Τετάρτη 11 Αυγούστου 2021

ΩΡΑΡΙΑ ΕΠΙΣΤΡΟΦΩΝ: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2016 από τις εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ

 


ΩΡΑΡΙΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
 
Δίπλωναν απ΄ την ασίγαστη κούραση
τα γόνατά του.
Τα πρωινά για την δουλειά
στην γιομάτη από εργάτες στάση του λεωφορείου
τρία στενά πιο κάτω
άφηνε στις πέντε τα ξημερώματα
από νωρίς, τον κρύο ιδρώτα να κυλήσει στον υπόνομο.
Τώρα ήταν σίγουρος
Η συγκατάβαση στον θάνατο
υποταγή στη ζωή του χρέωνε.
Έξι με δύο – μείον τις υπερωρίες-
Κατέβαλε τον φόρο εργασίας που του αναλογούσε
Από τις συχνές υποκλίσεις, καλό μπαστούνι έγινε!
 
**
ΜΟΝΑΞΙΑ
 
Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα,
για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα τα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:
«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»
 
***
ΡΗΜΑΓΜΕΝΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ
 
Πάσχιζε ταλαιπωρημένο το βλέμμα
να δει τις χώρες  πίσω από τα γεμάτα βαγόνια με ανθρώπους
-μετανάστες τους λέγανε στα χαρτιά με κείνες τις πύρινες γλώσσες-
Κι εσύ, με την τεμαχισμένη σου ψυχή
κόχλαζες σα λάδι σε καρβουνιασμένο τηγάνι
ως αγκάλιασε σταγόνες βροχής.
Έσταζε και στα στήθια της γης το νερό του Φθινοπώρου.
 
Δεν είχες πλέον δύναμη το μαύρο χέρι να σηκώσεις
Το είχες ακουμπήσει πάνω στο θρυμματισμένο γόνατο
απ΄  την ορθοστασία της ξενιτειάς που έβριζες πάντοτε.
Δεν άντεχες το χέρι να απλώσεις, 
τα άσπρο μαντήλι λερωμένο μονίμως στη τσέπη
και ιδού
αξύριστος μέρες – συνεχώς είχες πένθος-
με τις τρίχες πουρνάρια στις αυλακωμένες πλαγιές,
δικαιολογούσουν κάποτε – κάποτε
κι έλεγες περιγελώντας,
ο αχνιστός καφές σε ξεκούραζε
στα ρημαγμένα καφενεία που σύχναζες τα βράδια.
 
****
ΗΤΑΝ ΤΟ ΘΕΛΗΜΑ ΤΗΣ
 
Ήρθε ο γαμπρός και έκατσε δίπλα του
να μετρηθεί το ύψος και το πλάτος
και προπαντός οι αποστάσεις.
 
Η κόρη του είχε φτάσει τα είκοσι ένα χρόνια.
Μετρούσε, ξανά μετρούσε τόσα τα έβγαζε
και ο ίδιος είχε πατήσει τα εξήντα.
 
Αισθάνθηκε στην πλάτη το χτύπημα του χεριού
«μην ανησυχείς θα την προσέχω
κοίτα εσύ να γράψεις κείνο το χωράφι με τις ελιές»
 
Η μάνα είχε κοιμηθεί κάτω από κείνες τις ελιές.
 
Έβγαλε το χαρτί από την τσέπη, έβαλε την υπογραφή του
μια τζίφρα δηλαδή και του το δωσε.
 
Πήρε το χαμόγελο της κόρης, το έκαμε δαχτυλίδι
το φόρεσε στο δάκτυλο του γαμπρού
πήρε την μνήμη την έκαμε κεντητό
και είπε: «ήταν το θέλημά της…»
 
Κέρασε από μια ελιά στους καλεσμένους,
 
ύστερα βγήκε από το σπίτι
πήρε τον δρόμο για το χωράφι
ξάπλωσε κάτω από τις ελιές.
 
Τον πήρε και κείνο ο ύπνος.
 
******
ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη, 
χρέη φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας .
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και τα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω του έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και εργάτριες
σκυφτές  από τους πόνους της μέσης
λίγες μπροστά στα τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της Παναγιάς.
Ύφαιναν την λύπη
κένταγαν το χρέος
βελόνιαζαν τις πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της,
Στην τύχη της,
Στον χρόνο της,
Στην ζωή της.
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
να δώσει το φιλί της.
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό
πάλι πίσω.
Tο πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 
*******
ΠΕΝΤΕ ΔΑΚΡΥΑ
 
 
Χιόνι
 
Σπογγισμένο αίμα
που στράγγιξε
κι έγινε λάβα που καίει
στα σπλάχνα της.
Κάποτε,
μέσα απ΄ τις ρωγμές του σώματος της, 
γίνεται γραμμή κόκκινου μολυβιού. 
Καίει ότι την πόνεσε.
Κι ύστερα
στάχτη
και χιόνι που πέφτει στο έρημο σπίτι.
 
 
 
Βροχή
 
Κάθε χρόνο
την ίδια μέρα,
μικρή ώρα δειλινού,
βρέχει.
Επέτειος θλίψης,
απώλειας
και χωρισμού.
 
Ρίγη στα μάρμαρα.
Μια ξαφνική μπόρα,
τον ύπνο των νεκρών ταράζει.
 
 
 
Ιδρώτας
 
Της πατρίδας το χρέος ξεπληρώθηκε.
Είπες : Με το παραπάνω
και –θυμούμαι- έκανες και μια κίνηση
με το χέρι, σαν να ΄ θελες να ξεφύγεις.
Τώρα ήρθε η σειρά της.
Βάλανε κάτω όλα τα ίχνη και τις υπογραφές,
οι πέτρες και τα σίδερα έτοιμα
-είχε καλούς σιδηρουργούς η Πατρίδα-
Τα καινούργια συμβόλαια έτοιμα.
Και πάλι χρέος.
Ο Ιδρώτας κυλούσε σαν τον κόμπο στο λαιμό σου.
 
 
 
Γάλα
 
Πίσω από αυτές τις βιτρίνες δούλευες.
Εγώ στους δρόμους.
Συναντιόμασταν στο ίδιο καφενείο
με άλλους συντρόφους και δεν
ανταλλάσαμε κουβέντα.
Χαρτιά έπαιζα μόνο με τον καφετζή.
Απορούσα βέβαια ,
καθώς είχαμε πιει από το ίδιο ποτήρι, γάλα.
 
 
 
Αίμα
 
Είναι στη μοίρα μας.
Έτσι να πεθάνουμε.
Σε κάποιο χρόνο ανομβρίας.
Όταν τα δένδρα θα διψούν,
θα μας φυτέψουνε στις ρίζες τους,
το αίμα  μας να πιούνε.
 
 
 
********
 
ΦΟΒΟΣ
 
 
Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;
 
*********
 
 
ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΚΟΙΜΗΘΕΙ ΕΝΑΣ ΚΑΛΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ
 
 
Όταν πλαγιάζει και κρυώνει
βάζει τα χέρια κάτω απ΄ το πάπλωμα
μην τ΄ αγγίξει η παγωνιά και τα σπάσει
Μερικές φορές κοιτά
με την άκρη του ματιού του την γυναίκα
που κοιμάται δίπλα του
και πιάνει την καρδιά του
Δεν θέλει να πεθάνει πρώτος
Θέλει να είναι δεύτερος όπως πάντα
 
Κάτω απ΄ την σκιά των σκεπασμάτων
μπορεί να δει πιο καθαρά
τους δικούς του που έφυγαν,
τους άλλους που κοιμούνται
και κείνους που έρχονται
για να γεράσουν μαζί του.
Όταν τον παίρνει ο ύπνος
είναι σίγουρος ότι έκανε το σωστό
αλλά πάντα στο βαθύ της ψυχής του
πεταρίζει ένα μικρό πουλί
έτοιμο να του κλείσει τα χείλη
να του αρπάξει με το ράμφος
την άκρη του σκεπάσματος.
 
Φοβάται πολύ
τρέμει μην πεθάνει πρώτος.
 
**********
 
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΓΙΑ ΕΝΑ ΘΑΝΑΤΟ
 
 
Με το μολύβι σβήνει ένα φως.
Έρχεται θάνατος
και σε τυλίγει σαν ένα πελώριο δένδρο με κίτρινα φύλλα.
Δεν στοχάζεται πλην των άλλων
που θα φωνάξουν με δύναμη
και θα πούνε: Αθάνατος
καθώς ένα μικρός λεμονανθός θα σβήνει.
 
Είναι ο Χειμώνας που λιώνει στην ζωή,
κι ανθίζει η Άνοιξη.
Η προσμονή σέρνεται με το φίδι
ανάμεσα στους στίχους του ευαγγελίου.
Είναι το ίδιο φίδι που μας έδωσε την ζωή να την ζήσουμε
και εάν προλάβουμε να ρωτήσουμε λέμε: την ζήσαμε;
 
Κι εσύ ζήτησες για μαξιλάρι το μπράτσο μου
και μέσα στο στρατσόχαρτο το όνειρο σου
σύννεφο να στάζει.
 
Η κραυγή σου πορεύεται
καθώς το ατσάλι σπάει την σιωπή
και το μαύρο την γεύεται.
 
Το μάτι μου κλείνει σαν πόρτα
Σαν παραθύρι με πόμολο μια πένα
Κι απλώνεται στις λιάστρες να το ξεράνει ο άνεμος.
 
Μέσα στο μέτρο σκάλισες την καμαρούλα σου
σε διάφανο βάζο η στάχτη κι ένα γαρύφαλλο
στην κεφαλή.
 
Τότε δεν μπορείς να αποφύγεις τον μέλλοντα.
Ναυαγός στη γραμμή του θανάτου.
Μ΄ ένα μολύβι κουπί ως που να φτάσεις;

Την ποιητική συλλογή μπορεί να την αναγνώσει αλλά και να την κατεβάσει για το αρχείο του ο καθένας από την διεύθυνση: https://issuu.com/lewnidasskylitzhs/docs/wraria-epistrofwn

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου