Το 2018 εκδίδεται το συλλογικό έργο : «Απανθίσματα» (ISBN: 978-618-81297-3-3) (Εκδόσεις ΔΙΑΝΥΣΜΑ)
Στο οποίο συμμετέχουν εκτός από τον υπογράφοντα οι
ποιήτριες Ρούλα Τριανταφύλλου και Χριστίνα Γαλιάνδρα – strada
***
Από αυτή τη συλλογή
παραθέτω Έξι [6] ποιήματά μου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ
ΑΤΑΞΙΑ
Όταν ξεκινά η περίοδος του κυνηγιού
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
Στο σπίτι υπάρχει πάντα νερό σε λαγούμια με δηλητήριο
Και τροφή γιομάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες – ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω θεού
Νίπτοντας τα χείρας επί των υδάτων
Τι μέρες και κείνες, οι μέρες του κυνηγιού
Η πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Αταξία
Οι νεκροί με τους ζωντανούς και τανάπαλι.
**
ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
Α
Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αλήθεια!
Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους,
κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες,
τους Κύκλωπες στους δρόμους.
Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί,
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού!
B
Ο κύριος μου μόνος πια,
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.
Έξυνε το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες,
ένα θραύσμα πολέμου.
Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες!
Αγαπούσε την ειρήνη,
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.
Μια μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του.
Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο
Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες.
Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.
Γ.
Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο
Του κυρίου μου αρνούμαι το πένθος
***
ΑΠΟΠΕΙΡΑ
ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ
Με την οιμωγή στο φτερωτό του νου
φυλλομετρούσε τον άσβεστο χρόνο,
απλώνοντας πολυσέλιδα τις καιόμενες λέξεις
και τους ανόητους ορισμούς.
- «Πανάθεμα» ψέλλισε –
Μια επιληπτική τάση εκδιδόμενη και ταχεία
να διορθώσει τον λόγο
μ΄ ότι του είχε απομείνει στη χαρακωμένη παλάμη
και στο τρύπιο δισάκι μα θες, αναδυόταν ως χρόνια επιταγή.
Στην φτωχική γωνιά που ορθώς ανέκραξαν: Οινομαγειρείο «η Ωραία Γλώσσα»
όχι τίποτα σπουδαίο, ένα χαμόσπιτο
με το πρώτο συνθετικό άνυδρο, άγευστο και ανοργασμικό
και το ακολούθως μια βάρκα ξύλινη αργοσάλευτη, καλοπελεκημένη
μέσα στο αέρινο γαλάζιο που έδωκε ο θεός
μέσα στο άσπρο των κυμάτων όπου κατοικεί ο γλάρος και η ελπίδα μεθά
στο χρώμα του σώματος που γεννά,
στο χώμα που βαδίζει
εκεί που ονειροβατεί τυφλά μια χάρτινη πατρίδα,
χαλκογραφούσε ανά τους αιώνες την γλώσσα των ποιητών.
Άρπαξε όπως – όπως την σκόνη, μία σκόνη αλάτι,
την αποθήκευσε στη χούφτα
πασπάλισε την φτώχεια του λόγου του,
πάλι προς το τέλειο.
Δοκίμασε μια πρέσα - δοκίμασε στην άκρια της γλώσσας
όπου πατεί ο λόγος κι ο αντίλογος
και γλύκανε με μιας και ο δικός του κόσμος.
****
ΣΙΩΠΗ
ΣΤΟΥΣ ΛΟΦΟΥΣ
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτοί οι λόφοι
Τεράστιες χώρες μες στον μήνα Σεπτέμβρη
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας
Είναι μια απέραντη σιωπή αυτή οι λόφοι
Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος
Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας
Είναι μια απέραντη σιωπή
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες
το κλαδί που έσπασες
το πρώτο πουλί που σκότωσες
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους
πάνω στις ράχες τους κι αγνάντεψες τον υποσχόμενο κάμπο.
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα λες και δεν μοιράζονται
Κι είναι η ζωή ένα έλεος πρώτα σε σένα
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της.
*****
ΤΡΑΥΜΑΤΑ
Είναι μέρες που παραπονιέσαι.
Γκρινιάζεις σαν αποδημητικό πουλί
που λαξεύει στο δρόμο του.
Σου μιλώ για όσα πέρασα.
Επιμένεις πως πάσχω από παιδικά τραύματα.
-Κρυώνω σα γυμνό Φθινόπωρο που χάνει τα φύλλα του-
Πες μου λοιπόν,
αγαπημένη: Εσύ που σ΄ όλο σου το κορμί έχεις ενήλικα τραύματα,
είσαι καλύτερος άνθρωπος;
******
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ
Ότι αγόραζε μισό τιμής,
του χάλαγε σε λίγες μέρες.
Έτσι ήταν σκέφτηκε. Ότι πληρώνεις παίρνεις.
Μια ζωή, στα παζάρια της Τρίτης, στα πεταμένα φτηνιάρικα.
Για σταθερό αποκούμπι κράτησε μια φωλιά από τούβλα στο χωριό του.
Να ΄χει ένα κεραμίδι πριν το τέλος που δεν θ΄ αργούσε.
«Τι να το κάνει τότε…» μονολόγησε.
Σαν η καρδιά δεν αγαπά, τι να κάμεις το σώμα;
Άδειο κιβώτιο σε θάλασσα. Μουλιάζει, σαπίζει, χάνεται.
Έσκαψε σαν γκρίζος κάστορας την τρύπα του.
Ζώστηκε τους χρόνους γύρω από τη μέση του.
Δεν ξεχώριζε τώρα από το υπόλοιπο σώμα.
Ρύθμισε τον πυροκροτητή στην ώρα που έπρεπε.
Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά.
Δείλιασε.
Πάλι ένα τούβλο και μια κεραμίδα τον περίμεναν.
Η πολυπόθητη δραπέτευση που σχεδίαζε απέτυχε.
Στο φως που σβήνει δεν έφτασε ποτέ του.
Τα πουλιά κρύβονται στις φτερούγες τους
Οι άνθρωποι καμώνονται τους ήρωες
Οι σκαντζόχοιροι ντύνονται κάκτοι
Και τροφή γιομάτη καρφίτσες για τη μάσηση
Ώρες – ώρες ο παρακλητικός φωνάζει τον μέντορα
Κι ο πνευματικός σηκώνει τα χέρια ελέω θεού
Νίπτοντας τα χείρας επί των υδάτων
Η πατέρας λιοντάρι
Η μάνα αλεπού
Οι γέροντες κόρακες
Τα αδέλφια περιπλανώμενες ύαινες
και η πολιτεία
νεκρωμένος ιστός αράχνης από κανόνες και νόμους.
Αταξία
**
ΚΡΑΥΓΕΣ ΕΝΟΣ ΣΚΥΛΟΥ
Α
Προσπάθησα, να μάθω τη γλώσσα των ανθρώπων.
Αλήθεια!
Κάθε που ανοιγόκλειναν ασπρόμαυρα τα χείλη τους,
κολλούσα τα δικά μου. Ανώφελο!
Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες,
τους Κύκλωπες στους δρόμους.
Δεν κατανοούσα,
πάλευαν να γίνουν καλύτεροι, πιστοί,
μα όταν ξέπλεκαν το λουρί από το λαιμό μου
κι έκλειναν την πόρτα του σπιτιού μας
κυριαρχούσε η αντωνυμία του εγώ
και το ουσιαστικό του εγωισμού!
B
Ο κύριος μου μόνος πια,
με αναμνήσεις από τεμαχισμένες εποχές.
Πότε φωτιά, πότε πάγος μέσα στη ψυχή και πάνω στο σώμα.
Έξυνε το αριστερό πόδι, τα δύσκολα πρωινά με τις υγρασίες,
ένα θραύσμα πολέμου.
Έξυνε και μένα στο κάτω μέρος της κοιλιάς.
Εγώ του έγλυφα τα χέρια, κουνούσα την ουρά. Σκυλίσιες συνήθειες!
Αγαπούσε την ειρήνη,
την ομορφιά των κάμπων και των βουνών.
Να είχε τη δύναμη να τα δρασκελίσει. Δίπλα του και εγώ.
Μια μέρα δεν άντεξε.
Ακούστηκαν οι σειρήνες, άρπαξε το τουφέκι του,
πήρε τα φυσίγγια του, κίνησε για τα σύνορα.
Το γαύγισμά μου απλώς αντήχησε στα βουνά και στους κάμπους του.
Είχα ακούσει βέβαια εκείνη τη ρήση:
Αν αγαπάς την ειρήνη ετοιμάσου για πόλεμο
Κουλουριάστηκα κάτω από τις σκάλες.
Δεν γρύλλισα. Κοιτούσα τα βήματα του στη λάσπη.
Γ.
Μυρίζω τη ζωή και το θάνατο
Του κυρίου μου αρνούμαι το πένθος
***
φυλλομετρούσε τον άσβεστο χρόνο,
απλώνοντας πολυσέλιδα τις καιόμενες λέξεις
και τους ανόητους ορισμούς.
- «Πανάθεμα» ψέλλισε –
Μια επιληπτική τάση εκδιδόμενη και ταχεία
να διορθώσει τον λόγο
μ΄ ότι του είχε απομείνει στη χαρακωμένη παλάμη
και στο τρύπιο δισάκι μα θες, αναδυόταν ως χρόνια επιταγή.
Στην φτωχική γωνιά που ορθώς ανέκραξαν: Οινομαγειρείο «η Ωραία Γλώσσα»
όχι τίποτα σπουδαίο, ένα χαμόσπιτο
με το πρώτο συνθετικό άνυδρο, άγευστο και ανοργασμικό
και το ακολούθως μια βάρκα ξύλινη αργοσάλευτη, καλοπελεκημένη
μέσα στο αέρινο γαλάζιο που έδωκε ο θεός
μέσα στο άσπρο των κυμάτων όπου κατοικεί ο γλάρος και η ελπίδα μεθά
στο χρώμα του σώματος που γεννά,
στο χώμα που βαδίζει
εκεί που ονειροβατεί τυφλά μια χάρτινη πατρίδα,
χαλκογραφούσε ανά τους αιώνες την γλώσσα των ποιητών.
την αποθήκευσε στη χούφτα
πασπάλισε την φτώχεια του λόγου του,
πάλι προς το τέλειο.
Δοκίμασε μια πρέσα - δοκίμασε στην άκρια της γλώσσας
όπου πατεί ο λόγος κι ο αντίλογος
και γλύκανε με μιας και ο δικός του κόσμος.
****
Τεράστιες χώρες μες στον μήνα Σεπτέμβρη
Ήλιοι που γνέφουνε σεμνά μέσα στις καρδιές μας
Κι ας σπέρνουν στους ορίζοντες οι άνεμοι το θρόισμά τους
Ας τινάζουν τα φτερά τους μικρά πετούμενα
Και νικιέται ο βαθύτερος θάνατος
Μέσα στις φοβερές αντάρες, στις αόρατες ομίχλες
Στα χαμομήλια και τις παπαρούνες που ζυγώνουνε τα πατρικά μας
το σοκάκι που πρώτο περπάτησες
το κλαδί που έσπασες
το πρώτο πουλί που σκότωσες
κι ανέβηκες τους σιωπηλούς λόφους
Δώρα σου στείλανε: την ψευτιά, το μίσος, την εκδίκηση
Θες, μες στη σιωπή που διαρκεί ο χρόνος ενός ρόγχου
να τους τα επιστρέψεις
μα δώρα λες και δεν μοιράζονται
κι ύστερα σαν να γελούσες, πίστεψες -σαν να γελούσες-
πως θα έσπαγε η απέραντη σιωπή
την ώρα που ράγισαν οι πλαγιές των ρημαγμένων λόφων
μα ολότελα, αφέθηκες στην κατάρα της.
*****
ΤΡΑΥΜΑΤΑ
Γκρινιάζεις σαν αποδημητικό πουλί
που λαξεύει στο δρόμο του.
Επιμένεις πως πάσχω από παιδικά τραύματα.
-Κρυώνω σα γυμνό Φθινόπωρο που χάνει τα φύλλα του-
Πες μου λοιπόν,
αγαπημένη: Εσύ που σ΄ όλο σου το κορμί έχεις ενήλικα τραύματα,
είσαι καλύτερος άνθρωπος;
******
ΑΠΟΤΥΧΗΜΕΝΗ ΔΡΑΠΕΤΕΥΣΗ
Έτσι ήταν σκέφτηκε. Ότι πληρώνεις παίρνεις.
Μια ζωή, στα παζάρια της Τρίτης, στα πεταμένα φτηνιάρικα.
Για σταθερό αποκούμπι κράτησε μια φωλιά από τούβλα στο χωριό του.
Να ΄χει ένα κεραμίδι πριν το τέλος που δεν θ΄ αργούσε.
«Τι να το κάνει τότε…» μονολόγησε.
Σαν η καρδιά δεν αγαπά, τι να κάμεις το σώμα;
Άδειο κιβώτιο σε θάλασσα. Μουλιάζει, σαπίζει, χάνεται.
Ζώστηκε τους χρόνους γύρω από τη μέση του.
Δεν ξεχώριζε τώρα από το υπόλοιπο σώμα.
Ρύθμισε τον πυροκροτητή στην ώρα που έπρεπε.
Όταν βγήκε στην άλλη πλευρά.
Δείλιασε.
Πάλι ένα τούβλο και μια κεραμίδα τον περίμεναν.
Η πολυπόθητη δραπέτευση που σχεδίαζε απέτυχε.
Στο φως που σβήνει δεν έφτασε ποτέ του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου