Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Γκόγκας Δημήτριος: Τι είναι ποίηση

Η Ποίηση πρέπει να είναι μια κάποια ασθένεια. Όπου αυτή δεν υπάρχει γιατρειά. Ο Ποιητής εγκλωβίζεται στους στίχους και αιχμαλωτίζεται από τις λέξεις. Ίσως μια μεγαλειώδης ανάδυση να είναι η λύτρωση.  Αλλά και τούτο ίσως  δεν είναι το επιθυμητό. Η σταδιακή εναπόθεση των δυνάμεων, δημιουργεί μια διαρκή επώδυνη κατάσταση. Ο ποιητής γεννιέται από το κενό, δημιουργεί την ποίηση εκ του μηδενός και μετά την γέννηση, εναποθέτει το σαρκίο του στην άβυσσο με κιβωτό το ποίημα.