Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

«Απανθίσματα» Ποιητική Συλλογή με συμμετέχοντες τον Ποιητή Δημήτριο Γκόγκα και τις Ποιήτριες : Ρούλα Τριανταφύλλου και Χριστίνα Γαλιάνδρα – strada

 


Το 2018 εκδίδεται το συλλογικό έργο : «Απανθίσματα» (ISBN: 978-618-81297-3-3) (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)

Στο οποίο συμμετέχουν εκτός από τον υπογράφοντα οι ποιήτριες Ρούλα Τριανταφύλλου και Χριστίνα Γαλιάνδρα – strada


***

Από αυτή τη συλλογή παραθέτω Έξι [6] ποιήματά μου


ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ


ΑΤΑΞΙΑ
 
 
Όταν ξεκινά η περίοδος του κυνηγιού
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
 
Στο σπίτι υπάρχει πάντα νερό σε λαγούμια με δηλητήριο
Και τροφή γιομάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες – ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω θεού
Νίπτοντας τα χείρας επί των υδάτων
 
Τι μέρες και κείνες, οι μέρες του κυνηγιού
Η πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Αταξία
 
Οι νεκροί με τους ζωντανούς και τανάπαλι.
**
ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
 
Α
 
Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων. 
Αλήθεια!
Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους, 
κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες, 
τους Κύκλωπες στους δρόμους. 
 
Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί, 
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού!
 
B
 
Ο κύριος μου μόνος πια, 
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.  
Έξυνε το αριστερό πόδι,  τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες, 
ένα θραύσμα πολέμου. 
Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες! 
Αγαπούσε την ειρήνη, 
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.
 
Μια μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του. 
Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο 
Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες.
Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.
 
Γ.
 
Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο
Του κυρίου μου αρνούμαι  το πένθος
 
 ***
 
 
ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
 
 
Με την οιμωγή στο φτερωτό του νου
φυλλομετρούσε τον άσβεστο χρόνο,
απλώνοντας πολυσέλιδα τις καιόμενες λέξεις
και τους ανόητους ορισμούς. 
- «Πανάθεμα» ψέλλισε –
Μια επιληπτική τάση εκδιδόμενη και ταχεία
να διορθώσει τον λόγο
μ΄ ότι του είχε απομείνει στη χαρακωμένη παλάμη
και στο τρύπιο δισάκι μα θες, αναδυόταν ως χρόνια επιταγή.
Στην φτωχική γωνιά που ορθώς ανέκραξαν: Οινομαγειρείο «η Ωραία Γλώσσα»
όχι τίποτα σπουδαίο, ένα χαμόσπιτο
με το πρώτο συνθετικό άνυδρο, άγευστο και ανοργασμικό
και το ακολούθως μια βάρκα ξύλινη αργοσάλευτη, καλοπελεκημένη
μέσα στο αέρινο γαλάζιο που έδωκε ο θεός
μέσα στο άσπρο των κυμάτων όπου κατοικεί ο γλάρος και η ελπίδα μεθά
στο χρώμα του σώματος που γεννά, 
στο χώμα που βαδίζει
εκεί που ονειροβατεί τυφλά μια χάρτινη πατρίδα,
χαλκογραφούσε ανά τους αιώνες την γλώσσα των ποιητών. 
 
Άρπαξε όπως – όπως την σκόνη, μία σκόνη αλάτι,
την αποθήκευσε στη χούφτα
πασπάλισε την φτώχεια του λόγου του,
πάλι προς το τέλειο.
Δοκίμασε μια πρέσα - δοκίμασε στην άκρια της γλώσσας
όπου πατεί ο λόγος κι ο αντίλογος
και γλύκανε με μιας και ο δικός του κόσμος.
****
 
 
ΣΙΩΠΗ ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ
 
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι
Τεράστιες χώρες μες στον μήνα Σεπτέμβρη
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας
 
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος
Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας
 
Είναι μια απέραντη σιωπή
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες
το κλαδί που έσπασες
το πρώτο πουλί που σκότωσες
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς  λόφους
 
πάνω στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα λες και δεν μοιράζονται
 
Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που  ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα ολότελα,  αφέθηκες στην κατάρα της.
*****
ΤΡΑΥΜΑΤΑ
 
Είναι μέρες που παραπονιέσαι.
Γκρινιάζεις σαν αποδημητικό πουλί
που λαξεύει στο δρόμο του.
 
Σου μιλώ για όσα πέρασα.
Επιμένεις πως πάσχω από παιδικά τραύματα.
-Κρυώνω σα γυμνό Φθινόπωρο που χάνει τα φύλλα του-
Πες μου λοιπόν,
αγαπημένη: Εσύ που σ΄ όλο σου το κορμί έχεις ενήλικα τραύματα,
είσαι καλύτερος άνθρωπος;
******
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ
 
Ότι αγόραζε μισό τιμής,  του χάλαγε σε λίγες μέρες.
Έτσι ήταν σκέφτηκε. Ότι πληρώνεις παίρνεις.
Μια ζωή, στα παζάρια της Τρίτης, στα πεταμένα φτηνιάρικα. 
Για σταθερό αποκούμπι κράτησε μια φωλιά από τούβλα στο χωριό του.
Να ΄χει ένα κεραμίδι πριν το τέλος που δεν θ΄ αργούσε.
«Τι να το κάνει τότε…» μονολόγησε.
Σαν η καρδιά δεν αγαπά, τι να κάμεις το σώμα;
Άδειο κιβώτιο σε θάλασσα. Μουλιάζει, σαπίζει, χάνεται.
 
Έσκαψε σαν γκρίζος κάστορας την τρύπα του.
Ζώστηκε τους χρόνους γύρω από τη μέση του.
Δεν ξεχώριζε τώρα από το υπόλοιπο σώμα.
Ρύθμισε  τον πυροκροτητή στην ώρα που έπρεπε.
Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά.
Δείλιασε.
Πάλι ένα τούβλο και μια κεραμίδα τον περίμεναν.
Η πολυπόθητη δραπέτευση που σχεδίαζε απέτυχε.
Στο φως που σβήνει δεν έφτασε ποτέ του.


Πέμπτη 3 Ιουνίου 2021

"Κρύψε για να περάσουμε", κάπως έτσι τιμωρήσαμε τα πολιτικά κόμματα στην Κύπρο

 

       


Οι  βουλευτικές εκλογές στη Μεγαλόνησο, την πατρίδα μας την Κύπρο, αποτελούν πλέον παρελθόν. Η αναμενόμενη τιμωρία των μεγάλων κομμάτων (ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ] για την τραγική κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει τα τελευταία χρόνια και έτσι όπως την περίμεναν οι περισσότεροι… δεν ήρθε. Η μείωση των ποσοστών των τριών μεγάλων κομμάτων κατά μέσο όρο κυμάνθηκε στο 3% αλλά δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τιμωρία καθώς είχαμε την είσοδο στη βουλή ενός νέου κόμματος αυτού της ΔΗΠΑ [Δημοκρατική Παράταξη] με ποσοστό 6,1%. Υψηλό ποσοστό, εάν σκεφτεί κανείς ότι ό χρόνος συγκρότησης ενός κόμματος υπολογίζεται διαφορετικά και δεν ήταν επαρκής για προώθηση των θέσεων και των ιδεών του. Η αύξηση του ακροδεξιού ΕΛΑΜ αλλά και της σοσιαλιστικής ΕΔΕΚ, κάθε άλλο παρά αμελητέα ήταν αλλά και… αναμενόμενη.

 Οι απογοητευτικές δηλώσεις των αρχηγών όλων των κομμάτων μετά τη λήξη της ψηφοφορίας και το τέλος των εκλογών, η ανούσια, άνευρη, ανεδαφική προσέγγιση των ποσοστών αποχής και των προβλημάτων που ταλανίζουν τους πολίτες από τους εκλεγέντες και μη υποψηφίους αλλά και από τους τηλεοπτικούς σχολιαστές και αναλυτές, προδικάζουν μια πανομοιότυπη πολιτική πραγματικότητα. Θεωρητικά δεν θα πρέπει να περιμένουμε καμιά εξυγίανση της οικονομίας, πάταξη της διαφθοράς, αναβάθμιση της Δημόσιας Λειτουργίας του Κράτους, διόρθωση της εικόνας της Κυπριακής Δημοκρατίας, τόνωση της οικονομίας των νοικοκυριών, μείωση της ψαλίδας στου μισθούς ιδιωτικού και δημόσιου τομέα, αύξηση των συντάξεων κτλ, ενώ οι  Ο Κυπριακός Λαός, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, ψήφισε πατώντας επί ενός βολικότατου λαϊκού ρητού: Κρύψε για να περάσουμε …και ο θεός βοηθός!


Σημείωση:

Εκπρόσωποι των τριών πρώτων Κομμάτων δήλωσαν:

ΔΗΣΥ: Ο λαός επέλεξε σταθερότητα, σοβαρότητα

ΑΚΕΛ: Το αποτέλεσμα έδειξε ότι το ΔΗΣΥ είναι αποκομμένο 

ΔΗΚΟ: Παρέμεινε ρυθμιστής

και όλοι εμείς στον κόσμο μας


Τρίτη 1 Ιουνίου 2021

Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή [ομαδικό έργο] στην οποία συμμετέχει ο Δημήτριος Γκόγκας με 18 ποιήματα

 


Τον Ιανουάριοι του 2016 εκδίδεται από τις  Εκδόσεις: Όστρια το Συλλογικό Ποιητικό έργο: Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές:


  • Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία, 
  • Βλαχιώτη Αλέξανδρο, 
  • τον υπογράφοντα το κείμενο Δημήτριο Γκόγκα και τον
  • Δράτσελο Ευριπίδη 

Πέντε [5] ποιήματα του Δημητρίου Γκόγκα από τη συλλογή αυτή: 

ΑΤΙΤΛΟ


Τον ενοχλούσε πολλάκις ο αγέρας που φυσούσε.
Είτε από την ανατολή, είτε από το φεγγάρι,
μα θες από τον ουρανό, από το χώμα που φιλούσε.
Τον ενοχλούσε…
 
Τον ενοχλούσε
Έπιασε με τη χούφτα του την ωραία του κόμη.
 
Τη ξερίζωσε.
 
Δεν ήθελε άλλο ν΄ ανεμίζει χωρίς νόημα.

**
ΘΑ ΣΑΣ ΠΩ ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ
 
Λιγόλογη σαν μικρό ποίημα
Σαν έναν στίχο
Η μάνα μου, η πατρίδα μου
 
Δεν απήγγειλε ποτέ της
Δεν έγραψε ούτε ένα ποίημα
Κι όμως μέσα στο πόνο της
 
Γέννησε μυριάδες.

***
ΣΚΙΑ
Στο λιτό γραφείο μια λάμπα πετρελαίου
Ήταν η πολυτέλεια που επιζητούσε
Η σκιά στο τοίχο έλαμπε από χαρά
 
Μια λιπόσαρκη σκιά
 
Ενός άδοξου ποιητή
Που πέθανε πάνω στη πένα του
 
και άλλαξε χρώμα από μελάνι
Λυπήθηκε πολύ
Κι η στεναχώρια του πιο λύπη
 
Έκαμε τη λιπόσαρκη σκιά να δακρύσει.

Ότι αγάπησε 
Ήτανε σκιές σε ένα τοίχο.
****

ΠΑΡΑΔΟΧΗ
Εκείνος μιλούσε συνεχώς για τους νέους φόρους
τις μυστικές αόρατες συνευρέσεις των ισχυρών
κοίταζε τις σάπιες σιδεροκατασκευές που του πλήγωναν τη καρδιά
 
απέναντι από το διακριτό σπίτι
 
η αφρικάνικη σκόνη που μύριζε μπαρούτι έκρυβε τα φώτα της μέρας
 
ζωγράφιζε τις τελευταίες βρόχινες νύχτες
 
οι ξένοι μετανάστες γαύγιζαν σαν αδέσποτοι σκύλοι στα πεζοδρόμια
 
με μια μπύρα στο γεμάτα άθλια τατουάζ χέρια
αγνώστου εμφιαλώσεως μάρκας,
καιροφυλακτεί και το κενότατο ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο.
Εκείνη σεμνά στην αρχή, απλώνει τα άπλυτα χέρια της
 
τα ντύνει με την γυναικεία προστυχιά της Εύας
χώνει τα δάκτυλα στο στόμα -η μαρμελάδα στάζει ακόμα απ΄ τα χείλη της- 
θέλει να το βουλώσουν οι πολιτικοί, πόσο θ΄ ανέβει η πίεση
το θέλει πολύ μα δεν το βλέπει. Κλειστή η τηλεόραση.
 
Και πάλι εσύ ως ο τελευταίος νικητής, ο κυρίαρχος
 
Ξέρεις πως έρχεται ακόμα μια νύχτα με το σιδηρόδρομο
 
ή με την άμαξα στη λεωφόρο των Φοινικούδων
Με τη σκόνη να σβήνει τα χρώματά της.
 
Και τις σιδεροκατασκευές μια φυλακή για μετανάστες βιαστές
 
Και αδέσποτους σκύλους.

*****

ΟΡΑΣΗ

Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού

Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
 
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
 
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
 
Μασώντας τα φύλλα τους,
 
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
 
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
 
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
 
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
 
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
 
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
 
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
 
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
 
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
 
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
 
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
 
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
 
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
 
.

VUE

Dans la ville déserte où il vivait 
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu 
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs. 
En mâchant ses feuilles, 
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude 
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté 
un petit plat de gâteau et une lune cousue 
au point de croix sur son bras 
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux  - 

L'été passé - et cette année c'est arrivé le même - 
face à l'autre phase de la pleine lune 
avec les rires possédés 
la main étendue d'un loi  particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps. 

Les lunes d'été lui plaisaient le plus 
les couleurs lui plaisaient le plus 
les formes lui plaisaient le plus 
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur 
au moment que  l'ombre du figuier 
donnait un coup de pied du  mur. 
La forme de la femme - femme d'amande amère - 
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.

Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement 
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime 
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi. 

Traduction:  ΠαναγιώταΤσορού 

Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου: Ποιητική Συλλογή με έργα των : Σκουλίκα- Βέλλου Σοφίας, Βλαχιώτη Αλέξανδρου, Γκόγκα Δημητρίου και Δράτσελου Ευριπίδη

Σημείωση του Δημητρίου Γκόγκα

Τον Ιανουάριοι του 2016 εκδίδεται από τις  Εκδόσεις: Όστρια το Συλλογικό Ποιητικό έργο: Ταξίδια Πολύτιμα Του Νου που υπογράφεται από τους ποιητές:

  • Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία, 
  • Βλαχιώτη Αλέξανδρο, 
  • τον υπογράφοντα το κείμενο Δημήτριο Γκόγκα και τον
  • Δράτσελο Ευριπίδη 
Το Συλλογικό έργο πλην του προλόγου, αποτελείται από πέντε (5) ενότητες. 

Η πρώτη, αξίζει να σημειωθεί,  ότι παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον καθ΄ όσον οι ποιητές σε ζεύγη συνθέτουν κοινά ποιήματα. 

Η δεύτερη ενότητα, ανήκει στην κα Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία. Η ίδια όπως αναφέρει και στο βιογραφικό της σημείωμα συνηθίζει να λέει: "Για μένα η ποίηση δεν χρειάζεται να είναι τέλεια...Αρκεί μόνο να είναι αληθινή, να με αγγίζει, ό,  τι αγαπώ... από ό, τι πονώ, ό, τι πονάς να μου θυμίζει..."

Ακολουθεί ποίηση του κ. Αλεξάνδρου Βλαχιώτη. Με τρεις Ποιητικές Συλλογές στο ενεργητικό του και δημοσιευμένες δουλειές του, ποιήσεις και κείμενα στα ιστολόγια που διαχειρίζεται, βαδίζει με σταθερότητα στο χώρο της ποίησης. 

Στη τρίτη ενότητα βρίσκονται δεκαοκτώ (18) ποιήματα δικά μου. Η συμμετοχή αυτή ήταν η πρώτη ουσιαστικά προσπάθεια έκδοσης ποιημάτων μου, εάν εξαιρέσει κανείς τη σποραδική συμμετοχή με ένα ή δύο ποιήματα σε κάποιες άλλες εκδόσεις. Γι αυτό και θα ήθελα να ευχαριστήσω την κα Σκουλίκα- Βέλλου Σοφία για την πρόσκληση που μου είχε απευθύνει. 

Το Συλλογικό έργο κλείνει με την πέμπτη ενότητα, πλημμυρισμένη με την ποίηση του κ, Ευριπίδη Δράτσελου, της οποίας (όπως και ο ίδιος αναφέρει) η δυναμική εντάσσεται στην επαναφορά στη ζωή Ιαπωνικής Μετρικής Ποιητικής φόρμας. 



Τετάρτη 26 Μαΐου 2021

Δημήτριος Γκόγκας: 3 ποιήματά μεταφρασμένα στα Αλβανικά

 Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο βρήκα και 3 ποιήματά μου μεταφρασμένα στα Αλβανικά από τον Ποιητή Πέτρο Τσερκέζη τον οποίο και ευχαριστώ από καρδιάς

πατώντας επί του συνδέσμου


https://atunispoetry.com/2020/05/16/poezi-nga-dhimiter-goga-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%B7%CF%84%CF%81%CE%B9%CE%BF%CF%83-%CE%B3%CE%BA%CE%BF%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CF%83-perktheu-ne-shqip-petro-cerkezi/?fbclid=IwAR2a0BA7VHWGgSUxwaetMXAhcaQu736Yv8QOECiocxv1k_R2M4qRFnhP11Q


Poezi nga Dhimitër Goga (ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ)

 

BUKA E NËNËS SIME

Kujton ende nënën
duke thyer një bukë gruri mbi kokën e nuses.
“Të hedhë rrënjë” thirri që ta dëgjoijnë të gjithë.
Sidomos ta dëgjojnë armiqtë.
Në festat ndodhte e njëjta gjë.
Bënte kryq mbi meshën e Krishtit,
dhe e shpërndante tek fqinjët.
“Për të shëruar plagët” monologonte.
“Të përmirësojnë motet”
deri në stacionin tjetër të jetës,
në pjekjen e kulaçit të kripur.
Më vonë
me një bukë Kreshme i linte lamtumirën
shtegtimit të jetës së saj për të shijuar byrekun
e Pashkës.
Por nëna u bë erë dhe si erë fluturoi.
Lëshon herë pas here flokët dhe i kreh në mënyrën e saj.
Menjëherë i hapen sytë,
Dhe e ftojnë kambanat.
Më lutet t’i siguroj pak miell, ujë, maja
dhe ajazmë për të mbrujtur,
për të vendosur një pjatë në jetën e të birit.
Për të prekur zjarrin e tij.
Të kundërmojë rruga bukë të pjekur
të thërmohet avulli i tulit të saj.
Të shkojë kështu duke menduar, e dëshiron
i brumuar në fushë gruri,
me bukën nën sqtull,
herë të prerë më dysh, herë të ndarë
me tërë botën.
Për të “rregulluar motet” u dëgjua sërish zëri
nga humnera.

 

ΤΟ ΨΩΜΙ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ ΜΟΥ

Θυμάται ακόμα τη μάνα
να σπάει ένα σταρένιο ψωμί στο κεφάλι της νύφης.
«Να στεριώσετε» φώναξε να τ΄ ακούσουν όλοι.
Προ πάντων να τ΄ ακούσουν οι εχθροί της.
Στις γιορτές το ίδιο.
Σταύρωνε τα χριστόψωμο, μοίραζε στους γειτόνους.
«Να μπολιάσουν τα τραύματα» μονολογούσε.
«Να σιάξουν οι χρόνοι»
μέχρι την επόμενη στάση της ζωής,
στο ψήσιμο της αλμυροκουλούρας.
Ύστερα
με μια λαγάνα αποχαιρετούσε
το μπάρκα της ζωής της για να γευτεί τη λαμπρόπιτα.
Μα η μάνα έγινε άνεμος και σαν άνεμος πάει.
Παίρνει πότε πότε τα μαλλιά
και τα χτενίζει με τον τρόπο της.
Ευθύς ανοίγουν τα μάτια του,
καμπάνες τον καλούν.
Ψάχνει να βρω, λίγο αλεύρι, νερό, μαγιά,
κι αγίασμα να ζυμώσει,
να θέσει σε μια πινακωτή τη ζωή του.
Ν΄ αγγίξει τη φωτιά του.
Να μυρίσει ο δρόμος του ψημένη κόρα
να θρυμματιστεί ο αχνός της ψίχας του.
Έτσι να πορεύεται, το σκέφτεται, το θέλει
ζυμωτός σε σταρένιο κάμπο,
με το ψωμί παραμάσχαλα,
πότε κομμένο στα δύο, πότε μοιρασμένο
και πότε στον κόσμο ολάκερο.
Για «να σιάξουν οι χρόνοι» ακούστηκε ξανά η φωνή
από την άβυσσο.

 

HESHTJE E JASHTËZAKONSHME

Këto kodra kanë një heshtje të jashtëzakonshme.
Vende të pafundme të muajit shtator.
Diej që na tërheqin plot modesti zemrat.
Kanë një heshtje të pafundme këto kodra
Dhe le të mbjellin erërat shushurimat në horizont.
Le të tundin flatrat fluturakë të vegjël
dhe ndihet e mundur vdekja më e pabesë.
Mes mjegullash të padukshme që dynden tmerrësisht
Në kamomilët dhe lulekuqet që gjallërojnë shtëpitë atërore.
Është një heshtje e jashtëzakonëshme:
Rrugica ku hodhe hapat e para,
dega që theve,
zogu që vrave për here të parë,
dhe u ngjite kodrinave të heshtura.
Nga kodrat hodhe vështrimin në rrafshirat premtuese.
Të dërgonin dhurata: gënjeshtrën, urrejtjen, hakmarrjen.
në heshtjen që zgjat sa çasti i një gërhime
dëshiron t’ua kthesh përsëri
janë dhurata ankesash që nuk ndahen kursesi.
Dhe jeta është një bamirësi së pari për ty
dhe mandej besove si duke qeshur, besove –
se do të prishej heshtja e jashtëzakonshme
në çastin kur thyheshin shpatet e shkretuara kodrinore
por mbete përgjithësisht, rob i mallkimint të saj.

 

ΑΠΕΡΑΝΤΗ ΣΙΩΠΗ

Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι.
Τεράστιες χώρες στο μήνα Σεπτέμβρη.
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας.
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους.
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος.
Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας.
Είναι μια απέραντη σιωπή:
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες,
το κλαδί που έσπασες,
το πρώτο πουλί που σκότωσες,
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους.
Πάνω στις ράχες αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση.
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα μουρμουράς και δεν μοιράζονται.
Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της.

 

NUK ERDHE

Nuk erdhe kur të kërkoja.
Një shi i lehtë shoi atë ç’ka mbeti nga pasioni.
Nuk erdhe kur të ftoja.
Një pëllumb i bardhë më tha se u përlote vetëm.
Nuk erdhe kur kisha nevojë për ty.
Zemra i mbaroi të rrahurat.
Tani boshllëku bëhet kornizë e zezë.
Nuk erdhe kur u shndrrova në poezi.
Nuk u mplekse mes fjalëve, dhe vargjeve.
Tani more vendin e pikës.
Nuk erdha kur të desha.
Nuk erdhe kur të dashuroja marrëzisht.
Mos prit të të zgjoj duke thënë:
Të dua por ti nuk vjen!

 

ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ

Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.
Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
Πήρες τη θέσης της τελείας.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!