να πάρει τη Σμύρνη σε ένα κάδρο.
Χωρούσε, δεν χωρούσε,
Χωρούσε, δεν χωρούσε,
πήρε όση μπόρεσε να πάρει.
Στρίμωξε ουρανό, χώμα, την αυλή της.
Μέσα στο δισάκι της η Σμύρνη.
Μέσα στην εικόνα της εξορίας,
Στρίμωξε ουρανό, χώμα, την αυλή της.
Μέσα στην εικόνα της εξορίας,
ο ασαβάνωτος άνδρας της
και στην άκρη νεκρή η Σμύρνη
Στο πρώτο τσιγάρο του γιου της η Σμύρνη.
«Η φωτιά μάνα φώναξε δεν ήρθε απ΄ τη κάφτρα! Πάψε!»
Το άλλο, σε ένα τσουβάλι τυλιγμένο με φίμωτρο μην κλάψει,
να προλάβει να το πετάξει σε μια βάρκα;
Δεν θα προλάβει;
Τρέξε, τρέξε εκείνη η φωνή να τη σπρώχνει,
οι καμπάνες, ο κόσμος, στο μπόγο της η Σμύρνη.
Πίσω οι Τσέτες, οι Κούρδοι, έξω από το μπόγο της όλοι οι οχτροί της.
Ένας φαντάρος με δεκανίκι την κοιτάει χωρίς μάτια, χωρίς
γλώσσα.
Τι να πει;
Χωρίς χέρι, «πως κρατά το δεκανίκι χωρίς χέρι;»
«Παναγιά μου χωρίς μάτια!»
Φυσούσε μια πίκρα.
Πόνο ο βοριάς, μπλέχτηκε και η αύρα της θάλασσας
τα δίχτυα ιστοί αράχνης, ψάρευες νεκρούς ανθρώπους,
ξέβραζε η θάλασσα τη Σμύρνη.
Μα περίεργο, μύριζε ακόμα, βασιλικό κι αγιόκλημα!
Και κει στη προκυμαία, να ένα γδούπος.
Το τσουβάλι με το παιδί στη βάρκα μέσα.
Λες- λες να αναπνεύσει.
«Ελπίζω» της φωνάζει φαντάρος, της κλείνει το μάτι.
Μες στο χαμό «πως είδε Παναγιά μου;»
*Το
ποίημά του «ΣΜΥΡΝΗ» έλαβε 3ο έπαινο στον 18ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Ποίησης και Πεζογραφίας της Ένωσης
Λογοτεχνών Βορείου Ελλάδας
και στην άκρη νεκρή η Σμύρνη
Στο πρώτο τσιγάρο του γιου της η Σμύρνη.
«Η φωτιά μάνα φώναξε δεν ήρθε απ΄ τη κάφτρα! Πάψε!»
Το άλλο, σε ένα τσουβάλι τυλιγμένο με φίμωτρο μην κλάψει,
να προλάβει να το πετάξει σε μια βάρκα;
Δεν θα προλάβει;
οι καμπάνες, ο κόσμος, στο μπόγο της η Σμύρνη.
Πίσω οι Τσέτες, οι Κούρδοι, έξω από το μπόγο της όλοι οι οχτροί της.
Τι να πει;
Χωρίς χέρι, «πως κρατά το δεκανίκι χωρίς χέρι;»
«Παναγιά μου χωρίς μάτια!»
Πόνο ο βοριάς, μπλέχτηκε και η αύρα της θάλασσας
τα δίχτυα ιστοί αράχνης, ψάρευες νεκρούς ανθρώπους,
ξέβραζε η θάλασσα τη Σμύρνη.
Μα περίεργο, μύριζε ακόμα, βασιλικό κι αγιόκλημα!
Το τσουβάλι με το παιδί στη βάρκα μέσα.
Λες- λες να αναπνεύσει.
«Ελπίζω» της φωνάζει φαντάρος, της κλείνει το μάτι.
Μες στο χαμό «πως είδε Παναγιά μου;»
και συμπεριλήφθηκε στην Ανθολογία που προέκυψε από τον εν λόγω Λογοτεχνικό διαγωνισμό με τίτλο : Το δάκρυ της Μικρασίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου