Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2022

Άλλοθι ο λόγος του θεου

 Διαβάζω, ξαναδιαβάζω την Αγία Γραφή και διαπιστώνω την απομάκρυνση μας από τον λόγο του Χριστού. Ο τίτλος βέβαια του Χριστιανού καλά κρατεί και οι μεγάλοι μας σταυροί το επιβεβαιωνουν. Πολύ συχνά μου δίνεται η εντύπωση πως υπάρχουμε στο λόγο του Θεού, για να αποκτούμε άλλοθι για κάθε ενέργεια μας. 

  Και βρίσκω μια βλακωδη πρακτική να ευλογώ το σπαθί που θα κόψει το κεφάλι του εχθρού. Πως να τον ευλογίσω να κόψει και το άλλο μου μάγουλο. Πρέπει να μπω στη θέση του. Κανείς δεν είναι διατεθειμένος να το κάνει. Ούτε να προσπαθήσει. 

Αρα;...τι απομένει; Να τιμω την Ανάσταση για ποιανού τη σωτηρία;


 


Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2022

Γράμμα από το παρελθόν (Δημήτριος Γκόγκας)

 


 

   


Πάει και αυτό. Τελείωσε η κηδεία. Ήρεμα χωρίς κανένα πρόβλημα. Οι κάτοικοι στο χωριό είπαν τα καλύτερα λόγια για την γυναίκα του. Έτσι όπως λένε για κάθε άνθρωπο που αποχωρίζεται το φως και δεν του έχει την ανάγκη του.

    Ένας χρόνος πέρασε από τότε που είχαν χωρίσει. Διαζύγιο δεν είχαν προλάβει, αλλά ο καθένας ακολούθησε τον δρόμο του. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια γάμου, είκοσι πέντε χρόνων υπομονής και των δύο, να μεγαλώσουν μαζί, να κάνουν ένα παιδί και να υπομένουν με πολύ αγάπη ο ένας τις παραξενιές του άλλου, είχε έρθει ο καιρός που συσσωρευμένες αντιστάσεις έσκασαν σαν τρελό ηφαίστειο και παρέσυραν στο διάβα τους, όλες τις καλές στιγμές. Το παιδί ήταν αδύνατο να παρέμβει. Σιωπηλά, δέχτηκε την απόφαση των δικών του και κυρίως την απόφαση του πατέρα, γιατί αυτός τελικά ήταν που άφησε το σπίτι, πήρε το πρώτο τραίνο και έφυγε για τα δυτικά της Κύπρου. Πίστευε ότι εκεί θα έβρισκε την ηρεμία που απουσίαζε από την ζωή του. Η γυναίκα του δεν τον ενόχλησε  από εκείνη την ημέρα. Το ραγισμένο γυαλί δεν αντικαταστάθηκε ποτέ πια.

    Όσες φορές και  αν προσπάθησε να εντοπίσει ουσιαστικά προβλήματα δεν το κατόρθωσε. Η ζήλια του, για τον εκρηκτικό χαρακτήρα της γυναίκας του δεν τον άφηναν να δει αντικειμενικά, τα περισσότερα της ζωής τους. Οι επαφές της με ανθρώπους πολύ μικρότερους σε ηλικία, ο εκτοπισμός από την ζωή του ασχολιών και φίλων που του έδιναν χαρά και ευχαρίστηση τον εκνεύριζε, έλεγε πράγματα που δεν τα πίστευε και προκαλούσε πόνο. Αργότερα, ζητούσε συγνώμη, αλλά συνήθως ήταν πολύ αργά.

    Μπήκε στο μικρό χωριατόσπιτο που είχε νοικιάσει στο χωριό των Κουκλιών. Μακριά από τους στενούς συγγενείς, από τον αδελφό του που τον είχε εντάξει σε κείνη την ομάδα των ηθικοπλαστών της πόλης, λες αυτοί ήσαν αμόλυντοι. Πως είχαν αλλάξει ως άνθρωποι. Ο αδελφός του να εργάζεται στο τζαμί της πόλης και αυτός τόσο μακριά. Είχε να τον δει πάνω από δέκα χρόνια. Πήγε κατ’   ευθείαν στην κουζίνα, έκανε πικρό καφέ, ρούφηξε μια γουλιά, κάηκε το χείλι στου και πήγε στο καθιστικό. Ένα παλιό σαλονάκι, σε κάποια σημείο ξεφτισμένο, έκανε όμως την δουλειά του. Στους τοίχους υπήρχαν, μικροί δικοί του πίνακες, αντίγραφα μεγάλων ζωγράφων. Τα απογεύματα, κατανάλωνε τις ώρες του σε σεμινάρια ζωγραφικής, για να γεμίσει και τα κενά της ζωής του. Δεν ήτανε πολύ καλός, αλλά ζωγράφιζε συμπαθητικά. Δεν παρέλειπε να λέει στους γείτονες και τους γνωστούς, ότι η δική του έκθεση ζωγραφικής θα καθυστερούσε πολύ ακόμα. Γέλια και πειράγματα ακολουθούσαν.   

     Άνοιξε το ντουλάπι με τον χαλασμένο μεντεσέ, κάτω από την τηλεόραση Έβγαλε από το βάθος ένα κόκκινο  κουτί παπουτσιών. Το αγαπημένο της χρώμα, σκέφτηκε. Ανοίγοντάς του, αντίκρισε την αγαπημένη του φωτογραφία. Η γυναίκα του ξαπλωμένη σε ένα καναπέ, ριγμένα τα μαλλάκια της στους γυμνούς ώμους της. Φορούσε ένα βαρύ, καφέ πουλόβερ, που κάλυπτε το μεγάλο μπούστο της, αλλά αποκάλυπτε πονηρά τον υπέροχο λαιμό της. Η φούστα κολλημένη επάνω στους χοντρούτσικους γοφούς της, τόνιζε τις κρυφές της καμπύλες. Αναστέναξε. Αυτή την γυναίκα αγάπησε.

      Άρχισε, με σχολαστικότητα, πότε ρουφώντας και πότε βγάζοντας αναστεναγμούς και μικρά αναφιλητά να βλέπει τις στιγμές της ζωής τους, αποτυπωμένες με τα έντονα χρώματα των φωτογραφιών. Τα κλάμα, ακούστηκε σε όλο το σπιτικό. Βόγκηξε και ένιωσε ένα δυνατό πόνο στο στήθος. «Τι καλά, είπε. Αυτό μας έλειπε!»

       Η ώρα είχε πάει δέκα. Ο ήλιος, μπήκε από τα παράθυρα, με τις διαφανείς άσπρες κουρτίνες. Είχαν κιτρινίσει στις άκρες, σαν ξεχασμένες από πολύ καιρό στην μοίρα της απλυσιάς. Δεν τον ενδιέφερε η εμφάνιση και η καθαριότητα γύρω. Την εμφάνιση της  ψυχή του, μπροστά στην απώλεια σκεφτόταν. Ήταν πλυμένη; Καθαρή; Ένιωθε τύψεις για ότι έγινε, ένιωσε υπεύθυνος εκείνη την στιγμή, αλλά πόσο αργά ήταν!

        Το κουδούνι της εξώπορτας χτυπούσε πεισματικά. «Ει γείτονα» άνοιξε ο ταχυδρόμος είμαι. Έχεις γράμμα». « Εγώ, γράμμα;» αναρωτήθηκε. Την διεύθυνσή του την γνώριζε, μονάχα η γυναίκα  και το παιδί του. Ο γιος του μάλιστα, όταν ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του χρησιμοποιούσε το τηλέφωνο. Από ποιον είναι αναρωτήθηκε ξανά. Σηκώθηκε με δυσκολία, άνοιξε την ξώπορτα την στιγμή που σκούπιζε το πρόσωπό του.  «Έχεις κάτι;»  τον ρώτησε έκπληκτος ο ταχυδρόμος. «Χρειάζεσαι βοήθεια; Να φωνάξω γιατρό; Κυρ Δημήτρη, είσαι καλά;» «Καλά είμαι» απάντησε. «Κάμε την δουλειά σου. Από ποιον είναι το γράμμα;» «Δεν έχει διεύθυνση κύριε Δημήτρη». Του το έδωσε και έφυγε.

          Βυθίστηκε σε μία πολυθρόνα. Δεν το άνοιξε αμέσως. Το κοίταξε λιγάκι, καθώς το κρατούσε στα χέρια του. Σκέφτηκε να το πετάξει. Τώρα δεν ήθελε τίποτα άλλο. Έχασε την γυναίκα του, την χώρισε δύο φορές. Η δεύτερη ήταν η μοιραία.

         Έσκισε στην άκρη τον φάκελο. Έβγαλε αμήχανα και με απορία το γράμμα. Μία διπλωμένη σελίδα, γραμμένη μόνο στο μισό της.

         «Αγαπημένε μου Δημήτρη, θα προσπαθήσω να  είμαι σύντομη. Να μην σε κουράσω. Χρειάζομαι την βοήθειά σου. Θέλω να συγχωρέσουμε ο ένας τον άλλον. Και κυρίως να αναλάβω εγώ τις ευθύνες μου. Δεν μπορώ να πετάξω στην άκρη τόσα χρόνια. Πες μου τι έφταιξα, θα σου πω και εγώ για σένα. Είμαι άρρωστη και νομίζω πιο άρρωστη στην ψυχή. Σε μένα έχουν μείνει πολλά αποθέματα, μέσα στην καρδιά μου. Σε όσα έφταιξα, νομίζω, μήνες τώρα το πλήρωσα. Ανακαλύπτω τώρα πόσο πολύ σε αγάπησα και σε αγαπώ. Νομίζω ότι θέλω να περάσω άλλα τόσα χρόνια μαζί σου. Αν έχει η ψυχή σου καθαρίσει για μένα, θα περιμένω απάντηση. Θέλεις να έρθεις πίσω; Η πόρτα θα είναι ανοικτή»

       Χτύπησε το μπράτσο της πολυθρόνας. Φώναξε. Το γράμμα στάλθηκε λίγες ημέρες πριν. Πως είναι δυνατόν αναρωτήθηκε. Λίγο πριν πεθάνει. Χτύπησε το κεφάλι του με το χέρι.

      Πήρε ξανά το λεωφορείο και έφτασε στην Λάρνακα. Έτρεξε στο νεκροταφείο. Τα λουλούδια σκεπάζανε τον τάφο ακόμα. Το δικό του κόκκινο στεφάνι, γεμάτο από γαρύφαλλα, έξω από το σωρό.  Έπεσε πάνω τους,

      « Γιατί τώρα , γιατί;»

Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2022

Τα τσιντσόνια* του Στρυμονικού* του Δημητρίου Γκόγκα

 

 

Πέρα από τα κυπαρίσσια
Περιμένουν τα κορίτσια
Δέκα μήνες χίλια χρόνια
Του Στρυμονικού τσιντσόνια*
 
Φανερώνονται και ζούνε
Τα παιδιά πυροβολούνε
Με τα όπλα με σφενδόνες
Νυχτολούλουδα σ΄ αιώνες
 
Κι έτσι καθώς κοιμούνται
Τα ταξίδια τους διηγούνται
Ως το Πέγκο* τη Μαγκίλα*
Ως εκεί που εγώ δεν οίδα
 

Τα τσιντσόνια στο χωριό μου
Βγαίνουν μέσα απ΄τον καημό μου
Και μετράνε  της καρδιάς μου
Τ΄ άστρα της αστροφεγγιάς μου
 
Κάθε άνοιξη, χειμώνα
Σβήνει μία ανεμώνα
Και οι φίλοι που χα πάντα
Στίχοι μέσα σε μπαλάντα
 
Ήχοι γίναν τα τσιντσόνια*
Μες στους κάμπους και τ΄ αλώνια
Απ΄το Κρίστο* ως το Τουλμπέσι*
Η ζωή μας έχει δέσει

 

*Στρυμονικό: Χωριό των Σερρών

*Τσιτνσόνια: Στη Σεραική διάλεκτο= τα σπουργίτια

*Πέγκο, Μαγκίλα, Τουλμπέσι, Κρίστο = περιοχές του Στρυμονικού

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022

Περιστέρια στο τζαμί* του Δημητρίου Γκόγκα (Συλλογή Διηγημάτων : Πτώσεις Ανθρώπων)



1

       Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. Πως έφτασα μέχρι εδώ αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά. «Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της πουτάνας. Που να το καταλάβει. Διαταγές εκτελούσε.

    Ευτυχώς η κυβέρνηση, εκτιμώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. «Τι στο διάολο, όλα συνήθεια είναι».

     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία μάλιστα μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.

 

2

       Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να ηρεμήσει και δεν εύρισκε τον χρόνο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.

     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του.

 

3

       Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι , που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν για να αθληθούν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.

     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, κάποιους τους ήξερε και από παλιά όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.

     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα της. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 

 

4

     Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα μέσα της. Κι είχε να βρέξει πολύ καιρό.    

      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάσει  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες η ποινές που τους επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.

     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της. Όταν την αλυσοδέσανε γιατί είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.

     «Υπηρεσία εκτελούσε» γαμώτο!

 

5

     Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια

γυναικεία κοφτερή ματιά, σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.

     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε; «Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως, ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.

    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του ράγισε τα μεσόστηθα. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.

     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του. Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.

      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει. Ή (θεέ μου) να τον συγχωρέσει;

 

 

* Το διήγημα τιμήθηκε με έπαινο στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό της Εταιρείας Τεχνών και Επιστημών και Πολιτισμού Κερατσινίου / 2019

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 27 Σεπτεμβρίου 2022

Η επιλεκτική ευαισθησία της Δύσης για τους πολέμους της υφηλίου


 
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας 

   

Πάντα
οι πολιτισμένες χώρες έδειχναν τις προτιμήσεις τους για τους πολέμους που διεξάγονταν είτε στην γηραιά ήπειρο  (όνομα και πράμα) είτε στις άλλες ηπείρους του πλανήτη. Έδειχναν με τις επιλογές τους σε ποιους έπρεπε να επέμβουν και σε ποιους όχι, ανάλογα με τον πολιτικό – οικονομικό προσανατολισμό του πολέμου και φυσικά σταθμίζοντας πότε με ακρίβεια και πότε σχετικά τα συμφέροντά τους. Έτσι λοιπόν από τη  μια δεν μας φαίνεται περίεργο που στον πόλεμο Ουκρανίας – Ρωσίας, οι χώρες της Δύσης δια των συνασπισμών τους (ΕΕ, ΝΑΤΟ, Κοινοπολιτεία των Άγγλων καθώς και οι πειθήνιοι και επιστήθιοι φίλοι τους: Αυστραλία, Καναδάς κτλ) προδίδουν μια άνευ προηγουμένου υπερ- ευαισθησία στην προάσπιση των δικαιωμάτων μιας χώρας για αυτοδιάθεση και σύσσωμοι στέλνουν κάθε είδους βοήθεια στην πολύπαθη Ουκρανία και από την άλλη σε όλους μένει η πικρή απορία αναπάντητη γιατί στην Ουκρανία και όχι και σε άλλες περιοχές- χώρες του κόσμου όπου χρόνια τώρα μαίνονται ψυχροί και θερμοί πόλεμοι και η πολιτισμένη συμμαχία των Δυτικών χωρών απλώς κοιτάζει και σφυρίζει αδιάφορα.

Ας δούμε όμως στο σημείο αυτό ποιοι είναι οι πόλεμοι αυτοί που σιωπηλά και μακριά από τα Μέσα της Δημοσιότητας συνεχίζονται με χιλιάδες θύματα ή ποιοι είναι αυτές οι διαμάχες που έχουν αφεθεί στο έλεος του χρόνου και γράφουν τη δική τους ιστορία.
 
1.    Αφγανιστάν: Μια εναλλάξ κατοχή της χώρας από Ρωσία – Ανεξάρτητη Δύναμη Δύσης (επί της ουσίας ΝΑΤΟ με επικεφαλής την Αμερική)έφεραν σε απόγνωση τον ντόπιο πληθυσμό με τις αντιμαχόμενες φατρίες να παίρνουν το μέρος πότε της μιας και πότε της άλλης δύναμης. Δέκα χρόνια κατοχής από Ρωσία, είκοσι χρόνια από τις Δυτικές Δυνάμεις το μόνο που κατορθώθηκε είναι η ύπαρξη πάνω του 1εκατ. νεκρών και την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν, αυτούς δηλαδή τους οποίους πολεμούσαν για να εκδημοκρατίσουν τη χώρα. Και τώρα τι. Φεύγοντας οι Δυτικοί παρέδωσαν τους Αφγανούς σε ένα καθεστώς στυγνό και άκρως θεοκρατικό και βαθειά φασιστικό. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές επικρατεί άκρα του τάφου σιωπή!
2.     Συρία: Εμφύλιος πόλεμος, ξεκίνησε το 2011 με την υποκίνηση των ΗΠΑ και όπως ήταν φυσικό μπλέχτηκαν η Ρωσία, ως βοήθεια της Συρίας, και η Τουρκία παίρνοντας πότε το μέρος των μεν και πότε των δε, κατά πως τρέχουν και τα συμφέροντά της. Μέχρι τώρα οι νεκροί, κυρίως άμαχοι ξεπέρασαν τις 600.000 ανθρώπους. Ο πόλεμος αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε … ύφεση χωρίς να γνωρίζει κανείς με ακρίβεια την εξέλιξή του.
3.    Υεμένη: Εμφύλιος πόλεμος για την κατάληψη της εξουσίας. Ξεκίνησε το 2014, οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τις 100.000 ανθρώπους και πίσω από την υπεράσπιση της φερόμενης ως νόμιμης κυβέρνησης βρίσκονται οι ΗΠΑ
4.    Μεξικό: Πάνω από 250.000 νεκροί σε έναν ακήρυχτο πόλεμο μεταξύ του Κράτους του Μεξικού και των διαφόρων οργανώσεων διακίνησης ναρκωτικών.
5.    Σομαλία: Εμφύλιος πόλεμος που ξεκίνησε το 1980. Πάνω από 500.000 νεκροί.
6.    Νιγηρία: Συγκρούσεις θρησκευτικών μειονοτήτων, με σφαγές κυρίως χριστιανών. Πάνω από 20.000 νεκροί.
7.    Μπόκο χαράμ, Ισλαμικό Κράτος. Πόλεμος σε διάφορες χώρες του κόσμου. Πάνω από 60.000 νεκροί.
8.    Ινδία: Πόλεμος στη περιοχή του Κασμίρ με κατά καιρούς διαμάχες. Ξεκίνησε το 1947 και μέχρι σήμερα μετρά πάνω από 60.000 νεκρούς.
9.    Ισραήλ- Παλαιστίνη: Ένας αιώνιος πόλεμος που η διεθνής κοινότητα αδυνατεί να ελέγξει. Οι νεκροί έχουν ξεπεράσει τις 30.000 και η ίδρυση του Παλαιστινιακού κράτους ίσως είναι η μόνη λύση για ειρήνη, κάτι που το Ισραήλ αρνείται κατηγορηματικά.
10.  Τουρκία- Κούρδοι. Διαμάχη για την ίδρυση κουρδικού κράτους ή παραχώρηση αυτονομίας. Οι Κούρδοι μάχονται από το 1925 και μέχρι σήμερα ο στόχος τους δεν επετεύχθη. Νεκροί πάνω από 50.000  
11. Λιβύη: Εμφύλιος πόλεμος. Ξεκίνησε το 2011 για την κατάκτηση της εξουσίας. Γαλλία, ΗΠΑ και Αγγλία πίσω από τον πόλεμο αυτό.
12.  Αρμενία- Αζαρμπαιτζάν: Οι νεκροί ξεπέρασαν τις 30.000 χιλιάδες. Οι παίκτες του πολέμου συνεχώς ανακοινώνουν εκεχειρία που δεν τηρείται από κανέναν.
13.  Κύπρος: Η κατάληψη του βόρειου τμήματος της χώρας συνεχίζεται και η Διεθνής Κοινότητα δεν μπορεί να επιβάλλει τη θέλησή της στην Τουρκία εδώ και μισό αιώνα
 
         Ανέφερα ενδεικτικά 13 περιπτώσεις έντονων διαμαχών ανά την Υφήλιο, όπου σήμερα οι πολιτισμένες χώρες απλώς στέκονται και παρακολουθούν χωρίς να μπορούν να επέμβουν είτε γιατί δεν θέλουν, είτε γιατί τα συμφέροντά τους έχουν μετατοπιστεί. Ποια μπορεί να είναι αυτά: Γεωπολιτική αντιπαλότητα, σφαίρες επιρροής, οικονομικοί λόγοι, ηγεμονισμός, φυλετικές διακρίσεις, θρησκευτικές διακρίσεις, προσωπικές φιλοδοξίες κτλ
 
         Όποιοι όμως  και να είναι οι λόγοι, δεν δικαιολογείται η επιλεκτική ευαισθησία και το ενδιαφέρον κυρίως των προηγμένων χωρών για συγκεκριμένες περιοχές και χώρες. Ή θα προσπαθεί η Διεθνής Κοινότητα να επιβάλλει το δίκαιο σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους και διατάξεις του ΟΗΕ ή θα πρέπει να πάψει να εμπλέκεται στα εσωτερικά των κρατών της υφηλίου. Διαφορετικά εκτίθεται και η εμπιστοσύνη προς τους οργανισμούς και κυβερνήσεις εκπίπτει και λαμβάνει το φαινόμενο ανεξέλεγκτες διαστάσεις. 

         Και παίρνει ήδη. Η Δύση με συντονισμένες προσπάθειες, ενώ προκαλεί ασφυξία στις οικονομίες των πολιτών της, λαμβάνει πρόσθετα μέτρα πίεσης όχι γιατί απέναντι έχει ένα οικονομικό κολοσσό αλλά πρωτίστως γιατί απέναντι έχει μια πολεμκή δύναμη που μπορεί να μην έχει την αίγλη του παρελθόντος κατέχει όμως πυρηνικά. Η πίεση λοιπόν στον οικονομικό τομέα θα φέρει και την σταδιακή εξόντωση του μεγαθηρίου που ονομάζεται Ρωσία. Και ενώ αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις ενέργειες των ΗΠΑ, αδυνατούμε να κατανοήσουμε τις ανόητες ενέργειες της ΕΕ. Που πετάει στο κάλαθο των αχρήστων την πάγια τακτική της οικοδόμησης καλών σχέσεων με τους γείτονες. 

         Το έχω πει πολλές φορές, ο πόλεμος της Ουκρανίας με την Ρωσία θα μπορούσε να αποφευχθεί. Η Ουκρανία θα μπορούσε να παραμείνει στρατιωτικά ουδέτερη και να συνάψει μια ειδική σχέση με την ΕΕ και να δοθεί μερική αυτονομία στους ρωσόφωνους της. Δηστυχώς με τις ανώφελες προτροπές των σοφών της Δύσης οδηγήθηκε ο Πούτιν σε ενέργειες που βλάπτουν βάναυσα την χώρα του. Που σημαίνει ότι έπεσε στην παγίδα που του στήθηκε. Το πως θα βγει κανείς δεν γνωρίζει. Το σίγουρο είναι πως και οι δύο χώρες έχουν εξαιρετικά σοβαρές απώλειες κυρίως στο ανθρώπινο δυναμικό. Η Ουκρανία δε θυσιάζει και αμάχους. Πόνος, θλίψη, απογοήητευση. 

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2022

H ποδηλάτισσα...του Δημητρίου Γκόγκα από την συλλογή διηγημάτων : ΠΤΩΣΕΙΣ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ISBN 978-9925-7723-2-2

 


   


Κάθε ημέρα, την ίδια απογευματινή ώρα, την έβλεπε να κατηφορίζει το χωμάτινο μονοπάτι, δίπλα από τις αλυκές, καβάλα σε ένα παλιό σκουριασμένο ποδήλατο. Είχε συνηθίσει πια, να βλέπει την μαυροφορεμένη γυναίκα  να τον προσπερνά στον περίπατό του. Δεν μπορούσε αυτή η γυναίκα να περάσει απαρατήρητη. Κάτω από το μαύρο μαντήλι που είχε περασμένο στα μαλλιά, το ξανθό τους χρώμα της έφεγγε το πρόσωπο. Τα μάτια της αμυγδαλωτά και γαλάζια, όμοια με το χρώμα του ουρανού μετά από καταιγίδα. Φορούσε πάντα μια στενή φούστα που ανέμιζε. Μερικές φορές, όταν μαζευότανε στα γόνατά της, αποκαλύπτονταν δύο υπέροχα λευκά πόδια. Ποτέ δεν την είδε να χαμογελά. Τα βλέμματα τους διασταυρώθηκαν και αντάλλαξαν απορίες. Τίποτα περισσότερο.

         Το πέρασμά της μύριζε αρχοντιά και χάρη. Βασιλικό και δυόσμο. Μπορούσε πλέον από μακριά να αισθανθεί τον ερχομό της. Τα πουλιά κελαηδούσανε πιο έντονα, τα δένδρα έγερναν προς τον νότο, ο βορράς θαρρείς και τραβιότανε και μια απαλή νηνεμία κυριαρχούσε στην φύση. Οι περιπατητές, άνοιγαν δρόμο για την ποδηλάτισσα του μονοπατιού. Και αυτή, όπως πάντοτε, αγέλαστη και μια  προσπάθεια ζωγραφισμένη στο πρόσωπο να μείνει ανέκφραστη. Ήταν εκείνες οι στιγμές που το πρόσωπό της, έσκαγε και οι αυλακώσεις φανέρωναν τις δυσκολίες και τις λύπες, τους αγώνες και τις προσδοκίες της από την ζωή. Μια μέρα του Νοέμβρη, καθώς έστριβε πίσω από μια συστάδα δέντρων, του φάνηκε πως είδε να ζωγραφίζεται στην εικόνα του, ένα μειδίαμα. Επιτάχυνε το βήμα του, να λύσει αυτή την φαντασίωση, αλλά η ποδηλάτισσα είχε ήδη απομακρυνθεί.

        Οι μήνες προχωρούσαν μαζί με τους περιπατητές. Η ζωή βημάτιζε πάνω στο χώμα, στα φύλλα των δένδρων, στο αλάτι των αλυκών, στην θέα των πουλιών που τσιμπολογούσαν νερό και σπόρους. Η μαυροντυμένη ποδηλάτισσα και αυτή πιστή στον απογευματινό της  περίπατο.

    Είχε φτάσει το καλοκαίρι. Ο ήλιος πιρούνιαζε  τους ανθρώπους. Η υγρασία στο νησί, είχε γιγαντώσει και όλοι αναζητούσαν λύσεις στην δροσιά των δένδρων και στην τεχνολογία. Οι περίπατοι με δυσκολία ολοκληρώνονταν. Ο ιδρώτας έτρεχε ποτάμι στα σώματά μας και η ζέστη διπλασίαζε την κούραση. Τα κορμιά λύγιζαν και αγκομαχούσαν. Η κυρία με το ποδήλατο, εμφανιζότανε τώρα με πλατύ καπέλο, σκούρου χρώματος. Ίδια έκφραση, όμοια παράσταση με τους περασμένους μήνες .

     Ένα μουντό απόγευμα, που ο ήλιος πρόδιδε την υγρασία πάνω από την λίμνη του αλατιού, η ποδηλάτισσα αφού  τον προσπέρασε,  έστριψε απότομα και σταμάτησε στο παρατηρητήριο των αλυκών. Έπιασε το στήθος της, έβηξε, κατέβηκε βιαστικά από το ποδήλατό της και έκατσε στα ξύλινα σκαλοπάτια. Ανάσανε βαριά  και έστρεψε αλλού το  κεφάλι όταν τον είδε να την πλησιάζει.

    «Είστε καλά;» την ρώτησε.

    «Καλά – καλά είμαι»

    «Ξέρετε αν θέλετε βοήθεια»

    «Δεν θέλω , ποιος σου είπε ότι θέλω, σου ζήτησα την βοήθειά σου;» απάντησε νευρικά και επιθετικά , με το πρόσωπό της γιομάτο συσπάσεις.

     Σήκωσε τα χέρια του, θέλοντας να δηλώσει ότι το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να βοηθήσει. Έκανε στροφή και έκανε να φύγει, όταν άκουσε την φωνή της να γλυκαίνει.

      «Σε παρακαλώ, γύρισε. Συγνώμη. Έχω, ζήσει, νομίζω, άσχημα. Θέλω την βοήθειά σου»

      Το πρόσωπό της είχε πάρει μια γλυκύτατη έκφραση. Έδειχνε την πραγματική ηλικία της. Θα κόντευε τα σαράντα πέντε. Έβγαλε το μαύρο μαντήλι από τα ξανθά της μαλλιά και το πρόσωπό της φωτίστηκε από τις ακτίνες του ήλιου, καθώς τρυπώνανε, ανάμεσα από τα πυκνά φυλλώματα των δένδρων. Έκανε χώρο στα σκαλοπάτια να καθίσει αλλά εκείνος προτίμησε να σταθεί απέναντί της όρθιος. Σκέφτηκε πως θα ήταν πολύ πιο τίμιο. Οι περιπατητές ρίχνανε κλεφτές ματιές. Έπιασε στον αέρα και κουβέντες αλόγιστες αλλά δεν έδωσε σημασία.

     «Οι ηθικοπλάστες της πόλης» είπε η κυρία.

     «Τι εννοείς;»

     «Είναι μεγάλη ιστορία, δεν είσαι από δω. Τα ελληνικά σου είναι πολύ καλά. Ελλαδίτης είσαι;»

     «Ναι, ήρθα για δουλειά, εσύ»

   «Είναι λίγο περίεργο, να μιλώ σε ένα άγνωστο. Όμως πίστεψέ με, σε βλέπω σχεδόν κάθε ημέρα εδώ. Είσαι από αυτούς που θα ζητιάνευα την βοήθειά τους. Έχω να μιλήσω σε άνθρωπο πολύ καιρό. Πάρα πολύ πίστεψέ με. Σταμάτησα γιατί ένιωσα πόνο στην καρδιά. Θυμήθηκα παλιές ιστορίες και πόνεσα. Έχω και ένα σοβαρό πρόβλημα στο στήθος.»

    «Και πλέκονται και αυτοί;» ρώτησε  δείχνοντας με τα μάτια του τους άνδρες που περπατούσαν στο μονοπάτι.

     «Και αυτοί και άλλοι.» είπε με περιφρόνηση.

     «Πριν από χρόνια, είχα έρθει με την γιαγιά μου, λόγω της εισβολής στην Λάρνακα. Μεγάλη φτώχεια. Μας έδωσαν ένα σπιτάκι στην άκρη της πόλης και μία σύνταξη στην γιαγιά για να ζήσουμε. Οι γονείς μου χάθηκαν. Στους χίλιους επτακόσιους και άλλους τόσους σκοτωμένους ή αγνοούμενους. Βρήκα και εγώ μια δουλειά, σε ... καλούς, με θέση στην κοινωνία, ανθρώπους που από την πρώτη στιγμή προθυμοποιήθηκαν να βοηθήσουν.

 

Ο καθένας με τον τρόπο του. Όμως το μόνο που ήθελαν ήταν παρέα στο κρεβάτι τους. Παράλληλα, με αυτή της γυναίκας τους. Αυτό μην το ξεχνάς. Δεν λέω, ο μισθός αυξανότανε αρκετά. Βλέπεις με πλήρωναν κιόλας. Να περνώ καλά και να ντύνομαι. Με το καιρό, γνώρισα ένα καλό παιδί. Έτσι μου φαινότανε. Όλα πήγαιναν κατ΄ ευχή. Πίστευα ότι θα παντρευτούμε. Ότι μπήκε η ζωή μου σε μια τάξη. Κάποια μέρα όμως, όταν τον είδα με άλλη γυναίκα και ζήτησα να μου εξηγήσει. Μου αποκάλεσε πουτάνα. Ότι δηλαδή έβαλε στο μυαλό του αυτά που είχε ακούσει από την γειτονιά. Από όλους αυτούς που βλέπεις τώρα να περπατούν με τις γυναίκες τους εδώ. Οι περισσότεροι από αυτούς με είχαν πλησιάσει. Και οι πιο πολλές κυρίες που τώρα καμαρώνουν δίπλα τους, ήταν αυτές που ψιθύριζαν τα δικά μου, τα φανερά, τα δικά τους όμως τα κρυφά, τα θάψανε και ξεχάστηκαν. Κατηγορήθηκα για πορνεία από μερικούς και για να σωθεί το όνομα της γειτονιάς και της κοινωνίας μπήκα φυλακή. Περισσότερο λυπήθηκα για την γιαγιά μου. Η καημενούλα. Ακόμα και όταν άκουγε τα μύρια τόσα από αυτούς έλεγε πως μπόρα ήταν θα περάσει. Την θυμάμαι να πέφτει στην αυλή, μουσκεμένη από την βροχή, όταν με συλλαμβάνανε οι αστυνομικοί. Δέκα χρόνια μέσα, για πορνεία. Τι τα θες. Μου φορτώσανε και κάποια τερατουργήματα που δεν έκανα. Που να βρεθούν χρήματα για δικηγόρους. Η μόνη καλή μάρτυρας ήταν η γιαγιά. Έκλαψε, ούρλιαξε, φώναξε, τίποτα. Οι δικαστές ήταν ανένδοτοι. Ένας από αυτούς, με θωρεί κάθε ημέρα και σκύβει το κεφάλι. Τι τα θες. Η γιαγιά περίμενε να βγω και μόλις βγήκα πέθανε. Και ησύχασε η ψυχή της. Για αυτό φορώ μαύρα»

Ακούστηκε ένας βαθύς αναστεναγμός να βγαίνει από την ψυχή της.

     «Συγνώμη αν σε ζάλισα, ήθελα σε κάποιον να τα πω. Βοήθησες πολύ που με άκουσες»

     Σηκώθηκε αργά, την έπιασε από το μπράτσο. Την ακολούθησε στο μονοπάτι. Πρώτη φορά την είδε να περπατά. Ήταν ψηλή γυναίκα σκέφτηκε.

     Περπάτησαν, λίγη ώρα αμίλητοι.

     «Θα σε ξαναδώ; « την ρώτησε.

     «Θα το ήθελα.»

     Ανέβηκε στο ποδήλατο και απομακρύνθηκε χαμογελώντας. Τον χαιρέτησε κουνώντας το χέρι.

     «Αντρή , με λένε Αντρή» φώναξε.

     «Αύριο λοιπόν» και συνέχισε να περπατά.