Δημήτριος Γκόγκας
που ανθοστόλισε σεπτά την χωματένια μέρα.
Εκείνη ανέλπιδη κραυγή για τ΄ αρχοντόπουλό της
που χάθηκε στο σκιερό σαν έγειρε η εσπέρα.
σαν το ξερόφυλλο πλανιόταν στον αγέρα.
Αγέλαστη ξεφούσκωνε στην έρημη πνοή της
κι ο κόσμος ήταν διαρκώς βόλι από φοβέρα.
λιώσανε και γίνανε ποτάμια στις πεδιάδες.
Θα γλυκο-νανούριζε στα χέρια της αηδόνια.
Τον Μάη, τον Ιούλιο του χρόνου τις λιακάδες.
σπάνε τις πέτρες μα η καρδιά τ΄ ανθρώπου παγωμένη.
Τα αμπελοπούλια σιωπηλά ανάμεσα στους φράκτες
κι η πολιτεία πιο βουβή λιώνει. Σαν πληγωμένη
παρηγοριάς. Μα τι να πει. Ποιος φόρο θα πληρώσει.
Αφού προδόθηκε αυτός και τώρα πριν να φέξει,
ο υποκριτής στο Δικαστή τ΄ αργύρια θα δώσει.
του γιόκα της .Μονάκριβος. Πως χάθηκε απ΄ την κρίση
αλόγων, άνοων μικρών και ασήμαντων
που όλο προσμένουν γελαστοί τη μέρα τους να δύσει.
ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΘΑ ΔΙΚΑΙΩΘΗ Η ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΗ ΜΑΝΑ ΝΑ ΠΝΑΣΗ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΝΑ ΑΓΩΝΙΑ ΙΣΩΣ ΚΑΙ ΝΑ ΣΤΕΝΑΖΕΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙ ΔΙΚΑΙΩΘΗΚΕ ΟΤΙ ΤΟΝ ΣΚΟΤΩΣΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΧΤΟΝΙΑ ΕΙΝΑΙ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ ΤΟΥΣ ΒΛΕΠΩ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΑ ΕΓΩ ΤΟΝ ΘΑΝΑΣΗ
ΑπάντησηΔιαγραφή