Σάββατο 5 Οκτωβρίου 2019

ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ* του Δημητρίου Γκόγκα


* Έπαινος 
στον Πανελλήνιο Διαγωνισμό διηγήματος 
της Εταιρείας Τεχνών Επιστημών 
και Πολιτισμού Κερατσινίου 
έτους 2019

1

Κοίταξε το ρυτιδωμένο πρόσωπό του στον καθρέφτη. Πλησίαζε τα εξήντα. Τα κοντά μαλλιά του είχαν αραιώσει και ασπρίσει. «Πως έφτασα μέχρι εδώ» αναρωτήθηκε. Τα δύσκολα χρόνια πέρασαν. Πάνε πάνω από τριάντα αν θυμάται καλά.«Γέρασες μεγάλε» είπε στα μέσα του. Οι γκρίζες ημέρες της εισβολής είχαν παρέλθει και μαζί τους είχαν πάρει τις περισσότερες μνήμες, τα αγαπημένα πρόσωπα, όλα δικά του πρόσωπα. Από τότε που είχε γίνει γνωστή η συμμετοχή του στην αρπαγή εκείνης της κοπέλας, στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης, όλοι φίλοι και γνωστοί, του γύρισαν την πλάτη. Δεν το ήξερε. Η ζωή που έκανε η κοπέλα ήταν όμοια με αυτή της «κοινής» γυναίκας. Έτσι του είπαν, έτσι κατάλαβε. Δεν το είχε αντιληφθεί τότε. Πώς να το εκτιμήσει; Διαταγές εκτελούσε.
 Ευτυχώς η κυβέρνηση, αποζημιώντας τις υπηρεσίες του κατά την σκοτεινή περίοδο της χώρας, όπως επικράτησε να λέγεται το χρονικό εκείνο διάστημα, μέχρι στο νησί να επικρατήσει ηρεμία, τον διόρισε επιστάτη του τούρκικου τζαμιού στην άκρη της πόλης, κοντά στις αλυκές. Στην αρχή η ιδέα και η πρόταση δεν του άρεσε. Πως ήταν δυνατόν ένας χριστιανός να λειτουργεί μέσα σε μουσουλμανικό τέμενος. Η αυστηρή όμως ματιά του επιτρόπου, η επισήμανση ότι θα έρθουν δυσκολότερες ημέρες και ίσως δεν θα υπάρξει δεύτερη ευκαιρία για δουλειά με υψηλό εισόδημα, τον έπεισαν. Τι στο διάολο σκέφτηκε, όλα συνήθεια είναι!
     Οι πρακτικές καθημερινές του ασχολίες δεν ήταν διαφορετικές από αυτές ενός μέσου κυπριακού σπιτιού. Απουσία τις περισσότερες ημέρες του χρόνου, μουσουλμάνων πιστών, το πράμα γινότανε από μόνο του ακόμα πιο εύκολο. Εξαιρούνταν οι ημέρες όπου το τζαμί το επισκέπτονταν δεκάδες τουρίστες και οι μουσουλμανικές περίοδοι νηστείας.
Κάθε πρωί έπρεπε να σηκώνεται νωρίς, να ανοίξει τα παράθυρα του τζαμιού, για να αεριστεί. Καθάριζε τα έδρανα του ιμάμη και μερικά, ευτυχώς ήταν λίγα, καθίσματα. Δυο φορές την βδομάδα τίναζε τα παλιά χαλιά των πατωμάτων και μία φορά τον μήνα τα έπλυνε στην μεγάλη πέτρινη γούρνα στο βάθος της αυλής. Η εργασία αυτή του ήταν επώδυνη, καθ΄ όσον τον ενοχλούσε μία παλιά δισκοκήλη, αλλά  δεν έβγαζε μιλιά. Πότιζε και καθάριζε τους κήπους, κλάδευε τα δένδρα, σκούπιζε τα σκαλοπάτια, έτριβε τις ακαθαρσίες των πουλιών από τους τοίχους, μάζευε τα πεσμένα φύλλα του Φθινοπώρου. Κάποιοι συμπολίτες του, χριστιανοί ορθόδοξοι, είχαν αντιδράσει με αυτόν τον διορισμό, όχι γιατί έγινε με συνοπτικές διαδικασίες αλλά για την ανώμαλη σύμπραξη, χριστιανισμού και μωαμεθανισμού. Οι γραμματιζούμενοι της πόλης κατέθεσαν σχετικό υπόμνημα, στο οποίο ανέφεραν τους λόγους της αντίθεσής τους. Ο Δήμαρχος δεν το δέχτηκε, τους κατηγόρησε ευθέως για ρατσισμό και μισαλλοδοξία και κάπου εκεί φάνηκε να τελειώνουν τα πράγματα. Όμως η ζωή είχε αποφασίσει αλλιώς.


2

Ακούστηκε το πέταγμα των περιστεριών. Το ατελείωτο γουργουρητό τους τον ενοχλούσε. Σαν ερινύες που σούβλιζαν τα νεύρα του. Οι γέρικες φλέβες στο μέτωπο τεντώνονταν επικίνδυνα, τσίτωναν, έτοιμες να σκάσουν. Μια ζαλάδα πάντα, μια συνεχή ζαλάδα. Το μυαλό του ταλαιπωρούνταν από δεκάδες αρνητικές σκέψεις όλα αυτά τα χρόνια. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Κοιμόταν με τύψεις ξυπνούσε παρέα με αυτές. Ήθελε να αποτελειώνει μια και καλή με τις τύψεις και δεν εύρισκε τον τρόπο. Όλα του έφταιγαν και πιο πολύ τα πουλιά. Τα άσπρα περιστέρια.
     Οι περιστερώνες ήταν έξω από το προαύλιο του τζαμιού αλλά εκείνα στέκονταν όλη την ημέρα πάνω από το πέτρινο κτίσμα των νιπτήρων. Με μικρά πετάγματα, κατέβαιναν έπιναν νερό από τους πέτρινους κρουνούς και ξανά έπαιρναν τις θέσεις τους στα γεισώματα. Μισούσε τα περιστέρια, τα έδιωχνε, αλλά εκείνα γύριζαν πάλι κοντά του. Δεν τα καταλάβαινε, δεν ήθελε να τα καταλάβει. Ποτέ δεν τα έδινε να φάνε. Ας φροντίζουν μόνα τους σκεφτόταν. Αφού ο θεός είναι μεγάλος θα μεριμνήσει και για τούτα. Μόλις τελείωνε την σκέψη, έλεγε πως αμάρτησε και κρυβότανε στην κάμαρά του. Το καντηλάκι πάντα αναμμένο μπροστά στο εικόνισμα της Παναγίας και μια προσευχή λύτρωση σχεδόν κάθε μέρα. Όταν εμφανίζονταν μουσουλμάνοι επισκέπτες και ζητούσαν πληροφορίες, έσβηνε βιαστικά το καντήλι και σκέπαζε το εικόνισμα με ευλάβεια. Δεν ήθελε να προκαλέσει. Ήθελε απλώς να ζήσει.

3

Έξω από τον περίβολο του τζαμιού, ο Δήμος είχε οριοθετήσει, ένα μικρό μονοπάτι, που ξεκινούσε από τον κεντρικό δρόμο, έφερνε γύρα τις αλυκές και κατέληγε πάλι εκεί. Οι περιπατητές και οι  φυσιολάτρες είχαν επικροτήσει την προσπάθεια αυτή του Δημάρχου και είχαν σπεύσει πολύ γρήγορα, πριν ακόμα εγκαινιαστεί το μονοπάτι να το δοκιμάσουν. Άνθρωποι κάθε ηλικίας, περπατούσαν να ξεκουραστούν, άλλοι έτρεχαν και άλλοι για να ξεχάσουν το παρελθόν.
     Τους έβλεπε με ευχαρίστηση και συνάμα με θαυμασμό. Κρεμότανε από τον συρμάτινο φράχτη και τους χαιρετούσε. Λίγοι ανταπέδιδαν τον χαιρετισμό, όσους  τους ήξερε και από παλιά, όταν τις ζεστές νύχτες πριν την εισβολή κατέδιδαν πολίτες στην κυβέρνηση και συνεργάζονταν με τους απέναντι αντικυβερνητικούς. Οι περισσότεροι περνούσαν αδιάφορα από μπροστά του, σχεδόν τον έφτυναν.
     Είχε συμμετάσχει με προθυμία στις μαυροντυμένες ομάδες τήρησης της ηθικής τάξης στην Λάρνακα. Οι οικογενειακές του καταβολές και οι συντηρητικές πεποιθήσεις των δικών του, προδίκαζαν και την δική του πορεία. Δεν μπόρεσε ποτέ, όσο και αν προσπάθησε με την νεανική του φύση να αντιδράσει να ακολουθήσει αριστερά και κόκκινα μονοπάτια. Τον είχαν πείσει και είχε δεχτεί αναντίρρητα, σχεδόν με απόλυτο τρόπο, την ιδέα πως για όλα έφταιγαν οι κομουνιστές και οι πουτάνες. Τους πρώτους τους πολέμησε, τους κατέδωσε, συμμετείχε στα βασανιστήριά τους, στο κυνηγητό στις αλυκές, στα αυτοσχέδια  υπαίθρια δικαστήρια και στους εξοστρακισμούς από το κέντρο της πόλης όλων εκείνων των γυναικών που με τον έκφυλο βίο τους μόλυναν τα σπλάχνα του. Όχι πως δεν τις είχε ανάγκη, άνδρας ήτανε, αλλά μέχρι εκεί. Μόλυναν την ατμόσφαιρα, την πόλη του, του έφερναν δύσπνοια. Πως μύριζαν έτσι τα μπουρδέλα ! Κολόνια, γυναικεία σάρκα και ανδρικό σπέρμα. Ανατρίχιασε. 


4

Κάποια ημέρα, θυμήθηκε, απόγευμα τον ειδοποίησαν να ετοιμαστεί. Μόλις θα έπεφτε η νύχτα θα ξεκινούσανε να μαζεύουν τις πόρνες και τις γυναίκες της νύχτες, από όλα τα σημεία της πόλης. Έβρεχε και είχαν λασπώσει οι δρόμοι. Μικρά ποτάμια είχαν σχηματιστεί που κατέληγαν στις αλυκές. Η Λάρνακα ξεδιψούσε τα σπλάχνα της.  
      Πήραν ένα μικρό σκεπαστό φορτηγό και περνούσαν από τους γνωστούς δρόμους με τα πορνεία. Με το πρόσχημα του πελάτη, έμπαιναν μέσα, τα διέλυαν όλα, πρόσταζαν πλαστά έγγραφα εισαγγελικής αρχής για σύλληψη με βάση  τον νόμο περί προσβολής της δημόσιας ηθικής της πόλης και αφού τις άρπαζαν με δύναμη τις φόρτωναν και τις μετέφεραν στις κεντρικές φυλακές. Εκεί αφού βίαζαν τις ωραιότερες, τις πετούσαν στα υγρά κελιά τους. Κανένας σχεδόν δεν ενδιαφέρονταν για αυτές. Με συνοπτικές διαδικασίες οι ποινές που τις επιβάλλονταν ήταν εξοντωτικές. Έμπαιναν νεαρές και έβγαιναν όταν τα πρόσωπά τους αποκτούσαν τις πρώτες συννεφιασμένες ρυτίδες.
     Οι πληροφορίες τους έφεραν στο μικρό σπίτι στην άκρη της πόλης. Το ήξερε αυτό το σπίτι. Ήξερε και την γιαγιά με τις υπέροχες πίτες. Μοσχοβολούσε ο τόπος. Η μητέρα του μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για την γιαγιά που έκαμε τα πάντα για να μεγαλώσει η εγγονή της αλλά και για την κοπέλα.  Ακόμα θυμάται το πρόσωπο της νεαρής. Όταν την αλυσοδέσανε… γιατί θεέ μου είχε την αίσθηση ότι δέσανε λάθος άνθρωπο! Φώναζε και χτυπιότανε ανάμεσα στα ανδρικά μπράτσα. Κόντεψε να σπάσει όταν αντίκρισε την γιαγιά να πέφτει ξωπίσω τους, μέσα στα λασπόνερα της αυλής. Δεν ξέχασε ποτέ τα βουρκωμένα μάτια της και το ουρλιαχτό της κοπέλας.
«Υπηρεσία εκτελούσε» μονολόγησε.

5

Είχε τελειώσει τις δουλειές του και κάθισε στο μικρό δωματιάκι να πιει καφέ. Από το μικρό χωρίς κουρτίνες παράθυρο έβλεπε τις αλυκές. Ίδια εικόνα. Το νερό και το αλάτι αντιφέγγιζαν στον ήλιο, ντόπιοι και ξένοι πηγαινοέρχονταν και μια ποδηλάτισσα ίδια, σαν εκείνη. Καφές έπεσε από τα χείλη. Μια ανολοκλήρωτη γουλιά χύθηκε στα χείλια και τον έκαψε. Μια γυναικεία κοφτερή ματιά , σαν ζωντανή ερινύα, πέρασε τόσο κοντά, σαν ατελείωτη ταινία. Έστρεψε αλλού τα μάτια.
     Η ποδηλάτισσα κοντοστάθηκε, κατέβηκε και κοίταξε γεμάτη απορία προς το μέρος του. Κρύφτηκε πίσω από το παράθυρο. Εκείνη συνέχισε να κοιτά και φώναξε, φώναξε δυνατά περιμένοντας απάντηση. Αναγκάστηκε να εμφανιστεί. Τον ρώτησε αν γνώριζε που οδηγεί ο χωμάτινος δρόμος. «Πουθενά» απάντησε. «Κάπου σας ξέρω» είπε και έστρεψε αλλού το κεφάλι. Τον αναγνώρισε;«Α μπα θα σου θυμίζω κάποιον» « Ίσως , ίσως» Και συνέχισε καβαλώντας την σέλα.
    Δεν είχε απομακρυνθεί, ούτε πενήντα μέτρα. Σταμάτησε απότομα. Γύρισε προς το μέρος του και ούρλιαξε. Ίδιο ουρλιαχτό με κείνο της λασπωμένης νύχτας. Του τρύπησε τα αυτιά, του τράνταξε το στήθος, έσπασε η καρδιά. Τα περιστέρια πέταξαν τρομαγμένα Έπεσε χάμω. Λύγισε και σκέπασε το πρόσωπό του με τα χέρια.
     Έτρεξε να κρυφτεί στο τζαμί. Ίδιος είναι ο θεός σκέφτηκε. Ίδια συγχώρεση θα δώσει. Γονάτισε, ξέχασε να βγάλει τα παπούτσια. Φίλησε τα ιδρωμένα χαλιά, τα λάσπωσε με τα χείλη του. Τα δάγκωσε και μάτωσε το στόμα του. Κουλουριάστηκε σαν φίδι βλέποντας την σκιά  να πλησιάζει προς το μέρος του.
Ξωπίσω της εκατοντάδες λευκά περιστέρια να γουργουρίζουν. Γέμισε το τζαμί πετούμενα.
      Τα μάτια του είχανε θολώσει και το μόνο που είδε πριν το δρεπάνι πέσει κοφτερό στην λήθη του μυαλού του, ήταν το γυναικείο χέρι που απλώθηκε να τον σηκώσει, ή τελικά να τον συγχωρέσει;

Τετάρτη 18 Σεπτεμβρίου 2019

Οι γυναίκες* που αγκάλιαζαν Κολόνες


Στις σκοτεινές γωνιές των ήχων και των λέξεων
Αισθάνονταν την ανία της ύπαρξής τους
Κάτω και πιο κάτω από τις γδαρμένες φτέρνες
πεζοδρομούσανε οι πικρίες μέσα στις γιομάτες κατράμι αυλακώσεις
Όσα χαμόγελα κι αν σκάζανε,
κόκκινα- κόκκινα μπουμπούκια στα ποτήρια
που δίναν τη θέση τους στα βάζα των ανθρώπων
οι πληρωμές άλλοτε αργούσαν κι άλλοτε κατατίθεντο μικρότερες από ποτέ.
Έτσι πορεύονταν, κάτω και πιο κάτω από τις πισσωμένες κολόνες
Το νερό στο ποτήρι έπαιρνε χρώμα από τη σήψη, από την σήψη τους.
Το καντηλάκι έσβηνε και άναβε μηχανικά με διαλλείματα
Μικρά και μεγάλα διαλλείματα κι αυτές επέμεναν
Αγκάλιαζαν την κούραση σαν το τρίτο στοιχείο στη ζωή τους.
Αποκούμπι η κούραση και η κολόνα.
Στους ήχους και τις λέξεις κραυγές
καθώς καθάριζαν, έπλυναν, τίναζαν
Καθώς μαγείρευαν, τραγουδούσαν
Καθώς δούλευαν κρύβοντας το πρόσωπο με το τσεμπέρι
έπιαναν τη μέση με το ‘ να χέρι
και η κούραση έδερνε σαν καμουτσίκι την ανία,
έκαμε και την πανώρια εμφάνιση η κατάρα.
Το βράδυ, έπρεπε να είναι και σύντροφοι.
*Για τις γυναίκες του Στρυμονικού Σερρών εκείνων των δύσκολων δεκαετιών 70-80

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2019

Γκόγκας Δημήτριος: Τι είναι ποίηση

Η Ποίηση πρέπει να είναι μια κάποια ασθένεια. Όπου αυτή δεν υπάρχει γιατρειά. Ο Ποιητής εγκλωβίζεται στους στίχους και αιχμαλωτίζεται από τις λέξεις. Ίσως μια μεγαλειώδης ανάδυση να είναι η λύτρωση.  Αλλά και τούτο ίσως  δεν είναι το επιθυμητό. Η σταδιακή εναπόθεση των δυνάμεων, δημιουργεί μια διαρκή επώδυνη κατάσταση. Ο ποιητής γεννιέται από το κενό, δημιουργεί την ποίηση εκ του μηδενός και μετά την γέννηση, εναποθέτει το σαρκίο του στην άβυσσο με κιβωτό το ποίημα.

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2019

ΠΟΛΙΤΕΙΑ* / Δημήτριος Γκόγκας


Τον χρόνο που τρέχει, είχε βγει βόλτα η πρωινή υγρασία
απ΄ το ηλιόφωτο θόλο κάτω και πέρα, που κλείνει
την ανθρώπινη μοναξιά στις απέραντες παραλίες μας.
Κρέμονται χρυσόπλεκτα σκουλαρίκια οι ανάσες
στα καλλίγραμμα αυτιά της ακόμα κοιμώμενης πόλης.
Αμέριμνη, αμετανόητη για τις βραδινές ασελγείς πράξεις της.
Ουδέν ίχνος πόνου στην μέση της ραχοκοκαλιάς, στη κένωση της απληστίας.  
Ένα πέπλο μυστηρίου, αραχνοΰφαντο, τυλίγει αλόγιστα τους περαστικούς, σκουρόχρωμους επισκέπτες, της ξεπεσμένης εποχής σε μια ρατσιστική εξέδρα.  
Μα, η νομιμόφρονα παράνοια και εκείνων που έρχονται γονυπετείς 
με τα ναυλωμένα πλοιάρια εξ ανατολών,
παραδομένοι στο μαύρο πέπλο ενός γαληνεμένου προφήτη
και στον μονογενή δοξασμένο θεό.
Κι όμως χρηστή δεν κατέστη η αλλόφρονα ζωή τους.
Εικάζεται πως θα γραφεί με το στερητικό πρώτο γράμμα.

Η ώρα που περιεργάζεται τις πνιγηρές ώρες, προχωρά αργά και τρανώνεται.
Ο μαύρος ύπνος, πρόσκαιρος απαθής θάνατος, γλυκόπικρους καρπούς αφήνει, συνεχίζει μονάχος και γυμνός να βρει τραχείς ανθρώπινους θορύβους
που θα ορίσουν την μέρα, θα σκαλίσουν το ρολόι και θα πούνε:
Να οι βηματισμοί των ανθρώπων, να η ιλαρή ιστορία, να το μέλλον μας.

Και οι ύστεροι τυφλοί, κρατώντας στο χέρι μια φωνή ανήκουστη και άυλη, 
με ύφος απελπισμένων και ανέλπιδων κι άλλοι αμήχανοι κρατώντας κέρατα, 
δικράνια και φτυάρια, υψώνουν τη τσιμεντένια πολιτεία.
 Σ΄ ένα μονόδρομο που αλυχτά, κραυγάζει και πνίγεται, 
καθώς ανοίγει συθέμελα, μια πελώρια γούρνα με το άλικο νερό της να κοχλάζει.
Σ΄ ένα αδιέξοδο δρόμο που ουρλιάζει και χάνεται ,
ως λιγοστεύει ο αέρας των ανθρώπων.



* Γ βραβείο στον Πανελλήνιο διαγωνισμό Ποίησης ενηλίκων 2019 με θέμα: «Περιβάλλον: γη, νερό, αέρας» που διοργάνωσε η Εταιρία Λογοτεχνών και Συγγραφέων Ηπείρου (13ης  “ΛΥΡΙΚΗ ΠΑΜΒΩΤΙΔΑ”)

Σάββατο 10 Αυγούστου 2019

3η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των εκδόσεων Διάνυσμα (Ποιήματα ΟΡΑΣΗ και ΑΚΟΗ )

Ο Δημήτριος Γκόγκας το 2016 συμμετείχε στην 3η Ομαδική Ποιητική Συλλογή των εκδόσεων ΔΙΑΝΥΣΜΑ με τα ποιήματα : ΟΡΑΣΗ και ΑΚΟΗ. Μάλιστα το ποίημα ΟΡΑΣΗ ήταν ανάμεσα στα 42 διακριθέντα του ποιητικού διαγωνισμού ΕΛΙΚΩΝ. 

 


ΟΡΑΣΗ

Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
Μασώντας τα φύλλα τους,
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.

***


AKOH


Κι ύστερα, ποιος να το πίστευε, πως στις άδειες νύχτες
από χαρά(;) από λύπη(;) η ελπίδα θα περίσσευε
κι ένα χέρι θα την πετούσε στα άπλυτα σκυβαλοδοχεία,
 
έρμαιο των απελπισμένων. Εκείνων
 
που προσδοκούν Ανάσταση νεκρών και φίλιων συναισθημάτων.
 
Ήξερε, το γνώριζε πολύ καλά, πως οι χρόνοι,
 
εκείνοι οι χρόνοι που κουβαλούσε
ανάκατοι με λίγο ψωμί και μουχλιασμένο τυρί
 
στο τυλιγμένο από σκόνη δισάκι,
 
μια ιδρωμένη σκόνη σύντροφος, που ένωνε και χώριζε
αμείλιχτη σκόνη που δεν έφευγε απ΄ τα νερά των θαλασσών και των λιμνών
 
αόρατη σκόνη που θόλωνε τις ακροθαλασσιές της υπομονής
 
μια σκόνη τρέλα που στις νικημένες του νύχτες ούρλιαζε
 
ξέβραζε στην άκρη του δρόμου, μητέρες, παιδιά και γέροντες.
 
Αυτός δεν ήθελε ν΄ ακούσει.
Έτσι κι αλλιώς ποτέ δεν άκουγε.
Έτσι και τώρα,
 
για καλύτερη απόδοση στην ανυπακοή και στο ψέμα.
Για απλούστερη υποταγή στην ανοχή που του επιβλήθηκε,
απέσυρε τ΄ ακουστικά και βούλωσε τ΄ αυτιά του.