Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Ένα είναι το ποίημα


Μόνο ευχαριστώ μπορώ να πω στον Ποιητή Δημήτριο Κρανιώτη για την ανάρτηση του Ποιήματός μου στο Ιστολόγιό του. 

Καημένη Λάρνακα


Μέσα στα πορώδη τείχη των μεσαιωνικών κάστρων 

που λοιάζονται γυμνόστηθα
τατουάζ στα μπράτσα ωραιοπαθών ανδρών
ημιπρόστυχων αλλοδαπών και εγχώριων κοπελούδων
η αλήθεια δεν μπορεί να κρυφτεί καημένη Λάρνακα.

Είναι....
Ήρθαν οι χρόνοι που περίμενες δήθεν
όπου η πλάνη θα σώσει τη διαρκή φαυλότητα
κάτω απ΄το βάρος των Φοινικούδων
και οι Μέγαιρες
έντιμοι θιασάρχες θα λαμπρύνουν
ένα μέλλον που τυχάρπαστα έχτισες και τοκίζεις με θράσσος.

Η ζωή σου Λάρνακα
ένας κακός σχοινοβάτης
που ακροβατεί σε μια λαθραία στιγμή αυνανισμού της μιζέριας.
Μη κοιτάς με το βλέμμα του Νάρκισσου.
Οι σκουρόχρωμοι υπηρέτες σου
τινάζουν στους κήπους και στα μπαλκόνια
τα χαλιά της  διαρκούς μωρίας

ΦΟΒΟΣ



Λέω πως ζω
κι όταν με ρωτούν πως τα πάω
απαντώ
"σπίτι - δουλειά
δουλειά-σπίτι"
Κάθε πρωί κατεβάζω τα σκουπίδια
με προσοχή μην σχιστούν οι σακκούλες
Προσέχω μην συναντήσω τον γείτονα
αποφεύγω τον σκύλο που μισώ
δεν ανοίγω το γραμματοκιβώτιο
κατοικούν μέσα του Κέρβεροι
κι ένας Προκρούστης
που θέλει δουλειά.
Αν του την δώσω τι θα λέω
όταν με ρωτούν αν ζω;
Ζω σπίτι;


Το παραπάνω ποίημα έλαβε το Α΄Βραβείο στην κατηγορία :
(ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ) ΠΟΙΗΣΗ ΑΥΤΟΓΝΩΣΙΑΣ

του ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ "ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ 2014"

Ιστοχώρος ανάρτησης σε μορφή e-book των ποιητικών μου συλλογών

του Δημητρίου Α. Γκόγκα

...για αρκετά χρόνια ήταν καταχωνιασμένες στα συρτάρια γραφείων ανάμεσα σε φακέλλους και βιβλία. Δεν υπήρχε η τόλμη να δείξω τη γραφή μου... Κάποιες καταστάσεις μου δημιουργούσαν φοβίες, άλλοτε δικαιολογημένες και άλλοτε όχι......Μετά την αφυπηρέτησή από το Σώμα του Ελληνικού Στρατού, πίστεψα ότι είχε έρθει ο καιρός ότι είχε γραφεί να δει το φως...Ήταν εξάλλου μια υπόσχεση προς τους δικούς μου ανθρώπους ........ Ελπίζω κάποια στιγμή να έχω όλες εκείνες τις δυνατότητες και για μια ...έντυπη έκδοση. 

Σήμερα μπορεί κάποιος από εσάς φίλοι μου να αναγνώσει μικρό δείγμα της δουλειάς μου, αυτής που εγώ ονομάζω πειραματισμό Ποίησης στις παρακάτω σελίδες:

α. ΕΝΔΕΙΚΤΕΣ 



β. ΚΑΜΠΟΣ ΜΙΑΣ ΝΙΟΤΗΣ 


γ. ΑΝΑΣΕΣ 


δ, ΘΑΝΑΤΟΣ ΕΙΝΑΙ ΟΤΙ ΔΕΝ ΕΔΩΣΕΣ ΕΝΩ ΜΠΟΡΟΥΣΕΣ


ε. ΒΗΜΑΤΙΣΜΟΙ ΣΕ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟΥΣ ΣΤΙΧΟΥΣ


στ. ΑΧΝΗ


ζ. ΞΕΡΩ ΕΝΑΝ ΤΟΠΟ

Ημέρα πληρωμής

Στη σκοτεινή γωνιά των ήχων
αγκάλιασε τα πλήκτρα
κι αισθάνθηκε την ανία της ύπαρξής της. 
Κάτω η κούραση στις ραγισμένες φτέρνες
πεζοδρομούσε τις πικρίες της.
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε
μπουμπούκια στα γυάλινα βάζα των ανθρώπων
η πληρωμή αργούσε
κι άλλοτε της φαίνονταν μικρότερη.
Έτσι πορεύθηκε κι έτσι περπατούσε.
Γωνιά, γωνιά.
Το νερό στο βάζο μέρες τώρα
έπαιρνε ένα σκούρο χρώμα
της σήψης.
Το καντήλι έσβηνε
κάνοντας τη νύχτα μικρά διαλείμματα
και τη μέρα ώρες μεγάλες άκαυτες
βασάνιζε.
Κι επέμενε, επέμενε
ν΄ αγκαλιάζει τη κούραση
σύντροφο ζωής, μαγκούρα κι αποκούμπι.
Στον επόμενο ήχο η ανία δίπλωσε τη κούραση
σε χρυσόχαρτο
κι έσκασε -του κάκου- ακόμα ένα χαμόγελο.
Ο επόμενος στο ταμείο δεν ήτανε πελάτης.
Κρατούσε το τέλος καλυμμένο με σάλιο.
Ημέρα πληρωμής.

Σκέψεις επί μιας σκηνής


Χυτά τα μαλλιά της στους ώμους κυλάνε
τυλίγουν τους κόμπους στο καθάριο λαιμό της. 
Το χιόνι απ΄ τα μάτια με δρεπάνι τρυγάνε
εραστές που΄ ναι στάλες μες στο λυγμό της.

Μαργαρίτες και γιούλια στεφανώνουν το πόνο
και τις λέξεις αγκάθια τις στολίζουν με χάρη.
Σαν τρυπάνε, ματώνουν της καρδιάς της τον κλώνο
και ρωτά αν παγίδα ειν΄ της γης το φεγγάρι.

Κάποτε δένει τα μαλλιά της κοτσίδες
και χαιδεύει απαλά των χειλιών τις καμπύλες.
Αφαιρούν οι ληστές με ανέμων τσιμπίδες
το φως απ΄ τα μάτια και σφαλίζουν τις πύλες. 

Και τι μένει; Ρωτάω. Τι θυσίες να κάνει;
Όμορφη, γλυκιά, τα μαλλιά της πετάνε.
Στων ερώτων τη σπάθη να κραυγάξω το φτάνει;
μ΄άλλοι τόσοι τις νύχτες τις ρωγμές μας φυλάνε.