Στην καινούργια παιδική του πατρίδα, το πρώτο
σπίτι ήταν μια στρατιωτική σκηνή. Έξω από την πόλη της Λάρνακας, κοντά στις
αλυκές. Με τον καιρό συνήθισε το πρόγραμμα του καταυλισμού. Ξύπνημα νωρίς, πολύ
νωρίς τις περισσότερες φορές, πρωινό, προσπάθεια για παιχνίδι και πάλι ένα γύρω
την σκηνή. Ο πατέρας εξαφανιζότανε για ώρες. Όταν ερχότανε, όλο μιλούσε με την
μητέρα, τις περισσότερες φορές κάπου απόμερα, μην ακούσει αυτός. Άλλες φορές
όταν τα μυστικά ήταν σπουδαία, μιλούσανε μπροστά του, μα δεν ακούγονταν άχνα,
κάνανε όνειρα φωναχτά, μα μόνο τα μάτια ήταν ορθάνοικτα, κάποιες φορές είχαν
βρει και κουράγιο να γελάσουνε και του χάιδευαν τα κατσαρά μαλλιά. Κάνε λιγάκι υπομονή του έλεγε
ο πατέρας. Όλα θα σιάξουν.
Τα απογεύματα, δειλά- δειλά, είχε
αρχίσει να απομακρύνεται από την στρατιωτική σκηνή. Έπαιρνε τα μονοπάτια που
οδηγούσανε στις αλυκές και χανότανε στο χοντρό αλάτι και την μυρωδιά της αλμύρας.
Κάποιες φορές τα αγκάθια από τα πουρνάρια και τους αντρούκλιαγρους του γδέρνανε
τα δέρμα, αλλά άντεχε αυτόν τον πόνο. Τα λεπτά του πόδια τσούζανε, όταν το
αλάτι πασπάλιζε τις πληγές αλλά δεν τον ένοιαζε. Φανταζότανε τον εαυτό του
πουλί, φλαμίνγκο, να περπατά μέσα στο άσπρο των αλυκών, να ξεπλένεται στην
άκρη, στις αβαθείς γούρνες με το εναπομένον νερό του καλοκαιριού και να
περιδιαβαίνει το δάσος με τους ευκαλύπτους, τους φραμούς και τα ζυγόφυλλα. Όταν
γύριζε στην σκηνή,
χανότανε
στις οπτασίες που έβλεπε στην οροφή της,
μέσα στις σκιές και τα περιγράμματα των νυχτόβιων πετούμενων, που χόρευαν πίσω
από το φως της λάμπας.
Ο χρόνος κυλούσε μέσα στο γκρίζο και
στο κλάμα. Οι πληροφορίες από τον αγώνα αποθάρρυναν τον κόσμο. Οι πιότεροι όμως
και μάλιστα οι γεροντότεροι, έδειχναν να γνωρίζουν, πως το κακό έφτανε στο
τέλος του. Οι ήχοι του πολέμου τα βράδια, τον τρόμαζαν. Την ημέρα, στον
καταυλισμό επικρατούσε μια περίεργη αναταραχή. Ένα πρωινό, κάλεσαν και τον
πατέρα του στο μέτωπο. Θυμάται ακόμα τα δάκρυα που χάνονταν στο αλάτι. Δεν τον
είδε ξανά. Ούτε έλαβε ποτέ του μήνυμα. Με μια φωτογραφία του στο προσκεφάλι και
στις πορείες, σιμά με την μάννα και την μαυροντυμένη γιαγιά του. Μια φορά πήγε
σε μια πορεία. Τα μαλάκια του άσπρισαν. Σαν περπατούσε μονάχο μέσα στα
μονοπάτια των αλυκών δεν το ξεχώριζες πλέον. Ένα σύννεφο αυτό και ένα τα λευκά φλαμίνγκο.
Ήρθαν και έφυγαν. Ξανά ήρθαν και ξανά έφυγαν. Μετρούσε, ξανά- μετρούσε, λάθευε.
Μεγάλωσε, πέρασαν οκτώ χρόνια από τότε.
Τα φλαμίνγκο ζευγάρια φτερούγισαν,
περπατούσαν μέσα στις αλυκές, μεγάλωναν και έφευγαν. Αυτός έμεινε. Η κυβέρνηση,
τους έδωσε ένα μικρό σπίτι, δουλειά για την μητέρα. Η γιαγιά είχε βαλαντώσει
στο κλάμα, πίσω από το μαύρο τσεμπέρι. Έκλαιγε πάντα δύο φορές την ημέρα. Μία
για τον παππού και την άλλη για τον γιο της. Σαν τελείωσε το λύκειο, ήρθε η
ειδοποίηση να πάει στο στρατό. Η μάννα πάλι δάκρυζε, έλεγε από υπερηφάνεια,
αυτός δεν γελούσε. Χανότανε και έπαιζε κρυφτό, πίσω από τις πρώτες ανδρικές σκέψεις
και τα άσπρα μαλλάκια του, που έπεφταν συνήθως αχτένιστα μπροστά από τα σκούρα
μάτια. Σαν γιος πολεμιστή, κλήθηκε να υπηρετήσει την πατρίδα σε στρατόπεδο στην
Λάρνακα. Δίπλα από τις αλυκές. Να είναι κοντά και στην μητέρα του.
Του άρεσε ο στρατός. Τον απομόνωνε από
την κοινωνία και αυτό του άρεσε. Μα πιο πολύ, του άρεσε να φυλά σκοπιά στην
ανατολική πλευρά του στρατοπέδου. Έβλεπε από εκεί όλη την περιοχή των αλυκών
και το τέμενος του Χαλά Σουλτάν. Άσπρη, το ζεστό καλοκαίρι, υγρή το θαμπό Φθινόπωρο.
Γιόμιζε νερό η μεγάλη λεκάνη και πουλιά. Όλα γίνονταν φλαμίνγκο. Οι παντοτινοί εχθροί
μοιάζανε με εριστικούς κυνηγούς που με τα όπλα τους τριγύριζαν στα δικά του
μονοπάτια. Αυτός κατέβαινε από την σκοπιά, άφηνε το κράνος και τις
εξαρτήσεις στα σκαλοπάτια της, έβγαζε
τις αρβύλες και τα στρατιωτικά ρούχα.
Περπατούσε γυμνός μαζί με τα Φλαμίνγκο. Το νέο μαθεύτηκε γρήγορα. Τον
κάλεσε ο διοικητής, τον επέπληξε, τον τιμώρησε, του είπε για τους κυνηγούς,
μίλησε για ντροπή, αλλά δεν άλλαξε κάτι. Τα σγουρά μαλλάκια του έγιναν ακόμα
πιο άσπρα. Τον έστειλαν σε γιατρούς,
αλλά δεν του βρήκανε τίποτε. Όλα φυσιολογικά.
Γύρισε πάλι στην σκοπιά του. Γύριζε
πάντα στη σκοπιά του.
Κάποια μέρα, είδε τον πατέρα του να
τριγυρνά, μέρα μεσημέρι, στις αλυκές μαζί με τα πουλιά. Φώναζε το όνομά του.
Γδύθηκε στα βιαστικά, άφησε στην άκρη το όπλο, έτρεξε με μανία, τα πουλιά τρόμαξαν και πέταξαν
μακριά. Ο ήχος και οι συνεχείς λάμψεις από τον βορρά τρόμαξαν και τον ίδιο. Γονάτισε
στο αλάτι. Καθώς έγερνε, είδε τα Φλαμίνγκο τριγύρω να οσμίζονται το αίμα του.
«Τόση ομορφιά μπαμπά» σκέφτηκε «τόση ομορφιά»
και έδυσαν τα μάτια του, πίσω από το μαύρο, μουσκεμένο τσεμπέρι της γιαγιάς.
*Το διήγημα:
Ο θρήνος στις αλυκές, έλαβε το β’
βραβείο στον 8ο Πανελλήνιο Λογοτεχνικό Διαγωνισμό / 2019, της
Πνευματικής Συντροφιάς Λεμεσού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου