Πέμπτη 22 Σεπτεμβρίου 2022

Ο θρήνος στις αλυκές* του Δημητρίου Γκόγκα

 


     


Τον φωτεινό Ιούλη, όταν οι εχθροί, που τους ονομάζανε φίλους και καμαρώνανε δαφνο-στεφανωμένοι στο βορρά, Κυπραίοι λέγανε είμαστε, μπαίνανε στα υποστατικά και τα φορτωμένα κτήματά τους με τις σοδειές του καλοκαιριού, αυτός δέκα χρονών τότε, έπαιρνε τον δρόμο για τον πνιγηρό νότο. Είχε αφήσει τα παιδικά του όνειρα στην πλακόστρωτη αυλή του σπιτιού, αποχαιρέτησε βιαστικά τους παιδικούς, αλλόθρησκους φίλους, που ξάφνου του φάνηκε πως τα μάτια τους  γέμισαν σκοτάδι, ανέβηκε στην καρότσα του φορτηγού του πατέρα του, μαζί με ολάκερη την γειτονιά, θα ήτανε και σαράντα νοματαίοι και έφτασαν στην Λάρνακα. Το ταξίδι δεν ήταν μακρινό. Μια ώρα, δύο το πολύ, δρόμο. Όμως του φάνηκε αιώνιο. Στο βάθος διακρίνονταν, μέσα στην κάψα και στην αντηλιά οι καπνοί και τα μπουμπουνητά του άνισου αγώνα. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα της μάνας του και το σκεπαστό με το μαύρο τσεμπέρι, πρόσωπο της γιαγιάς. Θυμάται ακόμα πως τα μαλλιά του πατέρα του, άσπρισαν μέσα σε μία ημέρα. Τόση ήταν η στεναχώρια του.

      Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακας, κοντά στις αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα, κάνανε όνειρα φωναχτά, μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν  τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.

        Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε αρχίσει να απομακρύνεται από την στρατιωτική σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας. Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε τα δέρμα, αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκαλύπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν γύριζε στην σκηνή,

 

χανότανε στις οπτασίες  που έβλεπε στην οροφή της, μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω από το φως της λάμπας.

        Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο τέλος του. Οι ήχοι του πολέμου τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Μια φορά πήγε σε μια πορεία. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο. Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν. Μετρούσε, ξανά- μετρούσε, λάθευε.

        Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε. Τα φλαμίνγκο ζευγάρια  φτερούγισαν, περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση, τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια, αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.

        Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο. Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίνγκο. Οι παντοτινοί εχθροί μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις εξαρτήσεις  στα σκαλοπάτια της, έβγαζε τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.  Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίνγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς, μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα πιο άσπρα.  Τον έστειλαν σε γιατρούς, αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.

      

        Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε πάντα στη σκοπιά του.

        Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του. Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε  με μανία, τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις  από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίνγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του. «Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»  και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο  τσεμπέρι της γιαγιάς.

 

 

 

*Το διήγημα: Ο θρήνος στις αλυκές,  έλαβε το β’ βραβείο στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό / 2019, της Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.

 

 

 

 

Το σπίτι στην άκρη της πόλης* του Δημητρίου Γκόγκα


     


Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταία σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη με αγάπη, γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της  εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βεγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια, γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.

      Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλές οι λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή του πρόσφυγα. Με την πενιχρή σύνταξη κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.

      Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός οικογενειακού της φίλου, τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις που διακόπηκαν άδοξα ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες και ένα μικρό σκύλο, τα τάιζε τα ορφανά και τα μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγιά η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε πάντα δίπλα της.  

   

 

      Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των ανοιγμένων πληγών της  εγγονής της. Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς της, ένα από τους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους. Η γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.

      Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα αριστερά της πόλης. Κρίμα που η καρδιά έγερνε προς τα αριστερά του στήθους.

      Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως δεν ήταν. 

     Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή, για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.

     Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της. Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε. Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα» Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη να δει τα καθέκαστα. Η σιωπή τους πρόδωσε την ευθύνη της.

    

 

    Το απόβραδο  έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη με  την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που αισθάνθηκε ήτα η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα σκασμένα ξεραμένα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή και στο έλεος της μοίρας.


*«Το σπίτι στην άκρη της πόλης» διακρίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ.

 

 Από τη συλλογή Διηγημάτων: Πτώσεις ανθρώπων: ISBN 978-9925-7723-2-2  

 

 

 

 

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2022

ΑΘΛΙΑ ΕΙΚΟΝΑ ΜΙΚΡΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΣΤΗΝ ΤΟΥΖ ΧΑΝΕ

 Κύριε Δήμαρχε

Κύριε Αντιδήμαρχε
Κύριοι και κυρίες Δημοτικοι Σύμβουλοι


Στην οδό Τουζ Χανέ απέναντι απο την Πολυκατοικία CARISA 8  υπάρχει ένα μικρό πάρκο (πάρκο να το πει κανείς!) Εχω πληροφορηθεί ότι ο χώρος είναι Τουρκοκυπριακή περιουσία και πως ένα μέρος έχει δοθεί σε συμπολίτες μας για την δημιουργία επιχειρήσεων. Το μέρος που έχει απομείνει και λογίζεται ως πάρκο, βρίσκεται σε άθλια κατάσταση. Γνωρίζω ότι το τμήμα Κήπων καταβάλλει συνετές προσπάθειες (και αξίζουν συγχαρητήρια) για την βελτίωση τω χώρων πρασίνου της πόλης. 
Στο μικρό αυτό πάρκο πριν από χρόνια φυτεύτηκαν κάποια δένδρα τα οποία μεγαλώνουν απεριποίητα. Κάποια υπηρεσία σας, είχε τοποθετήσει σιδερένιους πασάλλους που επιτήδειος συμπολίτης μας έβγαλε Σε τακτά χρονικά διαστήματα ο χώρος χρησιμοποιείται ως πάρκιγκ αυτοκινήτων, ανώ πρόσφατα όπως θα δείτε και στην φωτογραφία, έτερος πολίτης έστησε τέντα και δημιούργησε τον δικό του χώρο στάθμευσης για το αυτοκίνητό του. 

Πιστεύω ότι θα πρέπει να επέμβει άμεσα το αρμόδια τμήμα σας, προκειμένου ο χώρος να εξωραιστεί και να θυμίζει πάρκο. Να απομακρυνθούν τα αλλότρια, να τοποθετηθούν παγκάκια, να κλαδευτούν το δένδρα, να μπούνε κάδοι απορριμμάτων, να ορισθεί (παλιά πρόταση που την είχατε απορίψει) κάποια οικογένεια από την γειτονιά υπεύθυνη προστασίας / επιμέλειας του πάρκου και να παραδοθεί στους κατοίκους της περιοχής. 

Με εκτίμηση
Δημήτριος Γκόγκας

Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2022

Περί προστασίας της Ελληνικής Γλώσσας (μικρός λιτός, σχολιασμός)

 



Πολλά έχουν γραφτεί για την προστασία της ελληνικής γλώσσας και θα μπορούσαν να ειπωθούν ακόμα περισσότερα. Σήμερα επέλεξα το εξώφυλλο ενός ελληνικού περιοδικού που κυκλοφορεί και στην Κύπρο. Όλες οι επικεφαλίδες, τοι τίτλοι των θεμάτων είναι στην αγγλική γλώσσα, ενώ είναι απολύτως σίγουρο ότι εάν γράφονταν στην Ελληνική Γλώσσα, όπως και θα μπορούσαν να το κάνουν οι συντάκτες του, θα ήταν πιο κατανοητοί. όταν όμως αναγκάζεις ένα λαό να διαβάζει αγγλικά ή τέλος πάντων μια ξένη γλώσσα σίγουρα ακόμα και ....άθελα αλλοιώνεις την μητρική του γλώσσα.

Σχολιάστε ακίνδυνα....στην ελληνική γλώσσα παρακαλώ

Κάδοι Απορριμμάτων για ...πέταμα

 Κύριε Δήμαρχε

Κύριε Αντιδήμαρχε

Κύριοι Δημοτικοί Σύμβουλοι του Δήμου Λάρνακας


   



 
Όπως και εσείς (πιθανόν) να έχετε διαπιστώσει, οι κάδοι απορριμμάτων σε πολλές περιοχές του Δήμου Λάρνακας βρίσκονται σε άθλια κατάσταση. Οι λόγοι είναι πολλοί για την κατάτια τους. Απο τους πολίτες μέχρι και τα συνεργεία καθαριότητας. Διαβάζοντας τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα της αρμόδιας Υπηρεσίας του Δήμου διαβάζω ότι είναι και η αποκατάσταση τω κάδων. Σίγουρα το κόστος μεγάλο για την αντικατάσταση όλων των κάδων, σε όλες τις περιοχές. Όμως θα μπορούσε να γίνει η αντικατάσταση σταδιακά και το κοστος να μοιραστεί στους πολίτες. Έτσι θα είναι πολύ μικρότερο. πχ στην πολυκατοικία που μένω αγοράστηκε κάδος απορριμμάτων 300ων ευρώ και το κόστος για τον κάθε ιδιοκτήτη ανήλθε σε 13,50 ευρώ. Δηλαδή όσο δύο καφέδες στην παραλιακή των Φοικικούδων. Μήπως είναι καιρός να δει η Δημοτική Αρχή σοβαρά και το θέμα αυτό; Αν θυμάμαι καλά ανήκουμε και στην ομάδα των πράσινων πόλεων! 

     



Με εκτίμηση 
Δημήτριος Γκόγκας

Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022

Η άρση της απαγόρευσης όπλων (εμπάρκο) στην Κύπρο και εμείς

του Δημητρίου Γκόγκα

    


Ανακοινώθηκε από τις Η.Π.Α και επίσημα πλέον η άρση της απαγόρευσης όπλων στη χώρα μας, την Κύπρο και βγήκαν όλων τα τουφέκια και πυροβολούν αδιακρίτως. Οι μεν πολιτικοί, οικονομικοί αλλά οι δυνάμεις που θεωρητικά τάσσονται υπέρ αυτού του μέτρου, δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους, αφού πιστεύουν ότι δίνεται η ευκαιρία στην Κύπρο να ενισχύσει την άμυνά της, οι δε σκεπτόμενοι πολίτες και οι αντίπαλες κοινωνικές κυρίως ομάδες που πιστεύουν στο δόγμα «Ειρήνη θέλουμε και όχι Πόλεμο» έχουν φανερώσει ήδη την πικρία τους. Ακολουθώντας το εν λόγω δόγμα, παραβλέπουν οτιδήποτε άλλο και ήδη με αναρτήσεις τους παντού, καταθέτουν δικαιολογημένα, την αντίθεσή τους. Έχουν δίκαιο;

     Είναι σίγουρο ότι η απάντηση βρίσκεται κάπου στη μέση, αλλά η πλάστιγγα γέρνει προς την άποψη ότι εφ ΄ όσον θέλουμε ειρήνη, προετοιμαζόμαστε για πόλεμο. Αυτό με λίγα λόγια σημαίνει ότι για να προστατεύουμε την ειρήνη στον τόπο μας, πρέπει να έχουμε την δυνατότητα να αμυνθούμε και να αποτρέψουμε τον όποιον εχθρό την επιβουλεύεται. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι μόνο η διαπραγματευτική δύναμη και οι εφαρμογή μιας εξαίρετης διπλωματίας και εξωτερικής πολιτικής μπορεί να παρέχει την ποθούμενη ασφάλεια. Με τίποτα. Ο χρόνος, η ιστορία, η πορεία του κόσμου, δικαιολογεί πλήρως την άλλη άποψη. Κανείς δεν είναι ασφαλής εάν δεν φροντίσει μόνος του για την ασφάλειά του. Και αυτό συνηγορεί στην ενίσχυση του οπλοστασίου. Πέτρες θα είναι αυτές, τόξα, βόμβες, άλογα, χειροβομβίδες  κτλ ότι και να είναι θα πρέπει να αγοραστούν. Φυσικά, όταν ο εχθρός είναι ένα μεγάλο κράτος και εμείς μπροστά του φαινόμαστε μηδαμινοί, μην σκεφτεί κανείς ότι θα νικήσουμε. Αυτό συνέβη, μόνο στην παλιά διαθήκη όταν οι Ισραηλίτες κέρδισαν  τους Φιλισταίους με τον Δαυίδ και με μια σφεντόνα.  

    Σήμερα οι αγορές των όπλων είναι τεράστιες και για να συντηρηθούν απαιτούνται πόλεμοι και προσπάθεια των μικρών χωρών για αλλαγή, αντικατάσταση των οπλοστασίων τους. Γιατί των μικρών χωρών; Μα απλούστατα διότι οι μεγάλες βιομηχανίες όπλων ανήκουν στις πλέον οικονομικά εύρωστες οικονομίες. Σε εκείνες τις οικονομίες που διδάσκουν την ακολουθία των πολέμων ανά την υφήλιο. Ψέματα; Δεν νομίζω.

Εμείς λοιπόν, ως Κύπριοι τι πρέπει να κάνουμε; Να χαρούμε ή να λυπηθούμε που μας δίνεται η ευκαιρία να αγοράσουμε καινούργιο οπλισμό; Μην ανησυχείτε που το Υπουργείο Εξωτερικών της Τουρκίας έβγαλε ανακοίνωση με την οποία στηλιτεύει , καταγγέλλει αυτή την απόφαση των Η.Π.Α. «Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο» λέει μια σοφή παροιμία. Και δεν λαμβάνω υπ ΄ όψη και την γνώμη εκείνη που λέει ότι όσα όπλα και να πάρουμε θα είμαστε «αέρας» στον πισινό της Τουρκίας. Δηλαδή προτιμάμε το δόγμα: « Μπείτε σκύλοι αλέστε και αλεστικά μην δώσετε;»

    Κανείς δεν διαφωνεί ότι ο Κυπριακός Ελληνισμός έχει κουραστεί και επιθυμεί, όπως και το σύνολο όλων των λαών, ΕΙΡΗΝΗ. Δίνετε όμως και μια δυνατότητα στην εποχή της παγκόσμιας αστάθειας να ενισχύσει, να αντικαταστήσει  την πολεμική του μηχανή.    

     Και εδώ θα έρθει φυσικά ο πωλητής να ζητήσει το χρήμα. Να κλείσει την συμφωνία. Μια συμφωνία , της οποίας τους όρους θα πληρώσει ο λαός. Αν έχεις σοφούς ηγέτες, το πιθανότερο δεν θα συμβεί τίποτα το τραγικό. Αν όμως δεν τηρήσεις τις συμφωνίες τότε έρχεται η επιλογή του δρόμου της αρετής και της κακίας. Ελπίζουμε ότι οι ηγέτες μας, γίνονται σοφότεροι και επιλέγουν την καλύτερη οδό για την προστασία μιας διαρκούς ΕΙΡΗΝΗς στην Κύπρο μας. Αλλιώς και η άρση του Εμπάρκο δεν θα έχει καμιά απολύτως αξία.