Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Α. Δέκα [10] ποιήματα από την Ποιητική Συλλογή: Ωράρια Επιστροφών και από την ενότητα : Υγιή Προιόντα! ...του Δημητρίου Γκόγκα / (ISBN: 978-618-82188-6-4) / 2015 (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

 


Α΄ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
 
ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
(ΥΓΙΗ ΠΡΟΙΟΝΤΑ)

ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ
 
Μεγάλωσε μ΄  ένα πίνακα στο βλέμμα του: ΩΡΑΡΙΟ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ.
Πίσω από τις πληροφορίες, οι αλλαγές και οι παραλαβές τσαντών.
Η Υποδοχή.
Στα καταστήματα που σύχναζε, τα είχε μάθει όλα τόσο καλά!
Τις ημέρες και τις ακριβείς  ώρες των επιστροφών.
Τους ομιχλώδεις όρους.
Μάλιστα, κάποια στιγμή  - παρελθόντα ανάμνηση-
είχε επιστρέψει ένα ολάκερο χρόνο ως ελαττωματικό προϊόν.
Ξήλωσε ένα μήνα, πέταξε στην άκρη της ιστορίας, δυο – τρεις ημέρες,
τίποτα παραπάνω.
Εκείνοι της Υποδοχής με το προσποιητό χαμόγελο, το δέχτηκαν.
Στις πάντα αναγκαίες επιστροφές (εισβολή, κατοχή)
δεν απαιτούσε χρήματα.
Του αρκούσε να αγοράζει άλλα, καινούργια προϊόντα.
Η ίδια δουλειά, μισό αιώνα τώρα. Γιόρταζε!
Η κίβδηλη γειτονιά του έφερε δώρο την αγάπη.
Την δέχτηκε (από συνήθεια) αρνούμενος ευγενικά.
 
Όπως τότε, που φερνε πρόσφορα
ο διπλανός με το τρύπιο ποτιστήρι
ο μεμέτης που βρεχε τα χωράφια με άσβεστο μίσος
η ασέληνη νύχτα σαν μπόλιαζε την κραγμένη σιωπή στο κορμί του
και η προσφιλή προσφυγιά τον ακολουθούσε στο κάθε βήμα.
 
Έπρεπε να την επιστρέψει, σκέφτηκε,  το δίχως άλλο.
Πήρε ένα μικρό μαχαίρι, την τρύπησε κρυφά. Μάτωσε.
Ποια αγνή αγάπη δεν ματώνει;
Απευθύνθηκε νομότυπα στους υπεύθυνους.
 
Πεισματικά κλειδώνανε στα κόκκινα βαμμένα χείλη το «όχι».
«Μόνο υγιή προϊόντα» του είπαν.
 
Πήγε την επομένη, βρήκε κλειστό το κατάστημα.
Την άλλη, είχε μια πίκρα που ενοχλούσε η φωνή, μα πάλι,  τα ίδια.
Έκλεισε με τα χέρια το θαμπό πρόσωπό του και είδε εχθρό τον εαυτό του. Μέσα του.
Αποφάσισε να την κρατήσει.
Την φώλιασε σ΄ ένα από τα ράφια της καρδιά του,
δίπλα από το μαύρο τσεμπέρι της μάνας και
από την λευτεριά  που σκότωσε τον πατέρα του νέο.
Από τότε, έμαθε να ζει με μια μισή αγάπη.
 
 

ΕΡΙΝΥΑ
 
Έψαχνες να βρεις και κάτι ακόμα 
δεν ήξερες τι, 
κοιτούσες πάντα στο χώμα τα σημάδια από τα βήματά σου 
μα πάντα το χέρι βαθιά εκεί
εκεί στην άδεια σου τσέπη. 
Πότε- πότε μια σφαίρα στη χούφτα.
Ήθελες να την φυτέψεις μέσα στην αυλή σου 
ή σε κάποιο κεφάλι,
Είπες πολλές φορές σκάστε, 
σκάστε μιλάτε πολύ 
μα κανείς δεν άκουγε.
Στο Αφγανιστάν σου πούλησαν παιδί για έρωτα 
και συ τους έδειξες τη σφαίρα
Αυτό δεν ήταν παιδί 
ήταν μια ερινύα. 
Ευτυχώς Παναγιά μου φορούσε μπλε μπούρκα.
Δεν θα έπαιρνες αρνί σε τσουβάλι. 
Αν το αγόραζες 
ίσως δεν θα μάθαινες ότι σκοτώθηκε χθες. 
Δεν μπορείς να τα σώσεις όλα.
Μα συ δεν έσωσες κανένα.
Τώρα βολεύτηκες πίσω από τη σύνταξη 
βλέπεις ειδήσεις 
έχεις για φίλο τον σκύλο του γείτονα
δεν έχεις δικό σου.
Που καιρός για έξοδα.
Όταν βρέχει 
-εδώ δεν βρέχει συχνά -
η σφαίρα στη τσέπη μουλιάζει. 
Δεν σκοτώνει παρά μόνο τον σκύλο του γείτονα.
Αλλάζεις χρόνο, λες: ήτανε φίλος μου, πιστός.
Το λουράκι το δίνεις για ανακύκλωση.
Κάνεις τη μπούρκα σφουγγαρόπανο.
 
 
 
ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
 

 
ΕΣΤΙΑΤΟΡΙΟ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ
 
Ο Ανδρέας άπλωσε τα καπακλούδια
πάνω στο λερωμένο τραπέζι.
Η Μαρία γέμισε με ψίχουλα τις συγνώμες της.
Ο αυτόματος φωτισμός τρεμόπαιζε στους λερωμένους ανεμιστήρες.
Ο κάδος απορριμμάτων ανέδυε την μυρωδιά των στομάχων
την ασχήμια της εργασίας, τους φόβους.
Ο νεροχύτης βούλωνε συχνά από τα αποφάγια  
την συμπεριφορά της τυφλής υπευθύνου, την αλαζονεία της.
Το μαύρο τηλέφωνο της εταιρείας δίπλα από τον βρώμικο νεροχύτη.
Κάθε που χτυπούσε- και χτυπούσε συχνά- ένας απολυόταν.
 
 

 
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΕΝΟΧΗ ΤΟΥ
 
Το φεγγάρι χτύπησε μεσάνυχτα
Γύμνωσε την αλήθεια του και το κουρασμένο σώμα του
Κλειδώθηκε σε κάποιο δωμάτιο του αχανούς βίου του
Τριγύρω τα ευαγγέλια της ποίησης
Σημειώσεις, στίχοι, χαρτιά που πεθάνανε,
Τσαλακωμένες σπίθες μιας φωτιάς σε τζάκι
Κάπου, κάπου τον επισκεπτότανε εκείνη η ανέπνευστη ώρα
Και κείνος έκαμε την προσπάθειά του
Να κλέψει στίχους. Η αλήθεια είναι ότι ήταν μια ανεπιτυχής προσπάθεια.
Δεν έμαθε ποτέ του να κλέβει. Δεν έγινε ποτέ του ληστής.
 
Έβγαλε και το τελευταίο ρούχο, τη άυλη σάρκα του.
Πλύθηκε απ΄  τα λίπη του, λεύκανε τα κόκκαλα του
Πήρε το μελάνι, έβαψε τα χείλη του και βάλθηκε
με το υνί να σκαλίζει τη ζωή του
Το ήξερε καλά
Η σπορά όποια και αν ήταν,  ήταν δική του και του θεού
Στην θεία δίκη των ποιητών
Κανείς δεν θα μολογούσε ένοχος.
 
 

 
ΜΟΝΑΞΙΑ
 
Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»
 
 
 
ΑΚΡΟΑΣΗ
 
Και τώρα στον πεθαμένο κόσμο που  ζούμε
ήρθε η ώρα να το παραδεχτούμε πως ο θάνατος είναι μια λύτρωση.
Θα πάρω μόνος το βαθύ μονοπάτι για να ξεθάψω τις ποταμίσιες ρίζες,
αποκαλύπτοντας ότι απόμεινε πάνω στην σκουριά των κοκκάλων.
Το νερό θα καλεί σε ακροάσεις τους βατράχους .
 
Στο γυρισμό
θα σταματήσω να πιω ένα καφέ στη μνήμη μου
δίπλα στη γέφυρα της λύτρωσης και του θανάτου.
 
Η Μυρσίνη στο ραδιόφωνο ακόμα τ΄ άσπρα θα βάζει!
 
 
 
 
* Η Μυρσίνη βάζει τ’ άσπρα :
Στίχος του στιχουργού:
Λευτέρη Παπαδόπουλου
 
 
 
ΠΟΝΟΥΣΕ
 
 
Πονούσε
και περίμενε
κρατώντας την υπομονή με το ασθενικό χεράκι
τον θάνατο
να επουλώσει τις πληγές της.
 
 
 
ΕΞΕΤΑΣΗ
 
Το κεφάλι του βούιξε απ΄ τον αχό της απεργίας.
Οι παλμοί του αυξήθηκαν στην διάρκεια της ανάβασης.
«Ήρθε ο καιρός της εξέτασης»  είπε.
Σκούπισε την σανίδα σωτηρίας, σκούπισε δηλαδή το χέρι του αντιπάλου.
Κι ύστερα,
σκούπισε και το δικό του μην μολυνθεί.
Το κεφάλι του βούιζε ακόμα.
 
Στο απέναντι πεζοδρόμιο, κάποιοι ήδη είχαν βγει από τις σπηλιές τους
και κάπνιζαν την λήθη ρίχνοντας επιμελώς στο έδαφος.
Οι κυρίες ίδιοι οι άνδρες πλέον. Άγουρες.
Την ψυχή του,  πήρε και την έκλεισε μέσα στον κύκλο του φεγγαριού.
Και κείνο χάρηκε.
Τώρα βούιζε και το δικό του κεφάλι.
 
Κοίταξε την τσέπη του βαθειά και απόρησε.
Ομίχλη βγήκε μαζί με το χέρι του
και μια τεράστια μαργαρίτα πάνω στην κάνη που κάπνιζε.
 
Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει.
Οδός Δημοκρατίας , πρώτο στρίψιμο αριστερά, μονολόγησε.
Εκεί το γραφείο του Ιατρού για μια δόση υγείας.
 
 
 

 
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
 
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
 
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2021

Χωρίς γνώση πολλά από τα ρεπορτάζ και τα άρθρα....

 Που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο. Πρόσφατα διάβασα ένα άρθρο σχετικά με την κατάσταση στο Αφγανιστάν. Το άρθρο συνόδευε φωτογραφία με τη σημείωση : Κατεστραμμένο παλάτι στη Καμπούλ. Διαβάζοντας το θεωρεί ο αναγνώστης ότι η Καμπούλ έχει πολλά παλάτια και εκείνο το κατεστραμμένο είναι ένα εξ αυτών. Δεν είναι όμως έτσι. Η πρωτεύουσα του Αφγανιστάν Καμπούλ είχε ένα παλάτι που ανήκε στον βασιλιά Μοχάμεντ Ζαχιρ Σαχ ο οποίος κυβέρνησε τη χώρα μέχρι και το 1973. Επίσης υπάρχει ακόμα ένα οικοδόμημα ως παλάτι που κατοικούσε η βασίλισσα. Τα δύο αυτά οικοδομήματα δηλαδή το παλάτι και η κατοικία της βασίλισσας βομβαρδίστηκαν κατά την καταλειψη του Αφγανιστάν από τους Ρώσους. 

Με αυτή την επισήμανση αυτό που θέλω να τονίσω είναι το ανούσιο ρεπορτάζ η' άρθρο που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο και επηρεάζει σιγά σιγά αλλά βαθειά τη γνώση μας. Φυσικά και στο χέρι μας είναι να επιλέγουμε το διαβάζουμε και να ψάχνουμε τη σωστή γνώση την αληθινή. Όμως σε μια εποχή που κυριαρχεί η οπτική γνώση, η πληροφορία της εικόνας μάλλον τούτο φαντάζει δύσκολο. Ίσως η οριοθέτηση των περασμένων πληροφοριών και γνώσεων χωρίς όμως περιορισμό της ελευθερίας έκφρασης θα ήταν μια λύση. Δηλαδή η ουσιαστική παραπομπή της γνώσης στη πηγή απ' όπου προήλθε. Τι, πως γιατί, που το γράφει;

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2021

Το κορίτσι με το ζιβάγκο / Δημήτριος Γκόγκας





Εβρεχε. Έβρεχε ώρες, οι δρόμοι είχαν πλημμυρίσει, ρεύμα δεν υπήρχε κι ένα περίεργο βουητό ακουγόταν από την κορυφή του βουνού, σαν κάποιος θεός να βαριανασανε, να κοιλοπονουσε. Στις ειδήσεις μιλούσαν για πρωτοφανείς καταστροφες. Το βουνό είχε ξυπνήσει και χειμμαροι με χαλίκια και λάσπη κατέβαιναν στις αυλές των σπιτιων. Χτύπησε το κουδούνι της ξωπορτας - -δεν περίμενα κανενα- και βρέθηκα μπροστά σε μια εικόνα Αγίας. Δεν θα ήτανε πάνω από δέκα οκτώ χρόνων σκέφτηκα, με τα κάστανα μαλλιά βρεγμένα,μπλεγμένα και ριγμένα στους ώμους, ένας στρογγυλός λαιμός από μπλούζα ζιβάγκο άφηνε μόνο το πρόσωπο στη κοινή θέα, ένα φεγγάρι ολόγιομο πρόσωπο που έλαμπε από νεότητα και ομορφιά. Δεν μιλήσαμε πολύ, κράτησα τη πόρτα του ασανσέρ ανοικτή να λάμψει ο διάδρομος και να τοποθετήσει ένα φάκελλο στο γραφείο του διαχειριστή κι ύστερα φώλιασα μέσα στο ασανσέρ. Που θα πας τη ρώτησα, δεν θα μου πεις το όνομα σου; Δίστασε, δάγκωσε το χείλος κι είπε πως μένει κάτω από μένα. Μαθήτρια του λυκειου. Τελειωνε φετος. Θα πιούμε ένα καφέ έτσι; Εγνεψε καταφατικά κι έφυγε. Από εκείνη τη μέρα η κάθε μέρα ήταν διαφορετική. Ο κόσμος έδειχνε πιο όμορφος και τα σκιρτήματα της καρδιάς προκαλούσαν αρρυθμίες. Όταν γυρνούσα από τη δουλειά έβλεπα τα μάτια της πίσω από τις άσπρες κουρτίνες να με θεωρούν. Χαμογελούσαν μα η καρδιά μου το είχε καταλάβει. Έρωτας ήταν...
Οι μέρες περνούσαν, γίναμε φίλοι, ο ένας καφές έφερε τον άλλο μέχρι που χάθηκα σε μια νύχτα. Ο θάνατος του πατέρα με απομάκρυνε πρακτικά. Έμαθα ότι με αναζητούσε μα ήμουν στο μαύρο κόσμο μου. Η μία πλευρά πονούσε κι η άλλη αγαπούσε. Ήρθε Ιούνιος. Τώρα εγώ την έχασα. Εξαφανίστηκε χωρίς να μου πει κάτι, δεν βρεθήκαμε, δεν προλάβαμε να αποχαιρετιστουμε. Βρήκα κάτι παλιά βιβλία που μου είχε χαρίσει και δειλά δειλά πήγα στο πατρικό της. Να μάθω. Πως ο ανιχνευτής ψάχνει τα ίχνη των χαμένων θησαυρών. Κάπως έτσι. Πήγε στη Θεσσαλονίκη να σπουδάσει. Κάτι μου είχε πει, δεν είχα δώσει σημασία, στο χαμόγελο της βυυιζομουν. Καλά θα κρατήσω τα βιβλία και κάποια στιγμή θα της τα δώσω. Πάω συχνά στη πόλη.Ψεματα ήταν. Πήρα τη διεύθυνση.Τουμπα. Άνω Τούμπα.
Στο τέλος του μήνα βγήκαν οι μεταθέσεις των στρατιωτικών. Πήγαινα κι εγώ Θεσσαλονίκη. Μοίρα μου κούνησε το δάκτυλο. Πυθία της ζωης. Τίποτα τελικά δεν είναι τυχαίο. Μετακόμισα, πήρα το λιγοστά πράγματα μου και βρήκα ένα σπιτάκι απέναντι από το στρατόπεδο. Ανθούπολη. Τη διεύθυνση της, την έχασα. Δεν γνωριζα και που σπουδαζε. Τελείωσε σκέφτηκα. Έτσι έγινε ρουτίνα το σπίτι δουλειά, κινηματογράφος, κάποια βόλτα στο Βαρδάρη. Συνήθως πήγαινα στο σταθμό των τρένων κι από κει έπαιρνα το λεωφορείο με τον αριθμό 14 για να πάω στο κέντρο. Το λεωφορείο ένωνε το σταθμό με την Τουμπα. Ώσπου μια μέρα.... την ώρα που περίμενα στη στάση, την είδα να κατεβαίνει το ίδιο όμορφη , σα μια άνοιξη να κατηφορίζει προς το καλοκαίρι.
Κορίτσι μου λέω...εσύ είσαι. Τρελή χαρά συνάντησης, τόση ομορφιά. Αγκαλιαστηκαμε σφιχτα. Οι αρυθμιες ξανάρχισαν πιο έντονες. Είχαμε τόσα να πούμε. Χωρίς να το καταλάβουμε γίναμε ζευγάρι.
Έβρεχε. Έβρεχε καταρρακτωδης. Δεν υπήρχε ρεύμα πουθενά. Ο επόπτης του στρατοπεδου μας μυνησε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί. Είχα υπηρεσία στη πύλη, αρχιφύλακας. Ένιωθα ιδιαίτερη χαρά, θα ερχόταν να μου πει πως θα έφευγε στο εξωτερικό για συνέχιση των σπουδών. Τόσο γρήγορα, άλλος ένας αποχωρισμός. Η καρδιά δεν σκιρτουσε.Πονουσε. Πήγαμε απέναντι σε μια ταβέρνα από άλλη εποχή. Ο ταβερνιάρης μας φρόντισε. Έβαλε ένα κερί στη μέση του τραπεζιού,. εψησε στα κάρβουνα ότι είχε, ετοίμασε ένα δείπνο μυστηριακό, και πριν μου πει τίποτα μίλησα πρώτος. Αν φύγεις ότι γινηκε τελείωσε, μάτια που δεν βλέπονται! Αν όμως το θέλεις μπορείς να γίνεις γυναίκα μου, να παντρευτούμε. Κοίταξε τα μάτια μου, τα δάκτυλα μου, δεν κατάλαβα εκείνη τη στιγμή γιατί, αργότερα μουεξηγησε. Πάρε τα κλειδιά του σπιτιού μου, πήγαινε και κοιμήσου εκεί, αύριο το πρωί θα τους το πούμε. Οι αρυθμιες ξανάρχισαν.
Έβρεχε, έβρεχε πολύ. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια, μια ζωή, κι όταν βρέχει πάντα θυμάμαι το κορίτσι με το ζιβάγκο και το πρόσωπο της Παναγίας.

Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2021

«Ωράρια Επιστροφών» : Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2015


 Το 2015 εκδόθηκε από τις Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ η Ποιητική μου Συλλογή : «Ωράρια Επιστροφών» (ISBN: 978-618-82188-6-4)



ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ

Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!

**
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ

Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.

Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄ την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις,
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.


***
ΟΤΑΝ ΣΗΚΩΝΕΤΕ

Όταν σηκώνετε
ψηλά τα χέρια,
αφήστε τους
να νομίζουν
ότι παραδίνεστε.

Πάντα ο κόσμος αλλάζει
με τα χέρια υψωμένα.

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2021

Άνθρωπος πρώτα ή ποιητής; Ποιος κρατά τα σκήπτρα; (Ποιητική Συλλογή: Με τα μάτια των άλλων) /Δημήτριος Γκόγκας

 



[1]
Αν θέλει, τι να πει ο ποιητής,
παραλείπει τα αποσιωπητικά.
Εμπόδια είναι.
Πλην της στιγμής που μεταναστεύει!
 
[2]
 
Επάγγελμα ποιητής;
Γέλασε.
Κατηγορήθηκε πολλάκις ως βιαστής λέξεων.
Καταδικάστηκε στην εσχάτη των ποινών.                   
Θάνατος μαζί με τις λέξεις.
Δήλωσε αθώος!
Καίγεται στην κόλαση.
 
[3]
 
Ήταν μέτριος, σεμνός ποιητής.
Έτσι τον θυμούνται οι περισσότεροι
στο καφέ της πλατείας
όπου γλεντοκοπούσαν οι διανοούμενοι
κι άλλα λεβεντόπαιδα της τέχνης.
Όταν σιωπούσε, ένα πουλί κελαηδούσε.
Όταν απήγγειλε, σιωπούσε η φύση.
Όταν πέθανε, έβρεξε λάσπη.
 
[4]
 
Τον παρότρυναν ν΄ αυτοκτονήσει,
μπήγοντας το μαχαίρι στη πλάτη του.
Μα όσο κι αν προσπαθούσε, αποτύγχανε.
Έτσι το κάρφωσε στη καρδιά του.
 
[5]
 
Ποτέ μου δεν κατάλαβα,
γιατί καθότανε πάνω στο λευκό μάρμαρο ενός τάφου.
Του τάφου του!
 
[6]
 
Όταν μου μιλούν,
δεν ακούω,
δεν απαντώ,
σιωπώ.
Ζω στο σώμα μου.
Είμαι Ποιητής!
 
[7]
 
Πόρνη λέξη!
Α - λιθοβόλητη.
Του ζήτησε συγνώμη.
Αφαίρεση, πρόσθεση.
Χώμα και νερό.
Πράξεις της γέννησης.
Ιδού ο ποιητής!
 
[8]
 
Μαντάρει το εργόχειρο.
Θηλιές ανθρώπων.
Δάκτυλο - δεικτούμενοι.
Ο μόνος αθώος αυτός!
 
[9]
 
Κλείστηκε στο θαμπό των βλεφάρων.
Να ονειρευτεί αδύνατο.
Μόνο στην ηρεμία του κενού.
Ποθεί,
θα υποστήριζε,
ως μια ανείπωτη ηδονή,
τη σύνθεση του ωραιότατου στίχου.
 
[10]
 
Γράφει, γράφει, γράφει,
και σκέφτεται την απογοήτευση
στο βλέμμα των κληρονόμων.
Όλα τα περιουσιακά στοιχεία, ποιήσεις!

Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2016 από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ

 


ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
 
**
ΜΟΝΑΞΙΑ
 
Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»
 
***
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
 
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
 
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
 
****
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 
******
ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 
*******
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
 
 
Χιόνι
 
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
 
 
 
Βροχή
 
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
 
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
 
 
 
Ιδρώτας
 
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
 
 
 
Γάλα
 
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
 
 
 
Αίμα
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα  μας να πιούνε.
 
 
 
********
 
ΦΟΒΟΣ
 
 
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
 
*********
 
 
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
 
 
Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.
 
**********
 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
 
 
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
 
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
 
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.
 
Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.
 
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
 
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
 
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

Την ποιητική συλλογή μπορεί να την αναγνώσει αλλά και να την κατεβάσει για το αρχείο του ο καθένας από την διεύθυνση: https://issuu.com/lewnidasskylitzhs/docs/wraria-epistrofwn