Παρασκευή 8 Απριλίου 2022

Αξιολόγηση της Ποιητικής Συλλογής «Τέσσερα τέταρτα» από τον ΕΠΟΚ ως Βιβλίο Χρονιάς 2021-2022


 Δημήτρης Γκόγκας, «Τέσσερα τέταρτα»

Μια ποιητική συλλογή στην οποία εμπνευστής είναι ο Δημήτρης Γκόγκος με πλεύση δράσης στην έκδοση ωραίων ποιημάτων και εκδόσεων. Είναι όντως μια λαμπρή, καθαρή κατασταλαγμένη ποίηση που δημοσιεύει ο εμπνευστής του βιβλίου «Τέσσερα τέταρτα» όσον και των συνεργατών του που  προσεγγίζουν τη ζωή, τη  φυσική ομορφιά, τον έρωτα και τον θάνατο, και την καθημερινότητα. Δεν ξεχνούν την ημικατεχόμενη  πατρίδα  και το δράμα της Κύπρο. Στο τέλος υπάρχει η ελπίδα, η πίστη για το αύριο, για όλους τους Κυπρίους πρόσφυγες.....




Χρόνος Ανάτασης * του Δημητρίου Γκόγκα


 Ο Αρχιεπίσκοπος Παλαιών Πατρών Γερμανός υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στα Καλάβρυτα. Πίνακας του Λουδοβίκου Λιπαρίνι (1800-1856). Λιθογραφία του πίνακα εκτίθεται στην μόνιμη έκθεση του Εθνικού Ιστορικού Μουσείου.


Την ώρα που ανθίζανε οι πασχαλιές στον κάμπο,
στους λόγγους και στις λαγκαδιές φυτρώνανε λειχήνες,
ψηλά στα όρη, στα βουνά, αστράφτανε οι ήλιοι,  
κάποιες ακτίνες γυάλιζαν ξυστά στα κυπαρίσσια.  
 
Στα πέλαγα σηκώνονται κυματισμοί, σημαίες
και τ΄ άσπρα σύννεφα φιλούσανε το ίσο της θαλάσσης.
Στην πλώρη κάθε καραβιού στεκόταν μια γοργόνα.  
Μαρμαρωμένος βασιλιάς που χάθηκε κινούσε.  
 
Κι όλες οι λέξεις μια φωνή και μια κραυγή ελπίδας.
Το κάθε κύμα έφερνε τη δόξα της Ελλάδας.
Στο χώμα δάκρυ – φίλημα, στα χέρια μία σπάθη
και δυο φτερά στους ώμους της, αετός και περιστέρα.
 
Κείνο τον χρόνο οι νυχτιές γινήκαν μαύρες μέρες.
Σ΄ ώρες αλύτρωτες ακούγονταν το κλάμα και ο θρήνος,  
και μέσα σε κρυφό σχολειό ανάβανε φιτίλια
ως η ψυχή μπαρούτιαζε μ΄ ένα αμβλύ αγέρι!
 
Αγία Λαύρα, Τρίπολη, Σούλι και Μεσολόγγι,  
Σπέτσες, Ψαρά. Το Ζάλογγο που εχάθη,
παντιέρες ανεμίζανε στο μέσο του Αιγαίου,
κι όλα τ΄ αδέλφια σμίξανε κάτω απ΄ τη Παναγιά μας.
 
Και τραγουδώντας, ψάλλοντας, χορεύοντας με μέθη,
λέγαν με μια τρανή φωνή, φωνή στον κόσμο όλο:
«Ελευθερία ή Θάνατος» Ελευθεριά στη μνήμη
στον χρόνο τον καρτερικό, η δόξα της Πατρίδας.
 
 * Β΄ Βραβείο στον 11ο Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό [2021]του ΕΠΟΚ

Πέμπτη 7 Απριλίου 2022

ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΠΟΥΛΙ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ του Βενέτη Βενετίου


 Το μεγαλύτερο πουλί της Μεσογείου,
στην Κύπρο βρέθηκε εντός γηροκομείου.
Μα γερασμένο ήταν και να σηκωθεί,
δεν ημπορούσε κι όλο κοίταγε τη γη.
 
Μικρό σαν ήτανε ποτέ δεν ενοχλούσε.
Στην εφηβεία κάπου- κάπου τα χαλούσε.
 Έβγαλε μούσι και μακρύναν τα μαλλιά του.
Κοκορευότανε  παντού η αφεντιά του.
 
Σαν άνδρας έγινε, πετούσε στους αιθέρες.
Μ΄ άλλα πουλιά ανοίγανε παντιέρες.
Οι καρδερίνες, οι όρνιθες κι οι χήνες,
με φόβο κρύβονταν μέσα σε σωλήνες.
 
Ποτέ δεν ήθελε μες στο κλουβί να μένει,
τα  βράδια του άρεσε για τσάρκες να πηγαίνει.
Για να ξεφύγει άνοιγε το φερμουάρ
και δεν το έπιαναν ποτέ τους τα ραντάρ.
 
Σαν έγινε μεσήλικας στο χρόνο,
μια πέτρα του προκάλεσε ένα πόνο.
Οι φίλοι του τον στείλαν στο γιατρό
και κείνος έμεινε με στόμα ανοικτό.
 
«Πουλί μεγάλο, που στο μήκος είσαι στέκα, 
δεν θα πειράζεις από δω και μπρος γυναίκα.
Έχεις λιθίαση και λοίμωξη στα χείλη 
και ο παράδεισος για σε δεν έχει πύλη!

Αν θέλεις όμως θα σου βρούμε εμείς λύση, 
αλλάζουμε τους νόμους και τη φύση.
Η θεραπεία σου θα είναι μυστική 
και δεν θα σκύβεις, δεν θα βλέπεις πια τη γη!»
 
Όμως σαν έφτασε τα εξήντα και πιο πέρα.
Τα αχαμνά του σκίασε τρελή φοβέρα.
Άσπρα μαλλιά, σαν χιόνι η κεφαλή,
κακά μαντάτα για το δύσμοιρο πουλί!
 
Τα περασμένα μεγαλεία του θυμάται
και κάθε σούρουπο κλαίει και συλλογάται!
Κι όλοι το ξέρουνε στης Κύπρου το νησί,
πως ήταν κάποτε το μέγα το πουλί! 



«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!» * του Δημητρίου Γκόγκα

 


Στον Νικήτα Σταματελόπουλο
(Νικηταράς, o τουρκοφάγος)
 

Ως το πληγωμένο γόνυ λύγιζε,
το μπλε τ΄ ουρανού μύριζε καμένη ελευθερία.
Ως χτυπούσε το σήμαντρο της εκκλησιάς
και η ψυχή μεσουρανούσε στ΄ ανυπότακτα στήθη,
του αετού η ματιά γυαλί κοιτούσε,
στου ανέλπιδου και εαρινού αγριοπόταμου τη ράχη.
Κι η ποθητή ανάσταση όσο αργούσε,
θόλωνε το βλέμμα του [βαθειά στη κόλαση ενός τάφου]
νύχτωνε στο κοιμητήριο μονάχη.
 
Ο ήλιος αντιφέγγιζε στη άσπρη πέτρα του προχώματος,
καθώς η χαίτη άλουστη κάλυπτε την κάρα,
κι ένα φωτοστέφανο αγίου στο μέτωπό του. 
Στης έρμης στεγνής φυλακής το ξέφωτο.
Και το υγρό της θλίψης, μαύρο στη ματιά,
τσεμπέρι στης δόξας την λαβωμένη ακτίνα.
Ένα πικρό περιστέρι ξεκοκάλιζε μια αιμορραγούσα άνοιξη
κι ένα πεταμένο αγρίμι τίναζε τη βαριά χλαίνη της ιστορίας.
[αέρηδες οι προδότες, χείμαρροι οι Φαρισαίοι
και στα στενά πάντοτε φυλούσαν καραούλια]
 
Ο ιδρώτας αλμύρα, έδενε την αγκυλωμένη σπάθη
στα ριζωμένα ακριανά του σώματος.
Πέντε δάκτυλα όλη η γης και το βιός του.
Επτά νίκες οι κομμένες ανάσες στο κατόπι του εχθρού.
Βαλτέτσι, Δολιανά, Τριπολιτσά, Δερβενάκια, Αγιονόρι, Μεχμέταγα, Αράχωβα.  
Ένας ανάδελφος χείμαρρος κι ένας σπόρος να σπάει,
γιομίζοντας με χρώμα κόκκινο, τραγικά αιμάτινο, το ξανθό πρόσωπο, 
το κατάκοπο κορμί, τα ακούραστα χέρια,
τα τρύπια τσαρούχια λερά και νοτισμένα
στάζουνε ολάκερη του γραικού τη μοίρα, 
την ασυγκίνητη υποκρισία των απόλεμων,
στην ταπεινωτική άδεια της επαιτείας,
το ευσυγκίνητο της χλόης, τον καιρό που διάλεξε ο θεός για τη λευτεριά, 
η παπαρούνα και το γιασεμί μυριστικά επάνω του,
το αδιαίρετο της ζωής του, ως ανθρώπου και ως έλληνα
και τη φωνής της κόρης περίτρανα να διαλαλεί:
«Τι ωραία που σου πάνε τα κόκκινα πατέρα!»
 
*Φράση που ειπώθηκε από την κόρη του Νικηταρά
όταν τον επισκέφτηκε στην φυλακή
και τον αντίκρισε αιμόφυρτο ύστερα από  βασανισμό.