Σάββατο 2 Οκτωβρίου 2021

Β. Ένα τετράδιο για το Στρυμονικό: Ποιητική Συλλογή του Δημητρίου Γκόγκα που εκδόθηκε το έτος 2018 (ISBN 978-9925-7392-4-0) /(e-book) (β΄μέρος)

 


Β΄ ΜΕΡΟΣ

 

ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ

 
ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ*
 
 
Για μια  Πατρίδα, τον αέρα αγκαλιάζω
στον ουρανό της τραγουδάνε τα πουλιά.
Μέσα στον πόνο της καρδιάς,  αργά  βουλιάζω
για να ξανά βρω στην αυλή μου μια γωνιά.
 
Να κλείσω μέσα, ότι αγαπούσα.
Κι ότι αγάπησα πολύ,  ψηλά να τα κρατούσα.
Κι ο λογισμός μου απ΄τα ξένα
Αχ να ξεβράσει της ζωής,
τα ξεχασμένα.
 
Για μια πατρίδα, το ψωμί λιώνει στο στόμα.
Αγέρας, γη και νερό γίνονται σώμα.
Φύλλο που τρέμει στις βολές ενός ανέμου.
Σφαίρα χαμένη σε μια μάχη ενός πολέμου.
 
Μες στη ζωή μου, ότι αγαπούσα
για ότι νοστάλγησα  ξανά και πάλι να  διψούσα.
Κι απ΄ τις πληγές μου πάντα θα βγαίνει
Ένα παράπονο πικρό,
από ψυχή κλεμμένη. 
 
Τώρα στον κάμπο, ένα λούλουδο ανθίζει.
Πετώ το όπλο και την χλαίνη καταγής.
Αυτή η λάβρα που με καίει ξαναρχίζει,
να κάνει στάχτη τα συντρίμμια της οργής.
 
Για μια πατρίδα, η σάρκα λιώνει
κι η Άνοιξη που ένιωσα στα στήθη μου παγώνει.
Θα γίνω αέρας, νερό και χώμα.
Και μια πατρίδα μέσα μου…
Θα χτίσω ακόμα!
 
*Τραγούδι που γράφτηκε,
διαβάζοντας δύο ποιήματα
από την Ποιητική Συλλογή
«Πατρίδες» του Κ. Παλαμά
 

*
ΧΕΙΜΩΝΑ ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ
 
Ρωτώ σιγά ποιον δρόμο θα διαλέξεις
κι εσύ κοιτάς ψηλά τον ουρανό.
Γυμνά τα πόδια σου και πως τρέξεις,
κρεμιέται τ΄ όνειρο σ΄ ένα γκρεμό.
 
Στης γης σ΄ ένα δωμάτιο, πεθαίνεις.
Ο ήλιος πώς να φτάσει να σε δει.
Τη μέρα δεν μιλάς κι όλο σωπαίνεις,
τη νύχτα φεγγαράκι σε κλουβί.
 
Ρωτώ ξανά: μπορώ να περιμένω;
Και βάζω στο ποτήρι μου νερό.
Στους ουρανούς σε έχουν πεθαμένο.
Μια μάνα κελαηδάει σ΄ αγαπώ.
 
Φοβάσαι μα ελπίζω να πετάξεις,
γεμίζω τα ποιήματα μ΄ ευχές.
Ελπίζω το Φθινόπωρο ν΄ αλλάξεις,
Χειμώνα να βρεθούμε στις γιορτές.
 
 *
 
Ο ΔΩΣΙΛΟΓΟΣ
 
Έπεφτε απρόσιτη  η νυχτιά.
-το θαμπόγυαλο κατάχαμα σπασμένο-
Έξω απ΄ την εξώπορτα αναμμένο
το  τσιγάρο του δωσιλογά.
 
Σκούντηξα την πόρτα και κλειστό
το παράθυρο για ν΄ ασφαλίσει
το φεγγάρι σκύβει να φιλήσει
το πλατύσκαλο που περπατώ.
 
Μου  πες με φωνή σπαρακτική
μην ακούσει ο ξένος που περνάει
η σκιά στον τοίχο όμως κολλάει
στην ξεροσταλιά σου θα πνιγεί.
 
Φύγε, σου αξίζει να σωθείς
το περβόλι πρέπει να περάσεις
κύμα είναι μα όχι όμως θαλάσσης
που απ΄ όμως δροσιές του θα βραχείς.
 
 *
 
 
Η ΦΟΝΙΣΣΑ
 
Έβγαλα ένα αχ και μία φόνισσα
πρόβαλλε. Mια ζοφερή γερόντισσα.
«Δεν έφταιγε που έκανε το τάμα της!»
που κάπνιζε την νύχτα η καμινάδα της.
 
Ονόματα στο κίτρινο τεφτέρι της,
της τ΄ άρπαξα με μιας από το χέρι της,
της είπα: πως τελειώνει το κερί της
αγέλαστη φροντίζει την φυγή της.
 
Τσεμπέρι μαύρο, άφησε στην πλάτη της,
πάτησε το αχ στο σκαλοπάτι της,
παράδεισους την είδα να σκουπίζει,
ανέμους με μια σκούπα να σκορπίζει!
 
Προσπάθησε να φύγει για τον Άδη,
κατηφορίζοντας  σ΄ ένα πηγάδι,
εκεί που πίστευε πως οι Αγγέλοι,
με ζάχαρη ζούνε και άγριο μέλι!
 
Και μια Αυγούλα, μια κακή γειτόνισσα,
της είπε με οργή πως: «είσαι φόνισσα»
Τα βήματα την πήγανε στην θάλασσα,
εκεί που τις φτερούγες της τις άπλωσα.
 
Τις πήρα υγρές, στεγνώσαν και σου χάρισα
αυτό το αχ, που πάτησε μια μάγισσα.
Στα σύννεφα  σαν άγγελοι ανθίσανε
και μυρωδιές στον κόσμο μας σκορπίσανε.

*
 
Ο ΤΟΙΧΟΣ ΟΜΩΣ ΑΥΛΗΣ ΜΟΥ
 
Την αυλή του σπιτιού μου την κλείνει ένας τοίχος
που έχτισε πριν χρόνια ο καλός μας πατέρας.
Σαν αγκύλη που μέσα πλανιόταν ο στίχος.
Σαν τα στήθη που κλείνουν την καρδιά της μητέρας.
 
Στην αρχή δεν φαινόταν πως θα ψήλωνε άλλο.
Μα ο πατέρας το είχε και καημό και τιμή.
Κι έτσι λίγο νερό, λίγο χώμα, και τον κάνει μεγάλο
αγαπούσε να βλέπει πιο κλειστή την αυλή.
 
Οι γειτόνοι κοιτάζαν με πελώρια μάτια.
Δε ρωτούσαν. Δέος τους κρατούσε μακριά.
 Ίσως θέλαν μια μέρα να τον δούνε κομμάτια
μα τα χέρια απ΄ τον φόβο είχαν πιάσει σκουριά.
 
Η αυλή και ο τοίχος του καλού μας πατέρα
κεντημένοι με τάξη, με κλωστή με βελόνα.
Κάπου – κάπου στην πόρτα μια γλυκιά καλημέρα
και το βράδυ το φως που ΄ριχνε η κολόνα.
 
Τι κι αν ήρθαν δασκάλοι που κρατούν τα πρωτεία.
Τι κι αν ήρθαν του κόσμου, με την σμύρνα, οι σοφοί.
Τι κι αν ήρθαν οι άλλοι που αντλούν εξουσία.
Ο πατέρας γελούσε: είν΄ δική μου η αυλή.
 
ΚΙ έτσι ο τοίχος κρατούσε. Και περίεργο ήταν,
ο καλός μας πατέρας μια αυλή διοικούσε.
Ειν΄ δικός μου ο κόσμος έχω γη κι ουρανό
δεν μπορεί να τα πάρει της ζωής το θεριό.
 
 
 *
ΘΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ
 
Θα βρεθούμε στην γη που μας γέννησε.
Ωχ αδέλφια η ώρα μας φτάνει.
Κάποιον χρόνο το μάτι ατένιζε
μια γροθιά υψωμένη, στεφάνι.
 
Θα βρεθούμε στις γούβες που πίναμε,
το καθάριο νερό που κυλούσε,
με τις χούφτες εμείς σας  το δίναμε,
με ψιθύρους σε μας τραγουδούσε.
 
Στις αυλές θα βρεθούμε που ζήσαμε,
στα σοκάκια που οι μνήμες χορεύουν,
στους χωμάτινους πύργους που στήσαμε
και οι θρόνοι, αδειανοί μας γυρεύουν.
 
 *
 
ΕΙΚΟΝΑ ΕΤΟΥΣ 1975
 
Στο Δημοτικό σχολείο του Στρυμονικού
είχαν ταχθεί άρματα. Άσκηση.
Προστασία χώρου συγκέντρωσης αιχμαλώτων.
Η εποχή, χτυπούσε όμως παλμούς όμως χούντας.
 
 
Στο προαύλιο είχαν τα τανκς παραταχθεί
δυο τρεις φαντάροι ζαλισμένοι με τα κράνη
στο παραμάσχαλα, βάραγαν προσοχή
και οι χωρικοί πάνω στους ώμους το δικράνι.
 
Παιδιά εμείς, φορώντας για σακάκι αφοβιά
αγγίζαμε το σίδερο με-δικαίως – απορία
κάποιο πετάρισμα που έγραψε η καρδιά
ξεφύλλισμα ήτανε στα σχολικά βιβλία.
 
Και η περίπολος το βράδυ μες στους δρόμους
σαν την αγέλη κάποιων λύκων που αλυχτούσε
με τους σουγιάδες ακονίζαν λαιμητόμους,
για θεατή είχαν μια μάνα που πεινούσε.
 
Στης  μέρας το πουρνό, τους βρήκαμε εκεί
στην άκρη του Δημοτικού Σχολείου να χουχουλιάζουν.
Γύρω απ΄ τα κάρβουνα που άφησε η φωτιά. Σκυφτοί;
Και κάποια αετών φτερά στους ώμους τους ν΄ αλλάζουν.
 
 
 *

ΟΤΙ ΠΟΛΥ  ΤΗΝ ΠΟΝΕΣΕ
 
 
 
Το παρακάτω ποίημα γράφηκε με αφορμή ένα γάμο, μιας συνεσταλμένης- καταπιεσμένης  γυναίκας του χωριού.  Η γυναίκα αυτή τη πρώτη νύχτα του γάμου για άγνωστους ακόμα λόγους εγκατέλειψε τη συζυγική στέγη. Έκτοτε ζούσε στη μικρή παράγκα μαζί με τη γιαγιά της, στην ίδια γειτονιά με την οικογένειά μου. Αργότερα, μετά το θάνατος της γιαγιάς της, έμενε σε συγγενικά σπίτια, σε άσυλα, γηροκομεία, κτίσματα εκκλησιών, μέχρι που παρέδωσε  το πνεύμα της, κοιμήθηκε και ηρέμησε! Θεωρώ ότι η κοίμησή της ήταν το θεϊκό δώρο που περίμενε η ψυχή της για να γλυτώσει από την καταφρόνια και την περιθωριοποίηση του χρόνου και των ανθρώπων.
 
 
Καλοκαιράκι φύσηξε, χτενάκι στα μαλλιά της.
Το νυφικό μια Κυριακή, στόλιζε η γιαγιά της.
 
Πως την μεγάλωσε εκεί;Σε ένα χαμοσπίτι.
Ψίχουλα έδινε σ ΄αυτή, όμως και στο σπουργίτι.
 
Μα τράνεψε και έφτασε,ο χρόνος να την ζώσει,
μ΄ ευχές την έντυσε ζεστά, σ΄έναν γαμπρό να δώσει.
 
Ότι πολύ την πόνεσε,ανοίγει το τεφτέρι,
χάδι στο χέρι όμως ζωής, που εγγόνια θα της φέρει.
 
Ο γάμος βράδυ έγινε,η εκκλησιά γεμάτη,
κάνανε τάμα οι χωρικοί, να μην τουςπιάσει μάτι.
 
Το νυφικό κρεβάτι της, στα μαύρα τυλιγμένο.
Και η τιμή της κόρης μας, τσεμπέρι ήταν δεμένο.
 
Κάποια αστέρια φώναξαν, την κόρη να γυρίσει.
Μα η κόρη έτρεχε πολύ, ποιος να την σταματήσει.
 
Κράτησε μέσα την τιμή, στο σώμα όμως θαμμένη
με το σεντόνι φάνηκε, στο βάθος τυλιγμένη.
 
 
 
Τα χάδια απ΄ της γειτονιάς  το χέρι, αγκαθάκια.
Αφήνανε τα δάκρυα,υγρά περιστεράκια.
 
Χώθηκε μες στα κλάματα, στην μαύρη αγκαλιά της,
κι έζησε στην παράγκα της, μαζί με τ΄όνειρά της.
 
Φανούλα κάποιοι είπανεπως ήταν τ΄ όνομά της
μα τώρα φως στον ουρανό, μαζί με τη γιαγιά της.
 
 
 
Η ΖΩΗ ΜΑΣ, Η ΓΙΟΡΤΗ ΜΑΣ
 
Μια βραδιά του Δεκέμβρη μαζευτήκαμε
στης πλατείας τα παγκάκια κι αφεθήκαμε
στα πικρόχολα τα λόγια κι αρρωστήσαμε
μ ΄ όλα αυτά που μας πέρασαν και τα ζήσαμε.
 
Κοιταχτήκαμε στα μάτια και δακρύσαμε
κι ο καθένας πήρε δρόμους και χωρίσαμε
μα υπόσχεση και τάμα όλοι δώσαμε
και τα φίδια απ την καρδιά μας ξεριζώσαμε.
 
Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ζήσουμε
κάνουμε τους δυστυχείς, να ευτυχήσουμε
σε παγκάρι την ψυχή μας και χαρήκαμε
κι απ  τον ήχο των τριάντα, ζαλιστήκαμε.
 
Δώσαμε τα χέρια πάλι, γύρω απ ΄την φωτιά.
Στου Δεκέμβρη που γιορτάζει μόνο η καρδιά.
Κουμπωθήκαμε στο κρύο, στήσαμε χορό,
ήχος γνώριμος πετιέται μέσα απ  τον χαλκό.
 
Στην υγεία μας, στην υγειά μας κι άντε στο καλό
σβήσαμε με μιας τους φόβους, κράτα τον ρυθμό
τσίπουρο γλυκό να ρέει, ύμνος στην νυχτιά
κι όλοι μας, για μια στιγμή, απέραντη αγκαλιά.
 
Κι όταν πάλι κοιταχτούμε και χωρίσουμε
κάρβουνα θαρρείς καμένα και θα σβήσουμε.
Κι όταν θα κοπάσει η φλόγα, κάμε τον σταυρό
που γεννήθηκες και λάμπεις στο Στρυμονικό.
 
 
 
ΕΨΑΧΝΑ ΜΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ
 
Διάλογος.....
 
Πατέρα
 
Έψαχνα μια πατρίδα, στο μέσο  του ανέμου,
σε μίσχους ηλιαχτίδας, πατρίδα είδα καλέ μου!
Ανοίγω πόρτα και πατώ, το μουχλιασμένο χώμα.
Είναι πατρίδα; Ή θαρρώ, ένα κορμί σε κώμα;
 
Γιέ μου
 
Άνοιξε το παράθυρο, ένα κρινάκι ανθίζει,
κι ένα μικρό αετόπουλο, δίπλα σου πεταρίζει.
Με πόνο όλα τα μάζεψα, σε μια αγκαλιά. Ελπίζω.
Βουνά, πεδιάδες και νερά, Πατρίδα είναι νομίζω.
 
Πατέρα
 
Δες στο μυστρί ξεράθηκε, όλο το βιός που χτίζω,
μπήγω το όνειρο στην γη, πατρίδα δεν καρπίζω.
Και το κορμί που λύγισε, απ΄ τα όπλα μου στον ώμο,
φωνή όμως μάνας σίγησε, μα μ΄ οδηγεί στον δρόμο.
 
Κάθε τριγύρω που πατώ, ήλιος και καταιγίδα,
ξένη πατρίδα π΄ αγαπώ, η πέτρινη πατρίδα.
 
Γιε μου
 
Όλοι οι ανθοί που φύτεψες, σαν άνοιγες θεμέλια,
ρίζες οι λέξεις π΄ αγαπάς, φυτρώνουν Ευαγγέλια!
Σ΄ αφήνω γη κι έναν  θεό, εκτός αυτών ουκ είδα,
όπου ανάσες για να ζεις, είναι μικρή πατρίδα.
 
Όμως αυτή που άφησες, χρίζει το ριζικό σου,
κάθε σου δάκρυ και καημός, στον αναστεναγμό σου!
 
 
Πατέρα
 
Πήρα την γη που μου δωκες, την έπλασα προζύμι
και στην καρδιάς την πυροστιά, άπλωσα μια γαλήνη.
Ένωσα δρόμους, ποταμούς, μπόλιασα την ελπίδα,
βήμα στο βήμα έλιωσα μα βρήκα την πατρίδα!
 
 
 
 
 
… η καρδιά μου χτυπά
 
 
Το ξέρω η καρδιά μου χτυπά,
για κείνο τον όμορφο τόπο,
για κείνη την γέρικη ιτιά,
πού σπειρε η μάννα με κόπο.