Χθες η Πατρίδα σίγησε
Όπως το όπλο αχνίζει πάνω στο νεκρό σώμα του αδελφού.
Σήμερα η Πατρίδα σιωπά
Παντρεύει όπως- όπως τον ήλιο του μεσημεριού με τη σιωπή της νύχτας.
Πλάθει τον κόσμο γύρω της
Κι ο κόσμος αυτός αύριο θα είναι πιότερο θλιμμένος.
Δεν πέρασε ούτε μισός αιώνας
Κι η μάνα ακόμα είναι εκεί με το ποτήρι στο πάγκο της Κουζίνας,
Το πιάτο στο τραπέζι
Και τις σπαρακτικές φωνές που στέγνωναν στα σύρματα της αυλής.
Έξω από τον σώμα της Ειρήνης, μέσα στην ανάσταση του πολέμου.
Κοντεύει πια μισός ο αιώνας
Με τις καμινάδες στον τόπο μου
Την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά, τη Λάπυθο
Να αναδύουν τις μυρωδιές της λεμονιάς και της έρμης Πορτοκαλιάς.
Τ΄ ατσάλινα πόδια τους
Δεν μπόρεσαν να κόψουν οι επιδέξιοι ξυλοκόποι της ιστορίας.
Χρόνια τώρα
Τα πρόσωπα τους αγκυλωμένα στους παγωμένους μήνες
Κι είναι μια δόλια σκλαβιά μέσα στη σκλαβιά όλου του κόσμου.
Μάνες δεν είστε έτοιμες;
Πάρτε τα γαρύφαλλα από τους τάφους των παιδιών σας
Στολίστε τα τύμπανα και τις χάλκινες καμπάνες
Να γίνει ο γάμος που ονειρεύεστε στα ξωκλήσια της Πατρίδας
Εκεί στις ασημοκέντητες στεριές που ασπάζονται τη θάλασσα
Εκεί που πετροκάραβα σηκώνουνε γαλανόλευκες σημαίες
Εκεί, όπου ένα μικρό χρυσοπράσινο φύλλο πλέει ελεύθερο.
Βραβευμένο ποίημα στον 6ο Παγκόσμιου Λογοτεχνικού Διαγωνισμού εις μνήμην Βίκυς Ζαχαρίου – Δημήτρη Μανιού του Ελληνικού Πολιτιστικού Ομίλου Κυπρίων (ΕΠΟΚ)
(β΄βραβείο στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... )
(β΄βραβείο στην ενότητα με Θέμα: Κάτω στην Κύπρο, την Κερύνεια, την Αμμόχωστο, τη Μόρφου, τον Καραβά-Λάπηθο... )