Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ξέρω ένα τόπο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2021

Γ. Ξέρω ένα Τόπο: Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book) (Απόσπασμα: 12 ποιήματα)

 

ΕΠΙΣΤΡΕΦΩ ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
 
Τα πέλματα.
Τα δικά μου πέλματα.
Πέλματα των ευγενικών εποχών,
της εκφραστικής Άνοιξης,
του αμήχανου Καλοκαιριού,
του μαραμένου Φθινοπώρου,
του γοητευτικού χειμώνα,
 
αγγίζουν πάντοτε με στητή προσοχή,
το απαλό χρώμα της σκιερής Πατρίδας.
 
Σκύβω
κι επιστρέφω το αφελές βλέμμα
μικρό
μα εκείνο το αφελές βλέμμα
που κοιτά βαθιά στην αθώα ψυχή.
 
Επιστρέφω το βλέμμα
στην πικρή ξενιτειά
που τελικώς αδίκησα.
 
*
 
ΠΟΡΤΑ ΣΤΟ ΡΕΜΑ
 
Ο χρόνος σταματούσε στην μέση της ημέρας
ο ήλιος πύρωνε τις άσπρες πέτρες στο στεγνό ρέμα.
Και όλοι μας αναζητούσαμε μια πόρτα στο ρέμα.
 
Ένα πράσινο δάσος
πετούσε μια πεταλούδα
έτοιμη να σκάσει από την ζέστη
και  τον ιδρώτα της ξενιτιάς.
 
Εκεί στην άκρη του ξεροπόταμου
μια πόρτα
ένα όνειρο
που έκλεινε κάθε που φαινότανε
να έρχεται ο παπάς με την αγιαστούρα,
ο χωροφύλακας με το πηλήκιο
και ο δάσκαλος με την βίτσα.
 
*
 
 
 
ΠΕΘΑΝΕ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΝΤΩΝΙΟΣ
 
Πέθανε από φυσική φθορά
ο πατήρ Αντώνιος
κάποιο απόγευμα
στην περιοχή του Πέγκου.
Ανάμεσα από τους  χασλαμάδες,
δίπλα από τα τσίγκινα ποτιστήρια
και τις γούρνες με το καθάριο νερό
και στο βάθος οι βδέλλες.
 
Για τούτες τις γούρνες πολλά είχαν ειπωθεί
κατά τους πρεσβύτερους χρόνους,
θυμάμαι
πως είχαν καταπιεί και πέντε έξι παιδιά
από ανεύθυνες μάνες.
 
Ένα απ΄τα παιδιά που τον αγαπούσε
φώναξε με σπαραγμό:
«Ας έπαιρνε ο θεός εμένα»
 
Κούνησε το άκρο σαν να του έλεγε
πως έτσι κρατάει την τάξη ο θεός.
Πρώτα ταξιδεύουν οι γονείς και
μετά τα παιδιά τους.
 
Εκτός και αν κάνουν λάθος
οι πρωτοσύγκελοι.
 
 
*
 
ΘΑΡΡΩ ΠΩΣ ΚΙ ΑΥΤΟ ΕΙΝΑΙ ΠΟΙΗΣΗ
 
Κάποια μέρα
που στην σκέψη μου
ένα κουβάρι πίκρες ξετυλίγονται
φτάνει ένας λόγος από το χθες
καβάλα σε μια μνήμη.
 
«Τι ωραία που είναι η ζωή σήμερα»
 
Θαρρώ πως κι αυτό είναι ποίηση.
 
Κοίταξα πίσω και είδα τον παππού.
Κοίταζε το μέλλον να βρει ένα πρόσωπο που πρόδωσε.
 
 
*
 
 
ΕΝΑ ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΑΝΟΙΞΗΣ
 
 
Δεν ξέρω ποιο λόγο να γράψω πρώτα, αλλά σίγουρα γνωρίζω την κερασιά στο περιβόλι και το βουητό το ψάλτη από την εκκλησιά του Αγίου Αντωνίου. Μια κερασιά που γράφει.
 
Ακόμα και τώρα πριν από την πρόταση, η καμπάνα της Εκκλησιάς οδηγεί τα βήματα ενός μολυβιού, σ΄ ένα ξεχασμένο τετράδιο. Το σεντούκι φούσκωσε από μνήμες. 
 
Η μάνα πάντα κοιτάζει από το παράθυρο την κατηφόρα του Τσάλτεπε, μην δεν φανεί ο πατέρας. Ο φόβος την κρατά στην ζωή και την απομακρύνει.
 
Κοντά στον τοίχο και στην βρύση που στάζει έχουν σύναξη οι βάτραχοι του ξεροπόταμου και οι μέλισσες του κάμπου. Μπουχτίσαμε από μέλισσες που δεν τσιμπάνε.
 
Και με παίρνει ο ύπνος με το μολύβι στο χέρι, την κερασιά να γελάει, το σεντούκι ν΄ ανοίγει, να κοάζουν οι βάτραχοι κι μέλισσες και πάλι δεν τσιμπάνε.
 
Ο ήχος από την σκουριασμένη ρόδα του κάρου ακούστηκε. Ο πατέρας φάνηκε και ένας αέρας μυριστικός φύσηξε και άνοιξε το παράθυρο. Η μάνα χαμογελά. Σαν γυναίκα.
 
 
 
*
 
ΑΙΦΝΙΔΙΩΣ ΧΩΡΙΣ ΔΙΑΘΗΚΗ
 
Θα σας παρακαλέσω
να σκάψτε βαθιά τον τάφο μου που πρόκειται ν΄ ανοίξω
για να κάτσω οικειοθελώς
μέσα σε μια ζωγραφισμένη νεκρό κάσα.
Ψηλά, ανάμεσα στους δυο λόφους και το Κορφοβούνι
όπου η δική μου γη κι η γη των προγόνων μου μεγαλώνει
όσο και οι παπαρούνες του κάμπου.
Εκεί στην μέση των ριζών της παρηγοριάς και του πόνου
θα απαλύνει ο θάνατος με βότανο  τον εξοστρακισμό μου
σε κείνο το υπόγειο ρέμα που οδηγεί
στις λευκές ασίγαστες κατοικίες των ανθρώπων.
 
Θα ξαπλώσω κάτω από την γη περίπου στο ένα μέτρο
για να μην δω τα δάκρυα που θα πέφτουνε
ψιχάλες ψεύτικες και τα όρνια της υπογείου
έτοιμα για ένα κυνηγητό της καμένης σάρκας.
Αχ- Αχ παντού απλωμένα, στις πευκοβελόνες
στα φύλλα της μολόχας και του βασιλικού
που πλάκωσε το διπλανό μνήμα και θέλει ξεχορτάριασμα. 
 
Το ξύλινο φτυάρι που πρώτο θα με ραίνει
εγώ θα καταραστώ.
Μέσα από το ξύλο θα βγει μια κραυγή
όμοια η κραυγή ενός λύκου που δεν χόρτασε
την ζωή να κυνηγά μέσα στα καλαμπόκια και τα καπνοχώραφα.
Και να πω ζωντανός ακόμα ότι
σαν δεν μου δόθηκε φωνή στους ζωντανούς
ας έχω φωνή στους πεθαμένους.
 
Κάτω, από τα θαμπόγυαλα των φαναριών που σπάνε από την υγρασία,
καθώς σφίγγουν τα κόκκαλα των ποδιών από το γονάτισμα.
Μέσα από την πίκρα στο στόμα
κατράμι στα δάκτυλα με τα ματσάκια φύλλων καπνού
Δέκα- δέκα δίπλα από τις ρίζες
που αναδύονται από τα στόματα ταλαίπωρων χωρικών
όπου πατείς και όπου σπέρνεις και θερίζεις,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
 
Θα τ΄ αφήσω όλα αυτά
Θα τ΄ αφήσω.
 
Μέσα από μια προσευχή και ένα χορό,
που αλυσίδα θα είναι τα χέρια των συγγενών, των φίλων και
κείνων που θα έρθουν να δούνε αν θα χει πολύ κόσμο η κηδεία
και τις υπογραφές των στεφανιών
από χρησιμοποιημένα γαρύφαλλα άλλων πεθαμένων και άλλων κηδειών,
αιφνιδίως θα γράψω μια διαθήκη.
 
Εκείνη τη μέρα θα γίνει
Αίμα η βροχή
Νερό το χώμα
Και το σκουλήκι εγώ
Το φίδι εσύ
Που θα κρατάς το φτυάρι.
 
Είναι όμορφοι αυτοί που με μίσησαν και
ακόμα πιο όμορφοι αυτοί που με αγάπησαν.
 
3 Σεπ 2013
*
 
ΑΝΕΞΟΦΛΗΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΙΑ
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
άφησε πίσω του ένα μαγικό σήμαντρο
και την μάνα του να το χτυπά κάθε Κυριακή
στην αυλή της.
 
Έτσι έρχονταν και οι γείτονες
σεμνοί και αγαπημένοι σύντροφοι.
Πότε για το γλυκό και
πότε γιατί ήταν καλύτεροι άνθρωποι.
Κρατώντας στα χέρια τους σμύρνα και λιβάνι.
Κρατώντας στα χέρια τους τα δώρα του δικαστή
και χρέη.
Χρέη, τόκους ψεύδους, φόρους και υποθήκες.
Τα ανεξόφλητα γραμμάτια της ιστορίας.
 
Ποιος τα θυμάται πια;
Ποιος τρέχει στις τράπεζες και στα κολαστήρια;
Η μάνα έχει μια δύναμη μόνο
Ότι  δύναμη της απόμεινε δηλαδή
να χτυπά το σήμαντρο κάθε Κυριακή.
 
Ξεκίνησε από τους μακρινούς τόπους
ξωπίσω της έκλειναν παράθυρα
σπιτιών που ύφαιναν σε αργαλειούς παραδουλεύτρες
και φτηνές εργάτριες
σκυφτές  από τους ανελέητους πόνους της μέσης
των σπονδύλων και του μεροκάματου
λίγες μπροστά στα δεκάδες τάματα
και τ΄ αναμμένα καντήλια της όμορφης Παναγιάς.
Ύφαιναν την πιεστική λύπη
κένταγαν το ατελείωτο χρέος
βελόνιαζαν τις συνεχείς πληρωμές
και τα γραμμάτια,
έμεναν γραμμάτια ανεξόφλητα.
 
Κάθε Κυριακή μια μάνα χτυπά το σήμαντρο
λαλώντας τον από τους μακρινούς τόπους.
Στα όνειρά της
Στην τύχη της
Στον χρόνο της
Στην ζωή της
 
 
Εκεί χωρίς την πληρωμή να χει φτάσει στο κόκκαλο
χωρίς την πληρωμή να χει τελειώσει  την νύχτα
χωρίς την πληρωμή να προκάμει να δώσει το φιλί της.
 
Και   οι γείτονες ν΄ απλώσουν το χέρι δίνοντας
το πιατάκι με το γλυκό πάλι πίσω.
Το πιατάκι της Κυριακής με τ  ασημοκέντητη σταυρό
και πάνω το σήμαντρο να την καλεί στον τάφο.
Κολλά το χώμα, το κοκκινόχωμα,
όπως η ζωή σε ένα ανεξόφλητο γραμμάτιο.
 
 
*
 
Η ΒΙΤΣΑ ΕΓΙΝΕ ΜΟΛΥΒΙ
 
Πολλά χρόνια τώρα,
μικρός μεγάλος, έχει άραγε σημασία
έγραφα, έγραφα
και να που δεν έγινε και καμιά αλλαγή.
 
«Πήγαινε παιδί μου καμιά βόλτα
ξέφυγε από αυτά τα μολύβια και τα τετράδια»
 
Στο βάθος η κυρία Δασκάλα
ακόνιζε στην φωτιά
την βίτσα της,
 
μια βίτσα που συμπαθούσε ιδιαίτερα.
 
Αυτή η βίτσα έγινε μολύβι
κι έγραφα, έγραφα.
 
*
 
ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΣΟΥΝ ΟΙ ΧΩΡΙΑΝΟΙ
 
Να με συγχωρέσουν οι χωριανοί
δεν ξέρω ν΄ απαγγέλω ποιήματα
κάπως να γράφω ίσως,
θυμούμενος τα χελιδόνια και τους
πελαργούς που μας έφερναν την Άνοιξη.
 
Σκοτάδι και πίσσα
στο γήπεδο που έπρεπε να περάσεις
χωρίς να φοβηθείς τους κοιμισμένους
του νεκροταφείου.
Κάποιοι λέγανε πως γυρνούσανε,
τα βράδια και κουνούσαν τις συκιές
πίσω από τα στενά περάσματα
στους μικρούς δρομάκους και τις σκοτεινές γειτονιές.
 
Τι φταίγανε και τούτοι;
 
Όλοι λίγο πολύ πέρασαν
από τον αγροτικό γιατρό
δώσανε το κάτι τι τους
μαζί και το κουράγιο για μια
καλύτερη ζωή
και το αύριο που μπορούσε
Πανάθεμα
να περιμένει.
 
Αμ δεν μπορούσε.
 
Η ελπίδα μέσα στις σύριγγες
κι ύστερα στο κορμί που σπαταλήθηκε
στα χωράφια και στους κάμπους.
 
για ποιον;
γιατί;
 
*
 
ΜΑΝΑ ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΜΑΝΑ
 
Μάνα
καλή μου μάνα σε εκλιπαρώ
θα ταξιδέψω
θα φύγω για τα ξένα
και ακόμα δεν θα το χεις κάνει
 
στην αγκαλιά σου
να κρατάς
τον κόσμο όλο.
 
Γιατί;
 
μόνο απ΄τα στήθη σου να ρέει άσπρο γάλα
στο στόμα των ανθρώπων;
Η καρδιά σου να χτυπά χωρίς σταματημό
Τα δάκρυά σου να στεγνώνουν πάνω σε πέτρες και όπλα.
Τα χέρια σου να φτυαρίζουν την ειρήνη;
 
Και τα παιδιά σου μάνα;
Που είναι τα παιδιά σου;
 
Κολλούν σαν βδέλλες πάνω στο κορμί σου
κι ακόμα σκουπίζουν απ΄τα χείλη το αίμα σου.
Η καρδιά τους σταμάτησε να χτυπά
Κι ακούγονται μονάχα οι καμπάνες πένθιμα.
Τα δάκρυά τους κρύφτηκαν ποτάμι ολόκληρο.
Πίσω απ΄ τις κόγχες.
Δεν έγιναν ποτέ καταρράκτης,
ελέω μιας στεγνής σφαίρας που έφραξε τον δρόμο τους
και τα χέρια τους μάνα;
Τα χέρια τους που σήκωσαν σημαίες
τώρα στην στάση της υπόκλισης μέσα στο νέο σπίτι.
Τι μικρό μάνα τούτο το σπίτι!
 
*
 
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
 
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες στους άλλους το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
 
*
 
 
ΜΑΝΑ ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ
 
Μανούλα μην κλαις. Στο υγρό προσκεφάλι
κουφέτα έχω απλώσει, (νύχτα) σφαίρες κενές.
Δεν μιλώ για ημέρες που θεός θα μας βάλλει
να χορεύουμε σπίθες, σ΄ απλωμένες φωτιές.
 
Αχ μανούλα….. το κρυφό χτυποκάρδι
είναι πόνος σε πόνο που δεν έχει γιατρειά
σαν την αύρα που απλώνει στα μαλλιά σου ένα χάδι
και πριν ξημερώσει  είναι στάλα, δροσιά.
 
Ναι μανούλα, μην κλαις. Ο γιός σου εχάθη
στου πολέμου την νίκη. Κι ένα άστρο που ήρθε,
λαβωμένο απ΄ του εχθρού την ολόχαρη σπάθη
σαν χνώτο σε τζάμι, απ΄ το στόμα σου απήλθε.
 
Και τώρα; Τώρα μανούλα τα μαλλιά σου ασπρίσανε
και στα δάκτυλα έπλεξαν. Πόσο δύσκολο είναι
τους εχθρούς να δεχτείς - που κι αυτούς τους μισήσανε-
Κυριακή σε τραπέζι. «Γιε μου αστέρι έλα δίπλα και μείνε,
 
χτένισε τον Χειμώνα κι άπλωσέ μου την λύπη
να στεγνώσει στο σύρμα, που κουρνιάζουν πουλιά
πριν μετρήσω τις σφαίρες και δω πως μου λείπει
μια θα αστράψει και θα φύγουν μακριά».

Δ. Ξέρω ένα Τόπο: Ποιητική του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-1-9) /(e-book) (Απόσπασμα: 8 ποιήματα)

 

ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΞΕΝΙΤΕΙΑ
 
Ήταν μικρό παιδί μ΄ένα αθώο δάκρυ στην χούφτα του,
Βαθύένα δάκρυ, μια απέραντη θάλασσα
και πόσο περίεργο δεν ξεχείλιζε από τα δάκτυλά του.
 
Όταν ο εύθικτος δάσκαλος άνοιξε το βιβλίο
να μιλήσει για την ξενιτειά
αυτός έσφιξε πιο πολύ την παλάμη του
μην χαθεί το βαθύ δάκρυ.
 
Μ΄αυτό το δάκρυ πήγαινε ερχότανε
και κοιτούσε τους άλλους που το βλέπανε
κι όλο και κάτι ψιθύριζαν
πίσω από τα τραπουλόχαρτα στο τραπέζι του καφενείου.
 
Περνούσε την γέφυρα,
περπατούσε στο ποτάμι
και το βαθύ δάκρυ εκεί
σταγόνα ωκεανού, πάνω στους
λιγνούς σκελετωμένους ώμους
με την βαλίτσα κρεμασμένη
εισιτήριο για την ξενιτειά.
 
 
*
 
ΣΚΗΝΗ
 
         στο Στρυμονικό 27 Νοε 2013
 
Δώσε μου μια ματιά σου να την κάνω στεφάνι
να σταθώ απέναντι από το βρυχηθμό του θανάτου
με φόβο θαρρείς
να δω τον κάμπο κατάσπαρτο
από το ανθοφόρο στάρι
με τον αστείρευτο μόχθο να κουνάει την γκλίτσα και το δρεπάνι
κι έναν- έναν τους χωριανούς αρρώστους
να γεννοβολούν αράδα τις ελπίδες ανέλπιδα
στο πέτρινο δημοτικό σχολείο.
 
Αχ μια μάνα μετρώ, δυο μάνες να κλαίνε
κουβαλώντας στα σαμάρια τις πέτρες.
 
Μην με κοιτάς με απορία
τα πόδια μου βαραίνουν
και δεν μπορώ αναδυθώ από τις λάσπες των βούρκων.
 
*
 
ΜΕ ΤΑ ΝΕΡΑ ΤΟΥ ΞΕΡΟΠΟΤΑΜΟΥ
 
Όταν σου έδωσα το πρώτο μου φιλί και έσπασα
την παρθενία των χειλιών μου
κέρασα τον ήλιο με το φως του
σε κείνη την ακροποταμιά
με τα χαλίκια να παρασύρονται
από τα  νερά του ξεροπόταμου
με  τις πρώτες δυνατές μπόρες
και να κρέμονται στα τετράγωνα σύρματα
που επιμελώς τοποθετήθηκαν
από την απλήρωτη αγγαρεία των Κυριακών,
γεννήθηκα.
 
Καράβια δεν μίσθωσα
κι ούτε σου έταξα
ταξίδια σε πελάγη.
Με τα νερά του ξεροπόταμου
να βαλτώνουν πριν χωθεί στον κάμπο
ως που να πάει εκείνη, η αγάπη μου,
με άνεμο μόνο ένα φιλί.
 
Βέβαια θα ήθελα να το φωνάξω
να το ακούσει το χωριό
να το ακούσει και ο ντελάλης
μα δεν πρόκανα.
Το φιλί έσβησε στα χείλη σου
με την πρώτη ξέρα της Άνοιξης.
 
*
ΆΤΙΤΛΟ
 
Φουσκώνει το ποτάμι της οργής
και βγαίνει τα βράδια ο γκιώνης
να λαλήσει το τέλος των αξιών
τώρα- ναι,  τώρα όσο και  απορίας ερώτημα
πως βασιλεύει ο ήλιος τη νύχτα
και το φεγγάρι τη μέρα.
 
Κι αυτό το ποτάμι που μέσα του
κρύβει τόσους καημούς και πόθους
σκοντάφτει το θολό του νερό
πάνω στις πέτρες
παίρνει από τα σύρματα που στήθηκαν
με τόση επιμέλεια
στις ονομαστικές αγγαρείες της επταετίας
τις λιγοστές ελπίδες
μαζί με τις ρίζες των ανθρώπων.
 
Και εάν γλυτώσεις τον καταρράκτη
πάντα περιμένει ένας δαυλός
που πριν τον δώσεις
σβήνεις την φλόγα
μέσα στα νερά του.
 
 
*
 
ΣΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ - ΑΝΑΜΝΗΣΗ
 
Μέσα στο σκοτεινό καφενείο
δέκα βουνίσιοι γλάροι και
άλλοι τόσοι πεδινοί πάσχιζαν
να ακούσουν τα παλιοτράγουδα του τζουμ- μποξ.
 
Ο μεζές, το κρασάκι στο μικρό ποτήρι
η τσατσάρα στην τσέπη του πουκαμίσου
το μικρό καθρεφτάκι της αλήθειας.
 
Περνούσαν οι μήνες 
με τα βήματα στη πεζογέφυρα
και την μεγάλη αλάνα που την ονομάζαμε γήπεδο.
Μια συνεχής  κακία απ΄ το χειλάκι τους.
 
Όταν ρωτούσαμε: που ναι  οι γλάροι μας
μας απαντούσανε: Στον Αι Αντώνη που χάθηκε για χάρη μας
Χωράφια και αργυρές πράξεις
δώδεκα μήνες
μεριά στο δισκοπότηρο η φτώχεια          .
Βόλτα στην πλατεία.
Άσπρες – άσπρες βαρκούλες  στην μέση.
Κι ύστερα το χτύπημα πάνω στην κοφτερή πέτρα.
 
Πάει στράφι το αρμένισμα
Μέντα
Τσουκνίδα
Αγριοβότανο
τα βάζω ν΄ αρμενίζουν ξεροπόταμο.
 
*
 
ΜΕΤΑ ΤΗ ΒΡΟΧΗ
 
Στην κεντρική του κόκκινη φλέβα
πετριές κατηφορίζουν παρέα με το θολό
και το μακρόσυρτο βουητό της καταιγίδας
Εσύ βέβαια δεν χάρηκες καθόλου…
 
Ύστερα βγήκε εκείνος ο ζεστός ήλιος
και έσβησε κάθε διχόνοια και κάθε δυσπιστία.
Παρ΄ όλο (ίσα που το πίστευες) που οι νεκροί μας
είχανε μουλιάσει, ο πατέρας
κάτω από την δαιμονισμένη συκιά
ξεσκόνιζε το χέρι του Άγγλου Αξιωματικού
που κόπηκε κατά την βεβήλωση.
 
Λίγο πιο βόρεια ίχνη ξεχασμένου κάστρου
Ίσως να έζησαν στρατιώτες εκεί
οι σκιές τους ανεκμετάλλευτες
ακόμα δεν έγιναν τροφή στα στόματα των ντόπιων σωτήρων.
Πότε πότε παίζαμε στα χαλάσματα,
αφαιρώντας πρόχειρα μικρά λιθάρια.
Αγνοούσαμε τη δύναμη της πέτρας.
 
Εσύ τώρα ξένε που θα έρθεις στο Όρλιακο
φρόντισε να μάθεις γεωγραφία. Κομμένος ο χάρτης στα δύο
ο θησαυρός αναζητείται στη δασώδη περιοχή του Πέγκου.
 
Κει που κατοικούνε
Θρακιώτες, Πόντιοι, Ντόπιοι Μακεδόνες, Μικρασιάτες, Βλάχοι
ζήτησε να σου φέρουνε στη φιλόξενη ώρα της μέρας, τις ελπίδες τους.
Στα χωριατόσπιτα ανθίζουν
ακόμα πασχαλιές, ροδιές και κάποια άλλα άνθη.
Κι ένας μοσχομυριστός βασιλικός στη μέση της αυλής μας.
 
 
*
 
...ΟΙ ΓΚΡΕΜΟΙ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ
 
Ένα το σμαραγδένιο δάκρυ που ΄πεφτε πάνω στα αυλακωμένα μάγουλα
«τι τα ‘θελες σου ΄λεγα κείνα τα γαμψά νύχια» όμοια αετού
«να κρατώ τα ερείπια, να κρατώ κάτι πέτρες αμάδες » μου απαντούσες.
Φώναζες πιο δυνατά κι από τις πένθιμες καμπάνες το χωριού,
από τον άνεμο που τρίγυζε στις αυλές τους χαμένους χρόνους.
Στάζανε οι χρόνοι, μέρες κόκκινες και ώρες πηχτό κλάμα.
Ανεμοστρόβιλος κάθε φορά που ακουγόταν η μάνα.
Γιατί;
Ήταν αδύνατο;
Πώς να μη συμβεί όταν έχουμε ένα πόδι και αυτό το χρωστάμε;
Πώς να μην συμβεί όταν πρέπει εσύ να αλλάξεις μα όχι εγώ;
Σήμερα κηδέψαμε και την τελευταία ελπίδα του παρελθόντος.
Αύριο η μάνα θα φωνάξει «ρημάξτε τα, όλα» και, μεις τι θα κάνουμε
Θα κρατήσουμε τους νεκρούς στα ξύλινα αμπάρι,
μέσα σε άχνη και αλόη μπας και
αναστηθούν αργότερα και γίνουν μύθοι;
Όχι καλύτερα όχι.
Ανώφελο,
Ανώφελο.
Οι νεκροί με τους νεκρούς
και μεις με τα ζωντανά
ως τη βαθιά κατάθλιψη του πνιγηρού θανάτου.
Μην μας τρομάζει που ανοιγοκλείνει τα μάτια
Συνήθεια παλιά, σαν μια αρχαία προσταγή:
Ακονίστε τα νύχια, οι γκρεμοί περιμένουν.
 
 
 
*
[Τώρα η καρδιά μου χτυπά]
 
Τώρα, το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού ΄σπειρε η μάννα με κόπο.
 
Στης αυλής τη μεγάλη ροδιά,
κάποτε έκατσα λίγο.
Στη σκιά της να βρω τη δροσιά
και κατόπι σαν ξένος να φύγω.
 
Μα πάλι η καρδιά μου χτυπά
και γυρίζει η σκέψη στο σπίτι.
Στην πέτρινη εκείνη φωλιά
που πετούσα σαν το σπουργίτι.