Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!» * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Στον Νικήτα Σταματελόπουλο
(Νικηταράς, o τουρκοφάγος)
 

Ως το πληγωμένο γόνυ λύγιζε,
το μπλε τ΄ ουρανού μύριζε καμένη ελευθερία.
Ως χτυπούσε το σήμαντρο της εκκλησιάς
και η ψυχή μεσουρανούσε στ΄ ανυπότακτα στήθη,
του αετού η ματιά γυαλί κοιτούσε,
στου ανέλπιδου και εαρινού αγριοπόταμου τη ράχη.
Κι η ποθητή ανάσταση όσο αργούσε,
θόλωνε το βλέμμα του [βαθειά στη κόλαση ενός τάφου]
νύχτωνε στο κοιμητήριο μονάχη.
 
Ο ήλιος αντιφέγγιζε στη άσπρη πέτρα του προχώματος,
καθώς η χαίτη άλουστη κάλυπτε την κάρα,
κι ένα φωτοστέφανο αγίου στο μέτωπό του. 
Στης έρμης στεγνής φυλακής το ξέφωτο.
Και το υγρό της θλίψης, μαύρο στη ματιά,
τσεμπέρι στης δόξας την λαβωμένη ακτίνα.
Ένα πικρό περιστέρι ξεκοκάλιζε μια αιμορραγούσα άνοιξη
κι ένα πεταμένο αγρίμι τίναζε τη βαριά χλαίνη της ιστορίας.
[αέρηδες οι προδότες, χείμαρροι οι Φαρισαίοι
και στα στενά πάντοτε φυλούσαν καραούλια]
 
Ο ιδρώτας αλμύρα, έδενε την αγκυλωμένη σπάθη
στα ριζωμένα ακριανά του σώματος.
Πέντε δάκτυλα όλη η γης και το βιός του.
Επτά νίκες οι κομμένες ανάσες στο κατόπι του εχθρού.
Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρι, Μεχμέταγα, Αράχωβα.  
Ένας ανάδελφος χείμαρρος κι ένας σπόρος να σπάει,
γιομίζοντας με χρώμα κόκκινο, τραγικά αιμάτινο, το ξανθό πρόσωπο, 
το κατάκοπο κορμί, τα ακούραστα χέρια,
τα τρύπια τσαρούχια λερά και νοτισμένα
στάζουνε ολάκερη του γραικού τη μοίρα, 
την ασυγκίνητη υποκρισία των απόλεμων,
στην ταπεινωτική άδεια της επαιτείας,
το ευσυγκίνητο της χλόης, τον καιρό που διάλεξε ο θεός για τη λευτεριά, 
η παπαρούνα και το γιασεμί μυριστικά επάνω του,
το αδιαίρετο της ζωής του, ως ανθρώπου και ως έλληνα
και τη φωνής της κόρης περίτρανα να διαλαλεί:
«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!»
 
*Φράση που ειπώθηκε από την κόρη του Νικηταρά
όταν τον επισκέφτηκε στην φυλακή
και τον αντίκρισε αιμόφυρτο ύστερα από  βασανισμό.

Τρίτη 5 Απριλίου 2022

4 Χαικού του Δημητρίου Γκόγκα



ΑΙΩΝΙΑ ΠΟΛΗ ΚΟΙΜΩΜΕΝΗ, ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ* του Δημητρίου Γκόγκα





1

Ελάχιστο χρόνο μετά τον θρήνο των ανθρώπων
και τον άδικο ξεριζωμό απ΄ τα κοκκινοχώματα
συνάχθηκαν οι ασώματοι, σαν σε κρυφό σχολειό
να πενθήσουν των άλλων τις ψυχές,  
που τις είπανε αγνοούμενους στα ενωμένα σημεία των εθνών,
τους ονομάσανε πρόσφυγες
και στις έννομες πράξεις και τα συγχωροχάρτια εκτοπισμένους.
Στον ίδιο τους τον έρημο τόπο.
Τέτοια πράματα, τέτοιες λογής του μέτρου αποκοτιές.

2

Και σένα χωμένη βαθιά στην άμμο,  σε βαφτίσανε κοιμώμενη, αιώνια πόλη.
Πλην εμού, ναι πλην εμένα, εξοστράκισέ με,  που δεν σε γνώρισα.
Δεν σε αναγνώρισα, τόσο ξακουστή που ήσουν!
«Οι συγκυρίες της άθλιας ζωής» ψιθύρισα.
Ξένος εστί, εν τη Κύπρο ξένος!

3

Και τότε, πριν ακουστεί το λάλημα τρις,
φανήκαν από τα πάνω διαζώματα του κάστρου,
οι βασιλείς και οι αρχιτέκτονες,
οι κυβερνήτες και οι περισπούδαστοι της αυλής.
Ο Ονήσιλος, οι Πτολεμαίοι, η Αρσινόη, ο Τεύκρος και η Θεοδώρα.
Κι άνοιξαν το μαινόμενο κιτάπι της ιστορίας,
να δούνε στους χρόνους της σιωπής,
γραμμένη την πόλη και στον μέλλοντα και στον εξακολουθητικό,
όπου η σκουριά και η εγκατάλειψη θα είχαν τον πρώτο λόγο.
Ξωπίσω,
ο Χριστόφορος Μόρος και το αιματοβαμμένο σκήνωμα του Μάρκου Αντωνίου,
κρατώντας τις κούφιες συμφωνίες σφικτά στις νεκρές του παλάμες.
Και δεν βρήκανε αποδείξεις  και υπογραφές
και αγαλλίασε το πνεύμα και το σώμα αναθάρρησε,
στις νεκρές ώρες και τις άλαλες μέρες των ασήμαντων.
Και ύψωσαν τα χέρια στον γλαυκό ουρανό
και ένωσαν αδελφικά τους δείκτες ως τον πικρό παράδεισο.

4

Κι ήταν πολλοί, ως οι κόκκοι της ακροθαλασσιάς
κι έβρεχε κίβδηλα κι αληθινά δάκρυα, που σχημάτισαν δυο ποταμούς,
πλημμύρισαν το πλήθος της πόλης κι έλιωσαν την.
Κι ήρθαν από τον βορρά και από τα παράλια της άλλης πατρίδας
τόσοι πολλοί που ύψωσαν συρματοπλέγματα και τείχη,
κολόνες και φράκτες, σίδερα κι άλλες λογής ανθρώπινες δουλείες.
Και γίνηκαν άδεια τα σπίτια, κενοί οι δρόμοι,
αφημένες αναμνήσεις στους τοίχους,
πορτραίτα συναισθημάτων αιωρούμενα,
παραθύρια κλειστά, γαντζωμένες μορφές στις κουρτίνες,
τρίμματα φωτογραφιών, θρυμματισμένες καρδιές
και χρόνιους επισκέπτες τα φίδια και τα ερπετά
και θλιβερούς ημισελήνους.

Αφέθηκαν ακυοφόρητες οι πορτοκαλιές,
αγέννητες οι λεμονιές
και η άμμος να χρυσίζει όσο ποτέ άλλοτε.
Κούρνιασαν τα ηλιοβασιλέματα πίσω από τις εκκλησιές,  
οι συνειδήσεις έτειναν προς τη λήθη,
στάχτη οι αλήθειες, μαρμάρωσε το σήμερα και το μέλλον στα σχολειά,
κι ανέγγιχτο ήδη προκαταβλήθηκε ως παρελθόν.
Σφουγγάρια γινήκαν οι ακρογιαλιές της.

5

Κι έμεινε μισό αιώνα,
κι ήταν ως μεγάλος αιώνας στη μικρότητα του κόσμου,
στέρεα η καρδιά και άτεγκτοι οι πνεύμονες.
Τι να έγινε η ρώμη εκείνων των ανδρών
και των αμούστακων αγοριών του Ευαγόρα;
Μήπως σκιές αζήτητες  στα παζάρια των λαών,
αναφωνώντας μοναχά ένα μαρτυρικό τετέλεσται;

6

Αμμόχωστος: Μην αδικείς τον κόσμο, καθώς σε αδίκησε.
Δεν έμαθε ποτέ του κόρη μου, τι κακό σου έκαμε!
Και σου οφείλει τον νόστο για συγχώρεση!


 * Συμμετοχή του Δημητρίου Γκόγκα στον Παγκόσμιο Διαγωνισμό Ποίησης του ΕΠΟΚ με θέμα "ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ ΒΑΣΙΛΕΥΟΥΣΑ" / 2020

Δευτέρα 4 Απριλίου 2022

ΔΙΕΞΟΔΟΣ* του Δημητρίου Γκόγκα

 Το ποίημά του "ΔΙΕΞΟΔΟΣ" έλαβε το Γ΄βραβείο στον Λογοτεχνικό διαγωνισμό του περιοδικού "ΚΕΛΑΙΝΩ" /2020


 

Όσο πλησίαζε η αναμενόμενη επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου.
Που να πάει;
Φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
 
Η λιπόσαρκη σκιά του, 
όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο.
Μια στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
αλλόκοτη ανησυχία.
 
Δεν υπήρχε Πακτωλός, άφαντος ο Αχέροντας.
Μια Κερκόπορτα ρημαδιό
κι αυτή σε σελίδα ενός ευαγγελίου.
Σφαλιστή.
Λιώμα το αιμάτινο βουλοκέρι.
Γέλωτες και μειδιάματα οι πολεμόχαροι οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
 
Πήρε δυο χάλκινα άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.