Πέμπτη 7 Ιουλίου 2016

Κρυφτό

Ήταν απόγευμα , μου χτύπαγες την πόρτα
έσφιγγες μες στα χέρια ουρανό
πίσω απ΄ τα μάτια σου, κρυφτήκαν δυό ραπόρτα
για της Πατρίδας τον μηχανισμό.

Σε κυνηγούσανε, από νωρίς οι τύψεις
και χτύπησες το χέρι καταγής
μες στης πλατείας τα σοκάκια, οι ενδείξεις
και οι δυνάμεις μας, ανασταλτικές.

Μ΄ αγκάλιασες ,και έκλαψες θυμάμαι
και έπλυνες το δάκρυ με νερό
μου ψέλλισες , δεν ξέρω που θα πάμε
και σου έπνιξα το αναφιλητό.

Τα βράδια τώρα γίνεσαι σκοτάδι
τη μέρα ο ήλιος είναι κατηφής
το φίδι που δωσε το χέρι για τον Άδη
ήταν η φλόγα μιας άλλης εποχής

Χτύπησες το ταμπούρλο στον αιώνα
στην Αλαμάνα έγινες φτερό
στο Ζάλλογο πετούσες σαν αηδόνα
και το σαράντα έπαιζες κρυφτό.

Σήμερα πίνεις τον καφέ σου και λυπάσαι
ρωτάς τι έγινε, κρυφά χαμογελάς
την ευκαιρία της Πατρίδας τώρα πιάσε

κρεμάσου απ΄ την σημαία που κρατάς

Κυριακή 3 Ιουλίου 2016

ΟΡΑΣΗ

Μετάφραση στα Γαλλικά από την κα Παναγιώτα Τσορού

Μέσα στην ερημική πόλη που ζούσε
 
στο καψαλισμένο μυαλό του φύτρωναν πυκνόφυλλα δένδρα
 
δάφνες τα έλεγαν έγραφε στους τοίχους.
 
Μασώντας τα φύλλα τους,
 
ένιωθε την πίκρα της ερήμου σαν την πίκρα της μοναξιάς
 
κέρναγε τον εαυτό του πάνω στο ασημοκέντητο τσεβρέ,
 
ένα πιατάκι γλυκό κι ένα φεγγάρι στο μπράτσο ραμμένο σταυροβελονιά
να μην αιμορραγεί -που καιρός για έξοδα στα νοσοκομεία-
Πέρσι το καλοκαίρι – και φέτος το ίδιο συνέβη-
 
απέναντι στην άλλη φάση της πανσελήνου
με τους δαιμονισμένους γέλωτες
 
μακρύ χέρι ενός ιδιώτη νόμου
 
έπεφτε βαρύ και έσβηνε με γομολάστιχα τη μορφή της Άνοιξης.
 
Τα φεγγάρια του Καλοκαιριού του άρεσαν πιο πολύ.
 
Του άρεσαν περισσότερο τα χρώματα
 
Του άρεσαν περισσότερα τα σχήματα
Μέσα στους χρόνους τα σχήματα των εποχών
 
Και κείνος μια γραμμή μαύρη στο σχήμα του φόβου
Καθώς η σκιά της συκιάς λάκτιζε από τον τοίχο
 
Η μορφή της –γυναίκα από πικραμύγδαλο-
έλιωνε στο πυρόξανθο της φωτιάς και του μίσους.
 
Βέβαια αυτός έκλεινε επιμελώς τα μάτια
Η όρασή του ουδεμία σχέση είχε με το έγκλημα.
 
Φόρεσε τα γυαλιά του για ν΄ αποκτήσει άλλοθι.
 
.

VUE

Dans la ville déserte où il vivait 
dans son cerveau flambé poussaient des arbres en feuillage touffu 
des lauriers on les appelait, c'était écrit sur les murs. 
En mâchant ses feuilles, 
il sentait l'amertume du désert comme l'amertume de la solitude 
il offrait son être sur son mouchoir de tête argenté 
un petit plat de gâteau et une lune cousue 
au point de croix sur son bras 
qui ne saigne pas - il n'y avait pas de temps
pour des dépenses d'hôpitaux  - 

L'été passé - et cette année c'est arrivé le même - 
face à l'autre phase de la pleine lune 
avec les rires possédés 
la main étendue d'un loi  particulier
tombait lourde et effaçait avec une gomme la forme du printemps. 

Les lunes d'été lui plaisaient le plus 
les couleurs lui plaisaient le plus 
les formes lui plaisaient le plus 
dans les années, les formes des saisons
Et lui une ligne noire comme une figure de la peur 
au moment que  l'ombre du figuier 
donnait un coup de pied du  mur. 
La forme de la femme - femme d'amande amère - 
fondue au blond enflammé du feu et de la haine.

Bien sûr, il fermait les yeux soigneusement 
Sa vue n'avait rien à faire avec le crime 
il a porté ses lunettes pour avoir d'alibi. 

Traduction:  ΠαναγιώταΤσορού 



2 Χαικού

Το μεσημέρι, 
ο ήλιος στα χείλη σου
αναπαύεται! 

Στο ζεστό βράδυ
λαμπρή πυγολαμπίδα 
αναβοσβήνει! 

Τετάρτη 29 Ιουνίου 2016

Απογοήτευση κι ελπίδα

Πέντε Χαϊκού με αρχή το ΔΕΝ, Αγάπη μου…., Τρία τραύματα

Θα ήθελα να ευχαριστήσω τη συντακτική ομάδα του Ιστοτόπου: http://filomatheia.blogspot.com.cy/2016/03/21_61.html  (ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΟΜΑΔΑ ΓΟΡΓΟΓΥΡΙΟΥ) που επέλεξε και ανάρτησε τρία ποιήματά μου στις σελίδες τους. Αποτελεί τιμή για εμένα. 

Δημήτριος Γκόγκας

Τρεις ημέρες στον Παράδεισο της Σκέψης σου


Της Στρατούλας

Ημέρα πρώτη με τα μάτια κλειστά κι ένα αόρατο βλέμμα αφήνω να χαθεί πάνω από τους παιδικούς λόφους γεμάτους από ανεμώνες και άσπρακρινάκια, ακολουθώντας τα βήματά μου ανάμεσα στα πουρνάρια που πλήγωναν ταασθενικά άκρα. Παρακολουθώ το μικρό μυρμήγκι και το πατώ για να κατανοήσω τη δύναμη μου κι αφήνω την αγάπη μου εκεί σιμά, δίπλα από το νερόλακκο. Εξάλλου οι αγάπες πρώτα μαθαίνουνε να κολυμπούν σε νερόλακκους με το φόβο της βδέλλας και την αποστράγγιση της καρδιάς κι ύστερα παρέα με τα δελφίνια και τις αχιβάδες του πελάγους.

Ημέρα δεύτερη κι ένα στεναγμός βαθειά μέσα στα στήθη μου σκάει. Το πρώτο αηδόνι της μέρας γλυκά που κελαηδάει καλή μου για τον κεραυνό που καίει κατάσαρκα μέσα στον πόθο. Χειμώνας είναι, μια ώρα παγωμένης εποχής στην Άνοιξη και το δάκρυ σου λιώνει τις νιφάδες στο πρόσωπό σου. Ψάχνω το δενδρολίβανο και στην αγκαλιά σου το άρωμα της Πασχαλιάς.

Ημέρα τρίτη κι ένα κρύο νερό κυλά στα καμπυλωτά χείλη σου. Διάφανο ως είναι στο ζητώ, εκλιπαρώ, να ξεδιψάσω. Κάνω να πιάσω τα σύννεφα και πέφτω κοιτώντας  τον αγέρα να γλιστρά από τις μεμβράνες ων δακτύλων. Καλή μου σαν βρεθώ στ΄ ακρογιάλι, να είσαι σίγουρη σαν την μοίρα,  πως θα ΄ρθει η θάλασσα γλυφή κι αδέσποτη, μέσα μου να κυλήσει.
Πίστεψέ με έχω το δενδρολίβανο και πλέκω στην αγκαλιά σου τα στέφανα. Μετά καμιά θνητή ώρα δεν θα μας ορίζει,  παρά εμείς.  Θα είμαστε οι ώρες, οι μέρες, οι χρόνοι.