώρα του εξίσωναν την χαμένη λεβεντιά και του ξερίζωναν την πεθαμένη ελπίδα, κι ούτε λέξη για τους αγνοούμενους αετούς.
Πετάξανε είπανε οι ποιητές για την αιωνιότητα.
Τι το ψάχνεις!
Στη μετάφραση πάντα νικά αυτός που διαιρεί και βασιλεύει!
Οι δίκες που θα ακολουθούσαν στα καφενεία με τους άβουλους,
γύναια ιδεών και ισοπεδωτές της ιστορίας,
θα τον έβρισκαν δεμένο στο συρματόπλεγμα μιας πόλης αόρατης.
Η ειρωνεία του χρόνου τον καλούσε να αποτινάζει τη πρόσκαιρη μάσκα

και με την ελληνόφωνη λαλιά να αναζητά αγωνιώντας μια Ελλάδα. 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2016

[Ποιείν την λύτρωση στα βήματά μας]




Αποστρέφομαι την άποψη 
πως 
επειδή περπατάτε 
πρέπει να περπατώ κι εγώ 
και μάλιστα στους δρόμους σας. 

Λογική με σοι.   
Πλήρωσα τα τέλη 
ο Δήμος στρώνει το χαλί του να περάσω.

Κάμετε πως δεν βλέπετε
το κοίλο του οδοστρώματος 
την προχειρότητα της κατασκευής 
το ψέμα (πληθυντικός τα ψέματα) 
των δεκάδων καλοδολεμένων. 
Δεν είναι αθώο το ψέμα 
κι όσο το ψέμα τους πολλαπλασιάζεται 
γιγνώσκεται ως αλήθεια. 

Πτώση στη πρώτη τρύπα που άνοιξε.  
Δεν ήταν τυχαίο για όσους αυτό πιστεύουν 
Ο ποιητής πάντα πέφτει στις παγίδες που στήνουν 
οι εργολάβοι και οι νυκτερινές κουστωδίες των βρυκολάκων.  

Κι εκείνη η φωνή 
στα έγκατα. 
Ποιειν το σύνολο.
Ποιείν τους δρόμους.
Ποιείν τις πλατείες.
Ποιείν τη ζωή μας.
Στους δρόμους και στις πλατείες.
Ποιείν την λύτρωση στα βήματά μας.