Για ένα άνθρωπο που άξιζε την αγάπη μας
του Δημητρίου Γκόγκα
Έχει πολύν καιρό που έφυγες
Κι αν ρωτάς μου λείπεις;
Οι πατεράδες καλοί; Κακοί; πάντα λείπουνε και πάντα εδώ είναι.
Δεν χρειάζεται να σου αποδείξω τίποτα καινούργιο
Και πως στην απουσία σου
τρώω ακόμα τις πατάτες με συνοδεία ψωμιού
Θυμάμαι να πίνουμε καφέ. «Ελληνικό» καφέ παρήγγειλες.
Και συ εύρισκες την ευκαιρία
Και μου μιλούσες για μια αγάπη φυλακή που δεν άντεχες
«Η δική μας αγάπη» σου είπα «φυλακή;»
Και μου απάντησες «η ξένη αγάπη μια φυλακή παράδεισος»
Δεν ήμουν στην αναχώρησή σου
Ήμουν στο ταξίδι που ετοίμαζες
Οι βαλίτσες εκεί
Το χαμόγελο που σκοτώθηκε στα στεγνά χείλη σου
Και μια προσπάθεια να γαντζωθείς από τα χέρια μου
Μ΄ αγαπούσες το ένιωθα
Σ΄ αγαπούσα το νιώθεις;
Στον παράδεισό σου το νιώθεις;
Μια γυναίκα να με ρωτά εάν το μπαστούνι της θ΄ αντέξει
Ένιωθε βαριά, βαριά ήταν και η ατμόσφαιρα
Και τώρα, πως κατάντησε κι ο χρόνος έτσι;
Μια φωτογραφία ασπρόμαυρη
Ένα εικονοστάσι
Κεριά νεκρών και κεριά ζωντανών
Μπροστά από τα την αγωνία μου.
Θα σε ξανά βρω στους παραδείσους
Ή τους κρατάς δεμένους στους σταυρούς της φυλακής σου
Με τους ληστές και τους θεομπαίχτες
Πως μοίρασαν θαυμάζεις τα ιμάτια.
Με τόση τάξη, με τόση τάξη.
Έφυγες και πήρανε όλοι τον δρόμο τους.
Κι αν ρωτάς μου λείπεις;
Οι πατεράδες καλοί; Κακοί; πάντα λείπουνε και πάντα εδώ είναι.
Δεν χρειάζεται να σου αποδείξω τίποτα καινούργιο
Και πως στην απουσία σου
τρώω ακόμα τις πατάτες με συνοδεία ψωμιού
Θυμάμαι να πίνουμε καφέ. «Ελληνικό» καφέ παρήγγειλες.
Και συ εύρισκες την ευκαιρία
Και μου μιλούσες για μια αγάπη φυλακή που δεν άντεχες
«Η δική μας αγάπη» σου είπα «φυλακή;»
Και μου απάντησες «η ξένη αγάπη μια φυλακή παράδεισος»
Δεν ήμουν στην αναχώρησή σου
Ήμουν στο ταξίδι που ετοίμαζες
Οι βαλίτσες εκεί
Το χαμόγελο που σκοτώθηκε στα στεγνά χείλη σου
Και μια προσπάθεια να γαντζωθείς από τα χέρια μου
Μ΄ αγαπούσες το ένιωθα
Σ΄ αγαπούσα το νιώθεις;
Στον παράδεισό σου το νιώθεις;
Μια γυναίκα να με ρωτά εάν το μπαστούνι της θ΄ αντέξει
Ένιωθε βαριά, βαριά ήταν και η ατμόσφαιρα
Και τώρα, πως κατάντησε κι ο χρόνος έτσι;
Μια φωτογραφία ασπρόμαυρη
Ένα εικονοστάσι
Κεριά νεκρών και κεριά ζωντανών
Μπροστά από τα την αγωνία μου.
Θα σε ξανά βρω στους παραδείσους
Ή τους κρατάς δεμένους στους σταυρούς της φυλακής σου
Με τους ληστές και τους θεομπαίχτες
Πως μοίρασαν θαυμάζεις τα ιμάτια.
Με τόση τάξη, με τόση τάξη.
Έφυγες και πήρανε όλοι τον δρόμο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου