Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου