Πέμπτη 19 Μαΐου 2016

Κάτω, στην Πατρίδα που σίγησε…





Χθες η Πατρίδα σίγησε
Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά
Παντρεύει όπως-  όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.

Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.

Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδια τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας. 

Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.

Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας

Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες


Εκεί, όπου  ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο. 


 Βραβευμένο ποίημα στον  6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού  του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ) 

(β΄βραβείο στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... )

Ο Γιάννης ο μπεκρής


Ο Γιάννης ο μπεκρής
παιχνίδι μιας μαμής
κι ενός καραβοκύρη, 
δεν είχε στη ζωή
μια τρύπα να κρυφτεί
και πέτρα για να γύρει. 


Λιωμένος στο ποτό
μέσα στο τσακωμό
τον σκέπαζε η νύχτα.
Φίλος του βασιλιά,
της ντάμας, του παπά,
με μία χαρτορίχτρα.

Παντρεύτηκε το δυο
Χιλιάδες και οκτώ,
κάπου στη Σαλονίκη.
Πήρε μια παστρικιά
δεν έκανε παιδιά
και του στησαν μια δίκη.

Για να ΄χει μια σοδειά,
τα σκέλια ανοικτά
τσιμπούσαν την ψυχή της.
Κι εκείνη η χολή
έσταζε σαν κερί
κι έκαψε τη μορφή της.

Μ΄ αυτός χωρίς μηλιά
Βουτούσε στα βαθειά
στου ποτηριού τον πάτο.
Κι εκεί στη σιγαλιά
μετρούσε η καρδιά
να πάει παρακάτω.

Έπλεξε μια θηλειά
σ΄ ενός γκρεμού μεριά
κι άφησε το κορμί του.
Του Γιάννη του Μπεκρή
σε τούτη τη στροφή
διαγράφω τη ζωή του.

Αλήθειες



Έχω ένα πρόσωπο βαμμένο κόκκινο,
Πορφύρα απ΄του ήλιου τα καθημερινά μερεμέτια
Δεν είναι σαν το αίμα που ντύθηκες 
Το μυρίζεις και λες : οι αλήθειες σου είναι το ψέμα που απεύχομαι
Μα ΄γω επιμένω προσκυνητής
οι αλήθειες ζούνε με ψέματα
μας ραίνουν με χώματα
Ψέματα αγάπης

Προς τον πατέρα….


Πατέρα,
αγαπημένε πατέρα που έζησα, μαζί σου το λίγο.
Κάτω από ποιο δένδρο αναπαύεται το ασθενικό σου σώμα;
Τόσα χρόνια θα πρέπει να έχουν μουλιάσει οι μέρες σου.
Οι μέρες μου πατέρα.
Γνωρίζω πως βρέχει συχνά στα μέρη μας.
Τα μέρη μας…. χμ
Να ξέρεις έχω στεγνώσει από μνήμες.
Από Πατρίδα έχω στερέψει.
Κι αυτό που κρατά
ίσιο σαν κυπαρίσσι, ακόμα, τη ζωή μου
είναι πατέρα,
η πεθυμιά της λάμψης ενός κεριού στο μνήμα σου.
Κι ένα δάκρυ στα μάτια
Κι ένα δάκρυ, ν΄ αγκαλιάσει εικόνες, έναν ουρανό, εσένα.
Πατέρα…
Σκουπίζω τα μάγουλα της Άνοιξης
Τα μάγουλα της μάνας, της αδελφής
Να , βρεγμένο το σιδερωμένο μαντήλι στο πέτο σου.
Μεγαλώνω να ξέρεις κι όσο προχωρώ
Τα ίχνη μου σβήνουν,
σβήνει το πρόσωπο στον καθρέφτη που κοιτώ.
Σβήνει το κάρβουνο στη θράκα.
Σβήνει η λάμψη στο κερί.
Χάνομαι….

Η γραφή μας



Συχνά αναρωτιέμαι κοιτάζοντας μια άδεια τρύπα ανάμεσα στα σύννεφα,
που να βρίσκονται οι συνάνθρωποι μου.
Σε ποιο πολιτισμό διδάσκουνε τον πόλεμο και τις σφαγές των αμάχων;

Κείνο το χυλωμένο δάκρυ απ΄ το βαθύ του ματιού σβήνει τη θράκα
και ο καπνός ινδιάνικο φιρμάνι.
Αλί, αλί οι πρόσφυγες καταφτάνουν.
Πιάσανε ήδη τα δώματα, γυρεύουνε το φως μας.

Εμπρός σφαλίστε τα στόματα και τα λιμάνια μας.
Εκεί, στα τσιμέντα και τ΄ αμμοχάλικο [καλύπτουν τα ίχνη μας]
μην αφήσετε να μπει η φρίκη.
Μπουρδέλα και πούστικα φτηνομάγαζα αραδιάστε.
Και η γραφή του κόσμου, η γραφή μας.

Δεν ξέρω αν πεθαίνω εγώ, μα εσύ συνάνθρωπε πεθαίνεις
και πώς να σε κλάψω.
Κι αν μείνω μόνος,
ποιος θα με θάψει
ποιος θα κλάψει πάνω στο τάφο μου;
Η μάννα μου πρόσφυγας.
Ο αδελφός μου πρόσφυγας.
Στη χώρα μου πρόσφυγας.

Σβήνει για δες η θράκα, σιωπά η καρδιά, σταματά ο χρόνος
και η γραφή του κόσμου, φτηνή γραφή δική μας. 

[Έχει πολύν καιρό που έφυγες]

Για ένα άνθρωπο που άξιζε την αγάπη μας
του Δημητρίου Γκόγκα

Έχει πολύν καιρό που έφυγες
Κι αν ρωτάς μου λείπεις;
Οι πατεράδες καλοί; Κακοί; πάντα λείπουνε και πάντα εδώ είναι.
Δεν χρειάζεται να σου αποδείξω τίποτα καινούργιο
Και πως στην απουσία σου
τρώω ακόμα τις πατάτες με συνοδεία ψωμιού
Θυμάμαι να πίνουμε καφέ. «Ελληνικό» καφέ παρήγγειλες.
Και συ εύρισκες την ευκαιρία
Και μου μιλούσες για μια αγάπη φυλακή που δεν άντεχες
«Η δική μας αγάπη» σου είπα «φυλακή;»
Και μου απάντησες «η ξένη αγάπη μια φυλακή παράδεισος»
Δεν ήμουν στην αναχώρησή σου
Ήμουν στο ταξίδι που ετοίμαζες
Οι βαλίτσες εκεί
Το χαμόγελο που σκοτώθηκε στα στεγνά χείλη σου
Και μια προσπάθεια να γαντζωθείς από τα χέρια μου
Μ΄ αγαπούσες το ένιωθα
Σ΄ αγαπούσα το νιώθεις;
Στον παράδεισό σου το νιώθεις;
Μια γυναίκα να με ρωτά εάν το μπαστούνι της θ΄ αντέξει
Ένιωθε βαριά, βαριά ήταν και η ατμόσφαιρα
Και τώρα, πως κατάντησε κι ο χρόνος έτσι;
Μια φωτογραφία ασπρόμαυρη
Ένα εικονοστάσι
Κεριά νεκρών και κεριά ζωντανών
Μπροστά από τα την αγωνία μου.
Θα σε ξανά βρω στους παραδείσους
Ή τους κρατάς δεμένους στους σταυρούς της φυλακής σου
Με τους ληστές και τους θεομπαίχτες
Πως μοίρασαν θαυμάζεις τα ιμάτια.
Με τόση τάξη, με τόση τάξη.
Έφυγες και πήρανε όλοι τον δρόμο τους.