Ήταν
απόγευμα , μου χτύπαγες την πόρτα
έσφιγγες
μες στα χέρια ουρανό
πίσω
απ΄ τα μάτια σου, κρυφτήκαν δυό ραπόρτα
για
της Πατρίδας τον μηχανισμό.
Σε
κυνηγούσανε, από νωρίς οι τύψεις
και
χτύπησες το χέρι καταγής
μες
στης πλατείας τα σοκάκια, οι ενδείξεις
και
οι δυνάμεις μας, ανασταλτικές.
Μ΄
αγκάλιασες ,και έκλαψες θυμάμαι
και
έπλυνες το δάκρυ με νερό
μου
ψέλλισες , δεν ξέρω που θα πάμε
και
σου έπνιξα το αναφιλητό.
Τα
βράδια τώρα γίνεσαι σκοτάδι
τη
μέρα ο ήλιος είναι κατηφής
το
φίδι που δωσε το χέρι για τον Άδη
ήταν
η φλόγα μιας άλλης εποχής
Χτύπησες
το ταμπούρλο στον αιώνα
στην
Αλαμάνα έγινες φτερό
στο
Ζάλλογο πετούσες σαν αηδόνα
και
το σαράντα έπαιζες κρυφτό.
Σήμερα
πίνεις τον καφέ σου και λυπάσαι
ρωτάς
τι έγινε, κρυφά χαμογελάς
την
ευκαιρία της Πατρίδας τώρα πιάσε
κρεμάσου
απ΄ την σημαία που κρατάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου