Ρίζα – ρίζα,
πάνω – κάτω.
Συντεταγμένες .
Να φύγουν τα ζιζάνια.
Τυραννία θαρρείς.
Της έλειπε τελευταία η χειμέρια νάρκη.
[2]
Συνέλεγε λέξεις.
Σανίδια, φυτά,
ποτιστήρι, ξεβοτάνισμα.
Έφτιαχνε ιστορίες,
έχτιζε παλάτια.
Ακτινογραφούσε τον αέρα της
κι εγχείριζε τη λήθη.
[3]
Ανοιγόκλεινε τα μάτια.
Η κούραση και ο ιδρώτας
θόλωνε σποραδικά τα μάτια.
Μάταιες μάχες τη μέρα,
μάταιες και τη νύχτα.
Μελανώματα στο σώμα,
οι χαραμάδες στο όνειρο.
[4]
Έπλαθε το ψωμί με το δικό της τρόπο.
Χωρίς μαγιά, μα τι νόστιμο ήταν.
Κι ύστερα καθόταν με υπομονή,
(της μιλούσε κι αυτής)
να καθαρίσει το κατράμι.
Τα νεύρα των φύλλων που πέφτανε,
οι φλέβες της.
Ποτάμια κόκκινα με επιστροφές.
[5]
Κοίταζε τους νερόλακκους.
Ποτίστρες βατράχων.
Έσκυψε.
Είπε.
Από τότε κοάζει κάθε τόσο!
[6]
Ναύλο – κράτορας, στον ξεροπόταμο.
Κάπου- κάπου τον βάφτιζε και Αχέροντα,
να αισθάνεται κατάστηθα τη μυριστική πόρτα του θανάτου,
μισάνοικτη.
Μα όταν έφτανε μπροστά της,
έχανε τα κλειδιά.
[7]
Τι μέλει γενέσθαι;
Η γενεά ύμνο την ταφή της.
Απουσίαζαν οι συγγενείς.
Θάφτηκε όπως- όπως.
Πρόχειρα.
Κάποιο κόαζαν!
Λησμόνησαν να γρυλλίζουν.
[8]
Λίγο πριν είχε ψελλίσει: Δεν ξέρω τι ποιώ.
Άνοιξε τα κιτάπια.
Η ίδια συγκατάθεσε,
στο γάμο της,
στη σύλληψή της,
στο βάσανο του βοτανίσματος,
στο θάνατο και τη ταφή της.
Ανάσταση δεν έγινε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου