Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα χωρίς ετικέτα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 23 Μαρτίου 2023

Δεν ξέρω τι είναι Πατρίδα ... ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα

 

Δεν ξέρω -σοφός-
τι είναι Πατρίδα.
Έχω χαθεί
στου αγέρα τα χρώματα.
Έξω απ΄ τον κύκλο
ζει μια μαύρη κουκίδα
και ξεχασμένα
ανθρώπων αρώματα. 

Ανάμνηση είμαι
και δεν θυμάμαι,
του μικρού μου σπιτιού,
τ΄ άπειρα σχήματα. 
Καρφώνω στα χέρια,
το ρήμα λυπάμαι 
και σβήνω τη φλόγα 
σα γράφω ποιήματα.

Φορτώνω στις πλάτες
τους δρόμους που κλείσανε,
τους ήλιους που φόνευσαν 
ωκεανούς.
Εικόνες και ήχους 
που με μισήσανε
και αναλύομαι 
στους ουρανούς. 

Δεν ξέρω πια,
τι είναι Πατρίδα.
Ποτάμια που στέρεψαν,
μνήμη υγρή.
Ότι δεν έζησα
κι ότι δεν είδα 
ή κει, που φωλιάζουνε
οι γερανοί. 

Δευτέρα 20 Μαρτίου 2023

ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ : Ποίημα του Δημητρίου Γκόγκα που μεταφράστηκε και στα Αλβανικά από τον ποιητή: Πέτρο Τσερκέζη

 NUK ERDHE

Nuk erdhe kur të kërkoja.
Një shi i lehtë shoi atë ç’ka mbeti nga pasioni.
Nuk erdhe kur të ftoja.
Një pëllumb i bardhë më tha se u përlote vetëm.
Nuk erdhe kur kisha nevojë për ty.
Zemra i mbaroi të rrahurat.
Tani boshllëku bëhet kornizë e zezë.
Nuk erdhe kur u shndrrova në poezi.
Nuk u mplekse mes fjalëve, dhe vargjeve.
Tani more vendin e pikës.
Nuk erdha kur të desha.
Nuk erdhe kur të dashuroja marrëzisht.
Mos prit të të zgjoj duke thënë:
Të dua por ti nuk vjen!
 
ΔΕΝ ΗΡΘΕΣ


Δεν ήρθες όταν σε ζητούσα.
Μια ψιλή βροχή έσβησε ότι περίσσεψε απ΄ το πάθος.
Δεν ήρθες όταν σε καλούσα.
Ένα άσπρο περιστέρι μου ΄ πε πως μονάχη δάκρυσες.
Δεν ήρθες όταν σ΄ είχα ανάγκη.
Η καρδιά μου αποτελείωσε τους κτύπους.
Τώρα το κενό γίνεται μαύρη κορνίζα.
Δεν ήρθες όταν έγινα ποίημα.
Δεν μπλέχτηκες στις λέξεις, στους στίχους.
Πήρες τη θέσης της τελείας.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγάπησα.
Δεν ήρθες όταν σ΄ αγαπούσα .
Μη περίμενες να σε ξυπνήσω λέγοντας:
Σ΄ αγαπώ μα συ δεν έρχεσαι!

Σάββατο 18 Μαρτίου 2023

Κάπου στο πιο πέρα / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 

Η αγαπημένη μου φωλιά ήτανε το μπαλκόνι
είναι το μπαλκόνι
Εκεί διάβαζα, εκεί διαβάζω
Όχι απαραίτητα τα βιβλία
Αλλά τα σύννεφα που περνούσαν και περνούν 
Τους αέρηδες που σφύριζαν και τριγυρνούνε τώρα
Και σένα που ήξερα πως θα σε γνωρίσω και σε συνάντησα ξανά Μάρτη θυμούμαι
 
Κάπου σήμερα
Κάπου στο αύριο
Κάπου στο πιο πέρα
 
Όμως αργούσες, αργείς,  συνήθεια.
Και άλλο δεν μπορούσα
Να κρύβομαι μέσα στη φωλιά μου
Κι έβγαινα τα βράδια και φώναζα
και τωρα ακόμα ουρλιάζω. 
 
Πού ΄ναι εκείνες οι γυναίκες που πέθαναν από έρωτα;
Πού ΄ναι εκείνα τα κορίτσια που πατούσαν το σταφύλι 
και γελούσαν σηκώνοντας τις φούστες
Μέσα σε κείνα τα φορέματα και το δικό σου σώμα
Μέσα στο γλυκοστάφυλο που έσταζε στο χώμα 
και η δική σου μυρωδιά της αγάπης
Το στόμα
Και τα χείλη σου
Το βαθύ των ματιών σου
 
Το πρωί πάλι στη φωλιά μου
Πότε κουρνιαχτός και πότε μια σκιά από περιστέρια
Άγριο- χελίδονο, σπουργίτι
Γίνε αετός
Έγινα
Μα και πάλι μόνο τα βράδια σε φώναζα
μόνο στα μεσόνυχτα σε αναζητώ.
 
Κάπου στο αύριο
Κάπου στο πιο πέρα
Στα σύννεφα και στους αέρηδες
Εκεί σε διαβάζω, εκεί σε βρίσκω

Δευτέρα 13 Μαρτίου 2023

ΑΜΑΡΤΙΕΣ ΓΟΝΕΩΝ /ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



Ανεκπλήρωτη η επιθυμία,
να γεννηθώ πρωτόπλαστος του Θεού. 
Πρωτότοκος της μάνας γης.

Καταδικάστηκα εσαεί, 
να βλέπω στο εδώ,  
το φως αιώνες μετά,
κουβαλώντας στις πλάτες
τις αμαρτίες όλων αυτών των γονέων. 

Στο σκονισμένο δισάκι μου
Πάντοτε είχα ένα μήλο δαγκωμένο.

Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2023

Σμύρνη, πόλη μου Αγαπημένη *… του Δημητρίου Γκόγκα

 

 


«Συνωστίζονταν;»
«Συνωστίζονταν» αδελφές μου;
Αμαρτία εκ θεού.
Με το σχολικό βιβλίο να κραδαίνει στο δεξί μου χέρι,
έτρεχα να τους προλάβω τη λάθος ανάγνωση.
Δεν ήμουν εγώ, παρά ένας ασύνορος άνδρας χωρίς πλούτη,
χωρίς τη πόλη μου, όπως όλοι εκείνοι που δεν πίστεψαν στο χαμό της.
Η πίστη φορές λαθεύει!
 
Ήμουν τριών ετών, τώρα υπερήλικας.
Κάποτε – κάποτε το προτιμώ να σβήνω τρία κεριά στη γενέθλια μέρα,
γιατί τότε τελείωσε η ζωή μου.
Πονούσα, σα με κρατούσε η μάνα μου το χέρι.  
 
Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, κόρη του σιωπηλού γιαλού,
που τ΄ όνομά σου σημαίνει θλίψη.
Τι παράξενη φασαρία είναι αυτή;
Οχλαγωγία από την Αγία Φωτεινή που στενάζει, ως τον Μπουρνόβα.
Φωνάζουν αλλόφρονες οι Αρμένιοι, ουρλιάζουνε οι προδομένοι Έλληνες
καθώς ανοίγουνε οι κερκόπορτες στους δρόμους.
Ρακένδυτοι στρατιώτες χάνονται μέσα στο φως τους.
 
Βιαστικοί που είναι οι ανθρώποι, καλή μου μάνα.
Πως τρέχουν ασύντακτοι, τρομαγμένοι.
Οι ώρες βιάζονται και κείνες να τελειώσουν τη μέρα.
Συνθλίβεται το στήθος της από τους κτύπους των γροθιών.
Τρέχουνε μάνα –τρέχουνε- να ξεφύγουν
από τη σκιές των μαύρων σύννεφων που στραγγίζουνε οι Τσέτες
Δες τους, ορμούν με το μίσος και τη καταχνιά στα μάτια τους,
παραμονεύουν στις γωνιές με το χαλάζι στα χέρια,
και το σουγιά στο ζωνάρι.
Τα άλογα ποδοπατούν την αιμόφυρτη ειρήνη,
χλιμιντρίζοντας τη πανούργα ωραιοπαθή Πανδώρα.
 
Πως μικραίνει μάνα έτσι ο ουρανός;
Πως μακραίνουν πατέρα έτσι οι δρόμοι;
Χάνεται ο κόσμος μας, μια θάλασσα αλμυρή μας πνίγει.
Σπαραγμός.
Ο θάνατος ολοένα και πλησιάζει,
με την αιμάτινη ρομφαία να κυματίζει στην προβλήτα.
Να προλάβουμε;
Θα προκάμουμε;
 
Μας κυνηγά ένας καπνός και μια φωτιά στα στήθια.
Πέφτουν βαριές οι σκεπές και χτίζουν μαύρους τους τάφους μας
αναποδογυρίζουν τα όνειρα
και ένας δροσερός αγέρας παράταιρος μέσα στο Σεπτέμβρη τα παρασέρνει
μέσα σε μπόγους μια ζωή,
[χωρά η ζωή σε μπόγους;]
στα ορθάνοιχτα μάτια των παιδιών,
στο κλάμα των ανήμπορων γερόντων.
Σβήνω μαζί με τα κάρβουνα, σβήνω ζωή μαζί σου.
Σπονδή με το κρασί του Φθινοπώρου.
 
Ο αγέρας λιγοστός κυκλοφορούσε ελεύθερος ανάμεσά μας
ώσπου κουράστηκε και αυτός,
έπεσε βαρύς στα τσιμεντένια κεφαλόσκαλα,
βαριανάσαινε, μαζί με τις κοπελιές που πνίγονταν στα δάκρυά τους.
Οι βιαστές γδύνανε τη παρθενιά τους.
 
Και ο δίκαιος χρόνος ας γράψει πως δεν οδεύαμε σε ταξίδι αναψυχής,
δεν είχαμε εισιτήρια α΄ θέσης, παρ εκτός κάτι διαρκείας για τις ψυχές μας.
Κι αυτή η απέραντη γελαστή και μυριστικά ευωδιαστή πόλη μου,
δεν έχει θέση στη καρδιά τους, δεν έχει θέση στην ιστορία των απολίτιστων.
 
Αυτά να πείτε και να γράψετε για τους ανθρώπους.


*Το ποίημά : Σμύρνη πόλη μου αγαπημένη, έλαβε Τιμητική διάκριση στον Η' Ποιητικό Διαγωνισμό της Εταιρείας Γραμμάτων και Τεχνών του Πειραιά και επιλέγει να συμπεριληφθεί σε σχετική έκδοση της Εταιρείας.

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2022

Τρία ποιήματα, ένα το βλέμμα, στη Λογοτεχνική βραδιά της 26ης Αυγ 2022 στην μικρή αποβάθρα της Λάρνακας του Δημητρίου Γκόγκα

 
 

ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
 
Μην με αφήνεις να προσπεράσω τούτο το βλέμμα
που απ΄ τα μάτια σου -πράσινα μάτια- έχει σταλεί.
Πώς να πιστέψω, μην με αφήνεις, πως είναι ψέμα,
αυτό το βλέμμα, φύλλο στον άνεμο, σαν την σιωπή.
 
Κάθε που γέρνω, μ΄ ακολουθεί βαθιά, το νιώθω
σαν περπατώ, κάτω από δένδρα που δεν έχουν κλαδιά.
Σ΄ ένα κορμό τα γράμματά μας, μ΄ άσβεστο πόθο,
που ζωντανεύουν των φυλλωμάτων τη μυρωδιά.
 
Αγαπημένη, πόσο γλυκά το βλέμμα σου ρίχνεις,
μικρό κομμάτι ενός χαμένου στη γη  θησαυρού,
που με το δάκτυλο, εκεί στο στήθος, ζεστά το δείχνεις,
πως το΄ χεις κρύψει μέσα στα σπήλαια του στεναγμού.

**
 
 
ΚΑΠΟΙΑ ΣΤΙΓΜΗ
 
Κάποια στιγμή,
της αγάπης μου ήταν να σβήσει
κείνη η ρωγμή,
που δειλά
σ΄ ένα τοίχο είχα αφήσει.
Mα εσύ μυστικά,
σε χαρτί που ρωτά,
είχες απλά ζωγραφίσει
την ζωή.
 
Ποιητή,
του Σεφέρη μια αρχή
«η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει»*
Λέω:
η ζωή είναι δείλι,
που στον ήλιο μας τάζει,
-κάθε μέρα σαν ωριμάζει -
πως θα έρθει, θα φύγει.
Κι άμα χαράζει
γίνεται φόβος, κυνήγι.
 
 
 
*Στίχος του Γεωργίου Σεφέρη

***
 
 
[ΑΝ ΚΛΕΙΣΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ]
 
Αν κλείσω τα μάτια,
φοβάμαι,
μην έρθει ο θάνατος σιμά.
Κι αν με ρωτήσει που πάμε
θα του πω έτσι απλά
δεν κοιμάμαι!


Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2022

Συμβουλές ενός πατέρα/ Δημήτριος Γκόγκας

 

 

Γέλα παιδί μου,
τίποτα δεν αλλάζει,
ο ήλιος αίμα στάζει,
στο χώμα που πονάς.
 
Φύγε αν θες
και ζήσε σ΄ άλλο κόσμο,
κι ένα κλαδάκι δυόσμο,
στο πέτο να φοράς.
 
Κλάψε παιδί μου,
οι άνθρωποι κουράζουν,
χαμόγελα μοιράζουν
κι είναι περαστικοί.
 
Κοίτα να δεις,
τη μοίρα σου να ορίζεις,
πίσω να μην γυρίζεις,
χωρίς μιαν αφορμή.
 
Ίσως και συ
Στο ‘πα, ίσως και συ
Να βλέπεις στη ζωή σου
Σταυρό και χιαστί.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2022

Η αγκαλιά των Χριστουγέννων / ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΓΚΟΓΚΑΣ

 



Η αγκαλιά των Χριστουγέννων

Χθες, σαν μ έδερνε το κρύο του Χειμώνα.
χώθηκα στο σπιτικό, σε μια ζεστή γωνιά.
Και μάζεψα τριγύρω μου του κόσμου τ αηδόνια,
να κελαηδούν σαν έψαλλα το δόξα – ωσσανά.
 
Ναι, η αγκαλιά μου έγινε μια κιβωτός δακρύων
κι όλα τα βρέφη του Θεού μικροί λευκοί αγγέλοι.
Νιφάδες του χιονιού. Κι είδε το φως το μέγιστο πεδίον.
Σμύρνα, χρυσάφι, λίβανο, γάλα, ψωμί και μέλι.

Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2022

Βοτάνισμα [ 8 πράξεων] / Δημήτριος Γκόγκας




[1]

Ρίζα – ρίζα,
πάνω – κάτω.
Συντεταγμένες .
Να φύγουν τα ζιζάνια.
Τυραννία θαρρείς.
Της έλειπε τελευταία η χειμέρια νάρκη.

[2]

Συνέλεγε λέξεις.
Σανίδια, φυτά,
ποτιστήρι, ξεβοτάνισμα.
Έφτιαχνε ιστορίες,
έχτιζε παλάτια.
Ακτινογραφούσε τον αέρα της
κι εγχείριζε τη λήθη.

[3]

Ανοιγόκλεινε τα μάτια.
Η κούραση και ο ιδρώτας
θόλωνε σποραδικά τα μάτια.
Μάταιες μάχες τη μέρα,
μάταιες και τη νύχτα.
Μελανώματα στο σώμα,
οι χαραμάδες στο όνειρο.

[4]

Έπλαθε το ψωμί με το δικό της τρόπο.
Χωρίς μαγιά, μα τι νόστιμο ήταν.
Κι ύστερα καθόταν με υπομονή,
(της μιλούσε κι αυτής)
να καθαρίσει το κατράμι.
Τα νεύρα των φύλλων που πέφτανε,
οι φλέβες της.
Ποτάμια κόκκινα με επιστροφές.

[5]

Κοίταζε τους νερόλακκους.
Ποτίστρες βατράχων.
Έσκυψε.
Είπε.
Από τότε κοάζει κάθε τόσο!

[6]

Ναύλο – κράτορας, στον ξεροπόταμο.
Κάπου- κάπου τον βάφτιζε και Αχέροντα,
να αισθάνεται κατάστηθα τη μυριστική πόρτα του θανάτου,
μισάνοικτη.
Μα όταν έφτανε μπροστά της,
έχανε τα κλειδιά.

[7]

Τι μέλει γενέσθαι;
Η γενεά ύμνο την ταφή της.
Απουσίαζαν οι συγγενείς.
Θάφτηκε όπως- όπως.
Πρόχειρα.
Κάποιο κόαζαν!
Λησμόνησαν να γρυλλίζουν.

[8]

Λίγο πριν είχε ψελλίσει: Δεν ξέρω τι ποιώ.
Άνοιξε τα κιτάπια.
Η ίδια συγκατάθεσε,
στο γάμο της,
στη σύλληψή της,
στο βάσανο του βοτανίσματος,
στο θάνατο και τη ταφή της.
Ανάσταση δεν έγινε!