Σελίδες
- Αρχική σελίδα
- Δημήτριος Γκόγκας (βιογραφικό σημείωμα)
- ΑΝΑΣΕΣ από την Καμπούλ
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Β΄Μέρος
- «16 αριθμοί και 24 γράμματα» / Α΄Μέρος
- Δέκα [10] μικρά ταξίδια
- Ξέρω ένα Τόπο / Α΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Β΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Γ΄
- Ξέρω ένα Τόπο / Δ΄
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Α΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Β΄μέρος
- Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Α΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Β΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Γ΄μέρος
- Ωράρια Επιστροφών / Δ΄ μέρος
- Κάμπος μιας Νιότης (απόσπασμα)
- Σημείο Συνάντησης [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου]
- Απανθίσματα [Δ.Γκόγκας/Ρ.Τριανταφύλλου/Χ.Γαλιάνδρα]
- Ταξίδια Πολύτιμα του Νου[Δ.Γκόγκας, Σ.Σκουλίκα, Α.Βλαχιώτης, Ε. Δράτσελος],
- 199 χρόνια Ελεύθερης Ζωής +1 (αφιέρωμα στην Ελληνική Επανάσταση του 1821)
Τρίτη 16 Μαΐου 2023
Δευτέρα 15 Μαΐου 2023
ΣΜΥΡΝΗ* του Δημητρίου Γκόγκα
Χωρούσε, δεν χωρούσε,
Στρίμωξε ουρανό, χώμα, την αυλή της.
Μέσα στην εικόνα της εξορίας,
και στην άκρη νεκρή η Σμύρνη
Στο πρώτο τσιγάρο του γιου της η Σμύρνη.
«Η φωτιά μάνα φώναξε δεν ήρθε απ΄ τη κάφτρα! Πάψε!»
Το άλλο, σε ένα τσουβάλι τυλιγμένο με φίμωτρο μην κλάψει,
να προλάβει να το πετάξει σε μια βάρκα;
Δεν θα προλάβει;
οι καμπάνες, ο κόσμος, στο μπόγο της η Σμύρνη.
Πίσω οι Τσέτες, οι Κούρδοι, έξω από το μπόγο της όλοι οι οχτροί της.
Τι να πει;
Χωρίς χέρι, «πως κρατά το δεκανίκι χωρίς χέρι;»
«Παναγιά μου χωρίς μάτια!»
Πόνο ο βοριάς, μπλέχτηκε και η αύρα της θάλασσας
τα δίχτυα ιστοί αράχνης, ψάρευες νεκρούς ανθρώπους,
ξέβραζε η θάλασσα τη Σμύρνη.
Μα περίεργο, μύριζε ακόμα, βασιλικό κι αγιόκλημα!
Το τσουβάλι με το παιδί στη βάρκα μέσα.
Λες- λες να αναπνεύσει.
«Ελπίζω» της φωνάζει φαντάρος, της κλείνει το μάτι.
Μες στο χαμό «πως είδε Παναγιά μου;»
Παρασκευή 12 Μαΐου 2023
Ούγκα : Μια ποιητική συλλογή του Χρίστου Τσιαήλη (που μετρά τους αιώνες!) και είδε το φως της δημοσιότητας το Νοέμβριο του 2022 από τις εκδόσεις Γκοβότση
Το έτος 2022 που εκδόθηκε η ποιητική συλλογή του Χρίστου Τσιαήλη : Ούγκα τον πήρα τηλέφωνο και του ζήτησα ένα αντίγραφο της. "Μούγκα" ο εκλεκτός και φίλος ποιητής. Μια απέραντη σιωπή απλώθηκε επί 495 ημέρες και σκίαζε την διαδρομή μεταξύ Λευκωσίας και Λάρνακας. Μια διαδρομή που τελικά που στο τέλος της είδαμε πως υπάρχει φως στην άκρη του Τούνελ.
18.
για να αλλάξει το φως
πρέπει η Νέμεσις να περάσει
-από πολύ κοντά-
24.
για ν’ αλλάξει το φως
να αισθανθούμε πρέπει
την απώλεια του σκότους
από τις συναλλαγές
28.
η σκέψη μπορετή
το σώμα αδρανές
η ευρετή
το διηνεκές
το άπειρο
μια μικρή έννοια
για την Α’ Δημοτικού
ναι, ακόμη υπάρχουν σχολεία
είναι τα μόνα κτήρια
που οι άνθρωποι ακόμη κτίζουν
για να ελέγχουν την άγνοια
τη σκέψη
τη φαντασία
τον λόγο
την πρόθεση
Τετάρτη 10 Μαΐου 2023
Ανθολόγιο Ποίησης Όστρια 2020 / Τρία [3] ποιήματα του Δημητρίου Γκόγκα [συμμετοχή]
1.
Άπλωσε με θέρμη την αγάπη στο πρόσωπό της.
Εκείνο έλαμψε σαν παρθένο
κάτω από το ηλιοκαμένο σώμα της μέρας.
Δεν πέρασε χρόνος πολύς, ποτέ άλλωστε δεν περνούσε
κι αφέθηκε μεθυστικά στη λήθη.
Όταν ξεχνάς συνειδητά, δεν ξεχνάς ποτέ.
Άνυδρη στέγνωσε από ενοχές
κι αφυδατώθηκε η ζωή της.
2.
«Τι είναι τούτο και πάλι;»
Ο πόνος στο στήθος καθώς ξάπλωνε
ολοένα και μεγάλωνε σαν φάντασμα σε πρωινούς εφιάλτες.
Η αγωνία της παγώνι που φούσκωνε την ουρά του
και τον χειμώνα που πέρασε ζώο σε χειμέρια νάρκη.
Σαν πλησιάζει το αναπόφευκτο
τα ευχολόγια σαπισμένα πέταλα στα πρησμένα χείλη της.
Στο μεσονύχτι άναψε το καντήλι και πάλι.
3.
Είχε σκάσει το δέρμα του.
Λίμνη που αποξηράθηκε με συνοπτικά διατάγματα.
Ανυπόγραφα τα μισά, τα πλείστα διαπλεκόμενα και παράτυπα.
Κανείς δεν έδινε σημασία για το κορμί του.
Κούτσουρο πεταμένο.
Πονούσε.
Στο σπίτι, στο καφενείο, στα χωράφια.
Πονούσε
«Ανάθεμά με» μα ο σταυρός μπροστά από το εικόνισμα, κανονικός.
Άνοιγε τη κάνουλα κι έβρεχε τακτικά το εγώ του.
Μούσκεμα κι ούτε που τον ένοιαζε.
«Βλέπεις» φώναζε, «η γη καταπίνει το νερό κι ήλιος το διαλύει»
Ο ίδιος ξεφλούδιζε το δέρμα του,
να μεταλάβει στο αίμα του, να βρει τη πληγή της ξεχασμένης ανάσας.
ΔΙΕΞΟΔΟΣ*
Όσο πλησίαζε η επιστροφή,
κοιμόταν σε καμένη ηλιαχτίδα.
Δεν μπορούσε να πλησιάσει την άκρια του ανέμου,
που να πάει σα φύλλο ξεραμένο, λησμονημένο από τα αδέλφια του.
Η σκιά του όμοια σκιά ενός δένδρου στην έρημο,
Στεγνή δροσοσταλιά πάνω στο διψασμένο δέρμα του,
μια αλλόκοτη ανησυχία.
Δεν υπήρχε Πακτωλός, άφαντος ο Αχέροντας.
Κερκόπορτα κι αυτή ενός ευαγγελίου.
Σφραγιστή από οσιομάρτυρες.
«Διέξοδος» ψέλλιζε κι έβλεπε μια όαση,
λουλούδια, γιρλάντες
και νερό να πλημμυρίσει ένα καινό όνειρο.
Πήρε δυο χάλκινα άστρα από τις επωμίδες
κι όπως εξοστράκισε τον ουρανό
είδε το φίδι να του χαρίζει το κόκκινο μήλο.
* Γ΄Βραβείο στο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Περιοδικού : ΚΕΛΑΙΝΩ έτους 2020
*
Έχω υπάρξει και καλύτερα
Κάποιες ώρες ο ήλιος ενδύεται το γκρίζο και χάνεται
Κι έτσι το σώμα μου προσαρμόζεται ανήμπορο
Κόβει τις μεταμεσονύκτιες εξόδους στις πλατείες των ονείρων
Και τις στενωπούς των εφιαλτών
Γυροφέρνει στο πέρα και στο εκεί εκτός λόγου
Τι θα πει καλημέρα;
Τι θα βγει από το χαίρετε;
Αδυνατώ να αναλύσω τις τοιχογραφίες στην κρυψώνα του γιατί
Ανεπίδοτη ανάγκη στης ψυχής μου, ψυχή κι άλλοτε
Επίδοση με πίστωση κατά παραγγελία του ερωτήματος και της μετάφρασης
Υπήρξα και καλύτερα
Από εκείνες τις μέρες των λόγων στην τοκισμένη σχιζοφρένεια
Έκτοτε εκλάπησαν οι πρώτες ύλες του «υπήρξα» και του «καλύτερα»
Και καταχωρήθηκαν με την ένδειξη « άγνωστη προέλευσης»
Τώρα στην απλουστέρα της δημοτικής των δικαίων ανθρώπων
Λέω «καλημέρα» και βγαίνω αγκαζέ με το «χαίρετε»
Γνέφοντας με συγκατάβαση στην απόσταση.
Όταν ΜΙΛΑΜΕ για ΠΟΙΗΣΗ
Όταν μιλάμε για ποίηση, θα πρέπει να χρησιμοποιούμε όχι μόνο την Δημοτική γλώσσα, αλλά την κατανοητή Δημοτική γλώσσα. Η ποίηση θα πρέπει να είναι προσιτή και από τον τελευταίο αναγνώστη της, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν θα υπάρχουν ποιήματα δυσνόητα, μη κατανοητά. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι άκρως επικοδομητική η προσπάθεια ανάλυσης ώστε το "τι θέλει να πει ο ποιητής" να παρουσιάζεται ως θείο δώρο.
Ποίηση μπορεί να είναι πολύ απλά ένα πουλί που κελαηδάει σε κλαδάκι δένδρου αλλά και σύνθετα όταν ένα αόρατο μάτι πεταρίζει πίσω από τη σκιά ενός σύννεφου επάνω στη ψυχή μας.
Τρίτη 9 Μαΐου 2023
Περί Κακοποίησης Ζώων και μια προσωπική ιστορία λόγου
γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Το πρώτο σκυλί που απέκτησα ήταν στη Ξάνθη, ως στρατιωτικός. Δεν θυμάμαι πως το απέκτησα, αλλά θυμάμαι πολύ καλά τις δυσκολίες μέχρι να το συνηθίσω, να το αγαπήσω και να το ορίσω μέλος της οικογένειας.Το όνομά του: Γκογκίτο, από το επίθετό μου. Ένα υπέροχο σκυλάκι που με περίμενε επτά ολόκληρους μήνες να επιστρέψω από το Αφγανιστάν και όταν έπέστρεφα στο σπίτι μου είπαν ότι δεν είχε φύγει εκείνη τη μέρα στιφμή από την ξώπορτα. Όταν δε απαντηθήκαμε, έπεσε πάνω μου,με έριξε κάτω και δεν σταμάτησε να με φιλά. Αυτό λοιπόν το σκυλάκι,ύστερα από χρόνια και εν απουσία μου, κάποιος τέρας, διότι τώρα μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω αυτούς που κακοποιούν ζώα, το δηλητηρίασε την κοινότητα των Τοξοτών Ξάνθης.
Η συναναστροφή με τον Γκογκίτο με έκανε και εμένα καλύτερο αλλά και την οικογένειά μου.Έτσι όταν ήρθε στο σπίτι και εντάχθηκε ως μέλος η Κλημεντίνη όλα ήταν πιο φυσιολογικά,παρ΄όλο που αναγκαστήκαμε να μάθουμε από την αρχή ότι δεν γνωρίζαμε μέχρι τότε για του σκύλους. Και ήταν πάρα μα πάρα πολλά. Κυρίως μάθαμε να αγαπάμε περισσότερο και να φροντίζουμε περισσότερο. Και τώρα το μόνο το διαφοροποιεί, είναι το περπάτημά του και το γεγονός ότι γαυγίζει και δεν μιλά. Συννενοούμαστε όμως πολύ καλά και μάλιστα καλύτερα από τους ανθρώπους.