Της Στρατούλας
Ημέρα πρώτη με τα μάτια κλειστά κι ένα αόρατο βλέμμα αφήνω
να χαθεί πάνω από τους παιδικούς λόφους γεμάτους από ανεμώνες και άσπρακρινάκια, ακολουθώντας τα βήματά μου ανάμεσα στα πουρνάρια που πλήγωναν ταασθενικά άκρα. Παρακολουθώ το μικρό μυρμήγκι και το πατώ για να κατανοήσω τη δύναμη μου κι αφήνω την αγάπη μου εκεί σιμά, δίπλα από το νερόλακκο. Εξάλλου οι
αγάπες πρώτα μαθαίνουνε να κολυμπούν σε νερόλακκους με το φόβο της βδέλλας και την αποστράγγιση της καρδιάς κι ύστερα παρέα με τα δελφίνια και τις αχιβάδες
του πελάγους.
Ημέρα δεύτερη κι ένα στεναγμός βαθειά μέσα στα στήθη μου
σκάει. Το πρώτο αηδόνι της μέρας γλυκά που κελαηδάει καλή μου για τον κεραυνό που καίει κατάσαρκα μέσα στον πόθο. Χειμώνας είναι, μια ώρα παγωμένης εποχής στην Άνοιξη και το δάκρυ σου λιώνει τις νιφάδες στο πρόσωπό σου. Ψάχνω το δενδρολίβανο και στην αγκαλιά σου το άρωμα της Πασχαλιάς.
Ημέρα τρίτη κι ένα κρύο νερό κυλά στα καμπυλωτά χείλη σου.
Διάφανο ως είναι στο ζητώ, εκλιπαρώ, να ξεδιψάσω. Κάνω να πιάσω τα σύννεφα και πέφτω κοιτώντας τον αγέρα να γλιστρά από
τις μεμβράνες ων δακτύλων. Καλή μου σαν βρεθώ στ΄ ακρογιάλι, να είσαι σίγουρη σαν την μοίρα, πως θα ΄ρθει η θάλασσα
γλυφή κι αδέσποτη, μέσα μου να κυλήσει.
Πίστεψέ με έχω το δενδρολίβανο και πλέκω στην αγκαλιά σου
τα στέφανα. Μετά καμιά θνητή ώρα δεν θα μας ορίζει, παρά εμείς. Θα είμαστε οι ώρες, οι μέρες, οι χρόνοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου