Η μαυροντυμένη γερόντισσα έμενε σε ένα μικρό σπιτάκι στην άκρη του χωριού, που της δόθηκε από την κυβέρνηση, μετά και την τελευταία σύναξη των αρμοδίων. Φαίνονταν ξεκάθαρα, ότι εκεί έμεναν νοικοκυραίοι άνθρωποι κι ας ήτανε ετούτοι της απέναντι όχθης. Δυο μικρά δωμάτια, μια κουζίνα, ένα ζεστό καθιστικό, το μπάνιο ήταν εξωτερικό, μια μικρή πέτρινη αυλή, φροντισμένη με αγάπη, γεμάτη με κάθε λογής λουλούδια και πλατύφυλλο βασιλικό. Μοσχομύριζε το πρωινό και έρχονταν οι δικές της εικόνες, από το γκριζωπό χθες, να ζωντανέψουν, μέσα στο σπιτικό των άλλων. Χόρευαν κάτω από το απλωμένο αγιόκλημα, πάνω από τις μπλε πήλινες γλάστρες με τις κόκκινες βεγόνιες και τα κίτρινα τριαντάφυλλα. Είχαν φύγει και αυτοί βιαστικά, από τα μέρη αυτά, αφήνοντας το σπίτι ακατάστατο. Σκουπίδια, γεμάτη η αυλή, πεταμένα φύλλα και άδεια ποτήρια πάνω στο τραπέζι του κήπου και της κουζίνας.
Σιγά – σιγά με την βοήθεια και της
μεταπολεμικής κυβέρνησης, που αναγνώρισε την θυσία του άνδρα της, καθώς είχε
πέσει υπέρ βωμών και εστιών, όπως είπανε αυτοί που δεν πιάσανε ποτέ τουφέκι και
τον ονομάσανε ήρωα, της δόθηκε ένα μικρό χρηματικό βοήθημα. Δεν ήταν πολλές οι
λίρες, μα έφταναν να ζήσουνε αυτήν και την ορφανή εγγονή της. Μια ζωντανή
προίκα που της κληροδότησε η πονεμένη ζωή του πρόσφυγα. Με την πενιχρή σύνταξη
κατόρθωσε και έκανε το δικό της παράδεισο, στο σπίτι που της κληροδότησε η
πατρίδα, το μικρό σπίτι των άλλων. Έτσι συνήθιζε να το λέει.
Με ασβέστη από τα κατεχόμενα, δώρο ενός
οικογενειακού της φίλου, τουρκοκύπριου, έτσι για να συνεχιστούν κάποιες σχέσεις
που διακόπηκαν άδοξα ένα περασμένο Ιούλη, το άσπρισε για να της θυμίζει τις
ευτυχισμένες ημέρες. Πρόσθεσε ξύλινα, ζωγραφιστά παντζούρια, τα έβαψε κόκκινα
και γύρω μια γραμμή πράσινη, έχτισε ένα φούρνο στην αυλή για να μυρίζει τις
πίττες της η γειτονιά, μια πέτρινη βρύση και ένα εικονικό πηγάδι. Αγάπησε τρεις
αδέσποτες αγνοούμενες άσπρες γάτες και ένα μικρό σκύλο, τα τάιζε τα ορφανά και
τα μάζεψε από τον δρόμο. Έκανε το δικό της αγαπημένο κόσμο και περίμενε κάθε
ημέρα την αυγή να την καλημερίσει. Δεν παρέλειπε να κάμει τον σταυρό της και ας
μην πήγαινε συχνά στην εκκλησία. Η παναγιά η Φανερωμένη ήξερε πως στεκότανε
πάντα δίπλα της.
Καθημερινό της μέλημα η επούλωση των
ανοιγμένων πληγών της εγγονής της.
Ανύπαντρη προσφυγοπούλα, ποιος να την έπαιρνε, χωρίς προικιά και παχυλό
κομπόδεμα στην άκρη. Η ολιγόωρη δουλειά της, μόλις που έφτανε να καλύπτει τα
προσωπικά της έξοδα. Η κόρη της είχε πεθάνει στη γέννα, στο νοσοκομείο της
Αμμοχώστου. Ο μπαμπάς της, ένα από τους δεκάδες, εκατοντάδες αγνοούμενους. Η
γιαγιά βοηθούσε όσο μπορούσε, αλλά η γονική της φροντίδα άρχιζε και τελείωνε
μόλις αντίκριζε τα πανέμορφα μάτια της εγγονή της.
Δεν την χωρούσε ο κόσμος όλος. Έφευγαν
και γύριζαν οι μνήμες, ζωντανές ερινύες, μέσα από την μούχλα που ανάδυε η
ειρήνη. Οι γκρίζες ημέρες της κατοχής και της μετέπειτα εισβολής που ανάστησαν
ξεχασμένους ήρωες, την βασάνιζαν. Παρακάλεσε, έπεσε χωρίς ντροπή στα γόνατα και
ζητιάνεψε μια θέση στο δημόσιο για την εγγονούλα της, αλλά στην νέα τάξη που
δημιουργούνταν στη μεγαλόνησο δεν είχαν θέση. Το καταλάβαινε, ο κόσμος πήγαινε
δεξιά και αυτή ριζωμένη αλλού. Ακόμα και το σπιτάκι της έτυχε να είναι στα
αριστερά της πόλης. Κρίμα που η καρδιά έγερνε προς τα αριστερά του στήθους.
Η γερόντισσα είχε την έννοια της. Έβλεπε
τους αγαπητικούς να περνούν από μπροστά της και έκανε τα στραβά μάτια. Αφήνανε
τα αρσενικά ίχνη τους πάνω στα μεσοφόρια της εγγονής, στα λευκαρίτικα σεντόνια
αλλά δεν έλεγε τίποτα. Είχε την έννοια της. Δεν άργησε η γειτονιά να ξεστομίσει
και την λέξη πουτάνα. Λίγο που την ένοιαζε. Η εγγονούλα της να είναι καλά. Όμως
δεν ήταν.
Κάποια ημέρα, θυμότανε πως έβρεχε πολύ, η
κυβέρνηση θα ήταν ευχαριστημένη καθώς θα γέμιζαν νερό οι υδατοφράχτες, ήρθαν
στο σπίτι μια ομάδα μαυροντυμένοι άνδρες. Ρωτούσανε διάφορα, για την εγγονή,
για το μικρό σπιτάκι, για την ζωή της. Θυμήθηκε τους αντίπερα και τις ημέρες
τις εισβολής. Ίδια πρόσωπα, ίδια μεταχείριση. Ανάθεμά τους ξεστόμισε. Κάποια
μέρα ήρθαν να πάρουν την μικρή. Έπρεπε είπε κάποιος, να σωθεί η τιμή της
κοινωνίας, πήραν την ζωή της. Οι κατηγορίες ήταν τόσο απλές, όσο και η
προσφυγιά, ο πόλεμος, τα άδεια ποτήρια στο τραπέζι των ξεριζωμένων, τα σπαρτά
που δεν πρόλαβαν να θερίσουν, η προχειρότητα της αντίστασης, η αγωνία για τις
τύχες των αγνοουμένων και τόσα άλλα που δεν χωρούσαν στο γέρικο μυαλό της.
Πορνεία. Η μικρή καθώς της έβαζαν τις
σιδερένιες χειροπέδες στα μικρούλικα χεράκια της, την κοίταζε περιμένοντας
βοήθεια. Πονούσε πολύ και δεν είχε κουράγιο να σηκώσει τα δακρυσμένα μάτια της.
Ο ουρανός και το αντιφέγγισμα την πλήγωναν. Φώναξε, ούρλιαξε, παρακάλεσε.
Κράτησε με βία το χέρι του ενός. «Που την πάτε» ξεστόμισε, «δεν έκανε τίποτα»
Του κάκου. Η γειτονιά βγήκε μια βόλτα χαιρέκακη να δει τα καθέκαστα. Η σιωπή
τους πρόδωσε την ευθύνη της.
Το απόβραδο
έβρεχε με το τουλούμι. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και αυτή έστεκε μονάχη
με την μαντίλα στους ώμους και το φόρεμα
να σέρνεται στην λάσπη. Έψαχνε τις γάτες, τις φώναζε, μα αντηχούσε μοναχά η
σιωπή στην αυλή της. Άστραψε στα μισόκλειστα μάτια της και το μόνο που
αισθάνθηκε ήτα η μεθυστική μυρωδιά του βασιλικού, καθώς ακουμπούσαν τα σκασμένα
ξεραμένα χείλη της στο βρεγμένο χώμα. Παραδόθηκε στην πράσινη γραμμή και στο
έλεος της μοίρας.
*«Το σπίτι στην
άκρη της πόλης» διακρίθηκε στην κατηγορία: Διηγήματος του 9ου Παγκόσμιου
Λογοτεχνικού Διαγωνισμού Ε.Π.Ο.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου